Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

Η ωραία τρελή

Βγήκε με το ελαφρύ της φόρεμα στην θεοσκότεινη νύχτα. 

Πουθενά ούτε ένα αστέρι μα ούτε καν φεγγάρι 

παρά ένας χαμηλωμένος και συννεφιασμένος ουρανός 

σαν βαριά πατατούκα σε σώμα ορεσίβιων βοσκών. 

Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν ακόμα, αδιαφόρησε, 

αυτή ένα μόνο σκοπό είχε, να διώξει τη μέθη απ' τη καρδιά

και τα σύντομα όνειρα της να τα βάλει λίγο σε τάξη. 

Βοηθός της η δροσερής αύρα που σεργιάνι είχε βγει, 

νύχτα του Αυγούστου, εκεί κοντά στον μόλο. 

Απαλά τις βάρκες κι ερωτικά πέρα δώθε τις νανούριζε 

και στον δρόμο των μακρινών ταξιδιών που ποτέ δεν έκαναν 

με ένα νεύμα τις έβγαζε παίρνοντας τες αγκαζέ 

κι ανάβοντας όλα τα φώτα στα φινιστρίνια.


Στα στενά σοκάκια της πόλης ουδείς.

Ο Μορφέας είχε κάνει πολύ καλά την δουλειά του

κι είχε βυθίσει στα σκοτεινά του πέπλα κάθε ύπαρξη

ζωντανή αλλά και νεκρή.

Αποκοίμισε βαθιά μωρά, δασύτριχους έφηβους, μικρομάνες  

και άντρες που με τα στιβάνια τους κοιμήθηκαν 

καθώς απ' τον ιδρώτα είχαν γίνει ένα με το πέλμα τους και τη γάμπα τους. 

Είχαν δοθεί ψες στο χορό κατά το γαμήλιο γλέντι που έγινε στην πλατεία 

τη γεμάτη με δράκαινές, τρεχούμενα νερά και λιγωτικά νυχτολούλουδα.  


Περιπλανήθηκε στην πόλη ώσπου έφτασε στα άκρια της.

Σιγή στο κοιμητήριο, μπήκε στο εσωτερικό του.

Οι νεκροί είχαν ανοίξει τις πλάκες και είχαν βγει έξω 

για να απολαύσουν τον μεθυστικό ύπνο πλάι στις ντάλιες 

που η σάρκα τους τις είχε πλούσια θρέψει 

και κάλυπταν με τα ιώδη άνθη τους όλο τον χώρο απ' άκρη σε άκρη.

Καλόβολοι οι νεκροί δεν απαιτούσαν τίποτα παρά μόνο

να απωλέσουν την μνήμη και τα κονταροχτυπήματα του έρωτα

να αποφύγουν καθώς το αίμα τους έμοιαζε με εκείνη του πάγου 

την χοντρή κρούστα που τους κρατούσε ζωντανούς.

Μετρημένοι οι ήχοι κι οι κινήσεις έσπαγαν την σιγή των κυπαρισσιών.  

Ένας ευτραφής γέροντας  ροχάλιζε δυνατά, 

μια δεσποσύνη παραμιλούσε με λόγια ακατανόητα, 

ένας νεαρός υπνοβατούσε παίζοντας μπάλα με το κρανίο της τρελής

κι ένας φάλτσος τραγουδιστής εγκωμίαζε τα σαρκοβόρα φυτά

και τα αδύναμα άνθη της μαγιάτικης παπαρούνας .


Γεμάτη εικόνες έφυγε από το κοιμητήριο, πλησίαζε η αυγή 

και οι νεκροί είχαν ξυπνήσει κι αποσύρονταν στις τρύπιες τους κάσες.

Περιμάζεψε μόνο το ορφανό κρανίο και το έβαλε στην τσάντα της.

Μπήκε στην πόλη που σιγά σιγά άρχισε να ξεφεύγει από τον λήθαργο.

Στάθηκε στο καφέ με τα πολλά γκράφιτι κυρίως φιδιών.

Χαρούμενο το γκαρσόνι την κέρασε ένα σκέτο καφέ 

με συνοδευτικό κουλουράκια κανέλλας και βανίλιας.

Τον ευχαρίστησε και παράχωσε στην τσάντα της ένα κουλουράκι.

Ήταν η πρώτη πελάτης κι όλοι στην πόλη γνώριζαν πόσο 

γουρλού ήταν εξ ου και το κέρασμα του καφέ άλλωστε.

Έμεινε εκεί μια ώρα περίπου και κανείς πελάτης δεν φάνηκε.

Έκανε να φύγει και τότε ξαφνικά έπεσε πάνω 

σε μία ακέφαλη γυναίκα με μακριά καπαρντίνα.

Βάδιζε με προτεταμένα τα χέρια για να βλέπει στο σκοτάδι. 

Φοβόταν μην τσακιστεί και πέσει πάνω στην τζαμόπορτα.

Την πλησίασε και με κινήσεις ακριβείας της άρπαξε την τσάντα.

Πήρε το κρανίο και το φόρεσε στο ωραίο της σώμα. 

Τώρα είχε πια το φως της κι οι κίνδυνοι είχαν απομακρυνθεί.


Η ωραία τρελή έφυγε κι αυτή τράβηξε για το σπίτι.

Άνοιξε και μπήκε μέσα, το νιαούρισμα της γάτας την καλοδέχτηκε.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τότε έντρομη παρατήρησε 

πως αντί για το φόρεμά της φορούσε την καπαρντίνα της τρελής.

Έκανε να την βγάλει μα επ' ουδενί δεν ξεκολλούσε απ' το σώμα της.

Κοιμήθηκε με αυτήν κι όταν ξύπνησε διαπίστωσε πως ήταν ολόγυμνη.

Πάνω στην συρταριέρα της είδε στερεωμένο το κρανίο με δυο κεριά 

χωμένα στους οφθαλμούς που έβγαζαν τρεμουλιαστές φλόγες. 

Παραλογίστηκε όταν αντίκρυσε κρεμασμένη απ' τον καλόγερο την καπαρντίνα.

Στο μπράτσο της καρέκλας ήταν ακουμπισμένο το φόρεμα μούσκεμα στον ιδρώτα.

Η ωραία τρελή την ακολούθησε και την πέρασε στην αντιπέρα όχθη.

Στο πάτωμα κείτονταν μια μαρμάρινη πλάκα με χαραγμένο πάνω

το όνομά της και με την προσθήκη με έντονα γράμματα της φράσης:

Απεβίωσε σήμερον.