Πέρασε το τρένο των επτά και τέταρτο.
Παρά την μεγάλη ταχύτητα διέκρινα καθαρά τρεις φιγούρες στο δεύτερο βαγόνι.
Μια γυναίκα με μαύρο βέλο και τριμμένα παπούτσια,
έναν αρτεργάτη με μια ψάθινη καλαθούνα στα πόδια
και μια έφηβη -μαθήτρια θα 'ταν- με ένα τεράστιο κλουβί στο χέρι.
Στο κλουβί αν δεν κάνω λάθος ήταν μέσα ένας παπαγάλος ή κάτι παρόμοιο
με χρυσοπράσινα φτερά κι ένα λοφίο γκρίζο.
Έφταναν ως το σπίτι τα κρωξίματα, οι συζητήσεις των επιβατών,
τα χαρούμενα γέλια των παιδιών κι οι τυπικές χειραψίες των ευυπόληπτων.
Βγήκα στην βεράντα.
Ο συρμός προχωρούσε κόβοντας λίγο την ταχύτητα του.
Ένας μεσήλικας με ημίψηλο καπέλο
και μ' ένα κόκκινο μαντήλι στα χέρια με κοιτούσε διερευνητικά.
Έμοιαζε με ζογκλέρ ή με μάγο, ίσως όμως και να ήταν και συγγραφέας
αστυνομικών διηγημάτων, το ύφος του τον πρόδιδε για κάτι τέτοιο.
Σίγουρα κατέγραφε τα βλέμματα, τις κινήσεις, τα ακατάληπτα λόγια των τρελών
για να τα χρησιμοποιήσει σαν υλικό για τις επόμενες ιστορίες του
Κούνησα το χέρι μου δεν σάλεψε καθόλου απλά το βλέμμα του έγινε πιο επίμονο.
Ποιος ξέρει μπορεί να ήμουν η επόμενη ηρωίδα του,
αυτήν που την εξαφανίζει μια σπείρα κακοποιών ζητώντας απ' τους οικείους της υπέρογκα λύτρα.
Μπήκα αναστατωμένη στο σπίτι, τράβηξα τη βαριά κουρτίνα για να μην τον βλέπω.
Το βλέμμα του όμως ήταν εκεί και με πολιορκούσε.
Βδελυρό, υποχθόνιο, σαρκαστικό σαν να μου καταλόγιζε κάποιες απροσδιόριστες ευθύνες.
Η κυρία με το μαύρο βέλο μου πρόσφερε ένα μήλο για να με γλυκάνει.
Στα πόδια της είχε ένα φιδοπουκάμισο και μια σπασμένη κορνίζα.
Έμοιαζε ταραγμένη και μάλλον κάποιο κακό προαίσθημα φαίνεται να την τριγύριζε.
Πλησίασα τη νεαρή μαθήτρια, χουχούλιαζε τα χέρια της, παρότι δεν έκανε κρύο
ίσως να το έκανε από αμηχανία, με κοίταζε με απάθεια και με μια μικρή δόση οίκτου.
Το πουλί εναγώνια πάλευε να βγει από το κλουβί
προτάσσοντας τα νύχια του και το γαμψό του ράμφος πήγα κοντά του ανήμπορη όμως να το βοηθήσω.
Σάστισα πολύ σαν το άκουσα στη συνέχεια να μιλάει:
"Βάι βάι βάι, έχετε γεια καλοί μου φίλοι".
Η μαθήτρια το πρόσταζε να σταματήσει αυτό όμως απτόητο συνέχιζε:
"Βάι βάι βάι, έχετε γεια καλοί μου φίλοι". "Έχει πονοκέφαλο η κυρία;", "Με λένε Φώτη, Φώτη, Φώτη".
Στο λοφίο του είχε κάνει κατάληψη μια αράχνη με μαύρα τεράστια πόδια.
Έπλεκε έπλεκε συνεχώς
και με την ταχύτητα που είχε πάρει
σε λίγο θα κάλυπτε όλο το κλουβί μαζί με τους ήχους, τα κρωξίματα και τα σπάταλα λόγια.
Έστρεψα αλλού την προσοχή μου, άλλωστε φοβόμουν από μικρή αυτά τα έντομα.
Ανατρίχιαζα και μόνο στη θέα τους.
Ο αρτεργάτης έστριβε τσιγάρο, η καλαθούνα στα πόδια του ήταν σάπια
και τα ψωμιά που είχε μέσα μουχλιασμένα.
Με χαιρέτισε με καλοσύνη και μου πρότεινε να χορέψουμε μαζί ένα βαλς.
Με ευγένεια του το αρνήθηκα.
Η εμφάνιση μου δεν ταίριαζε με τίποτα για ένα τέτοιο εγχείρημα.
Είχα σκισμένες κάλτσες, πολύ κοντό φόρεμα και μου έλειπε το οβάλ καπέλο.
Με αγνόησε και συνέχισε να καπνίζει λίγο θυμωμένα.
Ύστερα πήρε στα πόδια του ένα μεγάλο σακί γεμάτο αλεύρι
κι άρχισε να πλάθει ψωμιά σε σχήμα πλεξούδας, σπαταλώντας αρκετά
λίτρα νερού.
Θέλησα να τον βοηθήσω αλλά μου το αρνήθηκε,
χαρακτηρίζοντας με άπειρη για μια τέτοια εργασία.
Απομακρύνθηκα και βουβή πήγα στη κάμαρά μου.
Αύριο θα έφευγα ταξίδι κι έπρεπε να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου.
Είχα πλέον μια μεγάλη ετερόκλητη παρέα, μια αμυχή στο μέτωπο από τα νύχια του παπαγάλου
κι ένα περιδέραιο από χαρούμενα παιδικά χαμόγελα.