Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα
μαύρες μπροστοποδιές για να
ετοιμάζουν τα βραδινά μας γεύματα.
Όσο κι αν είναι αποσταμένοι τους
ζώντες φίλους δεν ξεχνούν κι αγόγγυστα
παλεύουν να ανεβάσουν το μπόι τους ψηλά.
Γεύματα καθημερινά επιμελούνται
και τα νοστιμίζουν με αλάτι της μνήμης.
Αχνιστές σούπες, χλωροτύρι, σαλάτες
εποχής κι εκείνον τον καλόσχημο άρτο
που άγγελοι τον φουρνίζουν με τις βαριές
βλεφαρίδες τους χιονισμένες.
Ομοτράπεζοι γίνονται με εμάς
και τα ψίχουλα σκορπούν στα παραλίμνια πτηνά
Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα
μακριά κασκόλ για να ζεσταίνουν
τους λαβωμένους λαιμούς μας.
Τις χορδές μας προσέχουν μη και
λείψει το τραγούδι απ' τη γη
και τα αηδόνια σιωπήσουν στις ακακίες
Στίχους μας γράφουν και τους μελοποιούν.
Μιλούν για τον Πρωτομάστορα,
την κυρά Φροσύνη, τον ποιητάρη
Κωνσταντίνο και για τις Περδικομάτες
κόρες που στα πανηγύρια με κόκκινα νήματα
πιάνουν την αγάπη απ' το φτερό.
Αοιδοί τους είναι οι άγγελοι που έχουν για μαέστρο
τον νεαρό τσοπανάκο με την καλαμένια φλογέρα.
Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα
πτυχωτούς χιτώνες για να ομορφαίνουν
τις βόλτες μας στις γειτονίες της πατρίδας.
Στις μάχες πέφτουν και ποτέ δεν
υποδουλώνονται, οι δάφνες δεν ξεχνούν.
Εδώ το καρυοφίλι του Καραϊσκάκη, το βόλι
της Δημητσάνας, τα φυσεκλίκια του Άρη,
ο λόγος του Μακρυγιάννη και του Γέρου
το αρρενωπό μέτωπο.
Βιβλία κρατούν και παιχνίδια με τη γλώσσα
παίζουν, το ύψιλον λατρεύουν και θούριους
με το κοντύλι τους γράφουν στο παλιό πινακάκι.
Αρχηγός τους ο ανώνυμος ήρωας
που ποτέ κοράκι το σώμα του δεν μόλεψε.
Βηματίζουν στον ύπνο μας,
τα εξάτομα μας δίνουν λεξικά κρατώντας
σφιχτά της "καμπάνας το σχοινί".
Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα
πλουμιστά ενδύματα για να μας
πηγαίνουν αλάργα στους ανθοφόρους κήπους.
Τα εαρινά αγαπούν ζευγαρώματα, τον
έρωτα θεώνουν και τις αστραπές των ματιών
για κοντάρια κρατούν.
Εδώ τα λιανοτράγουδα, η Αρετούσα, τα πάθη
του Βέρθερου και το σκαστό φιλί στα χείλη .
Ερωτιδείς τους στολίζουν τα μάγουλα.
Σε εφτάκλειστες κρύπτες ζουν και
τα μυστικά ονόματα δεν προδίδουν ποτέ.
Μπαίνουν στο χορό ανεμίζοντας
λαχουράτα μαντήλια, τον ήλιο προσκαλούν
στις δίπλες να μπει μπροστά.
Ποιήματα απαγγέλουν για φωτισμένες πέτρες
και για δυσεύρετα κοχύλια.
Αεί και τώρα μαχαίρια ακονίζουν, νερό
καθάριο φέρνουν και αίμα ζεστό μεταλαμβάνουν
στην πύλη του σκληρού Απρίλη.