Σήμερα που άναψαν τα παγανιστικά νυχτέρια
έβαψα κόκκινα τα νύχια μου, πες πως είμαι
φιλάρεσκη χαρακτήρισέ με ξιπασμένη
σκέψου οτιδήποτε, δεν με ακουμπά.
Τα νύχια μου κόκκινοι ημιτελείς κύκλοι,
ρυθμικά αποκριάτικα άρματα, πύρινα λόγια
σε παρελάσεις καλλίγραμμων νεκρών παρθένων.
Σήμερα έβαψα κόκκινα τα μαλλιά μου
έτσι από πείσμα, θέλησα να ξορκίσω τους
σκοτεινούς εφιάλτες μου…
γηράσκω φασκιωμένη στο ανατολίτικο πορφυρό
χαλί βυζαντινών αυτοκρατόρων, ίντριγκες
διαπράττοντας με τον αέναο χρόνο.
Τον χρόνο δεν τον φοβάμαι, τον αγαπώ
αναδυομένη κι αναβράζουσα η νεότητα κοιμάται
κάθε βράδυ στο μαξιλάρι μου..
ίσως γι αυτό πάντα ξυπνώ από τον κρότο
των λαμπρών εκθαμβωτικών πυροτεχνημάτων.
Σήμερα έβαψα τα χείλη μου, το σώμα μου,
τις φτέρνες κατακόκκινες …
Ήμουν όμορφη το ένιωσα, παρότι δεν είχα πρόχειρο
ένα καθρέφτη να κοιταχτώ, τι θα ωφελούσε…
τους καθρέφτες μου, τους έστειλα στο μέτωπο
να επουλώσουν τις πληγές των λαβωμένων φαντάρων.
Μη με κοιτάζεις με αυτό το ύφος της αμφιβολίας,
είμαι η βασίλισσα, η στρατηλάτης του αίματος
η μετουσίωση της χέννας μα πάνω απ όλα
ο πορφυρός ουρανίσκος του νεογέννητου μεσσία!