Το σκαλιστό τραπέζι ήταν στρωμένο
με το καλό λινό τραπεζομάντηλο,
χειροτέχνημα της γιαγιάς,
που έβγαινε αυστηρά και μόνο
τις γιορτινές μέρες.
Κομψοτεχνήματα και τα δύο, των προγόνων
θυμητάρια ακριβά σαν τον έντιμο όρκο
των μελλοθανάτων μπροστά στη μάντρα.
Ξακουστή κεντήστρα η γιαγιά είχε
ξημεροβραδιάσει πολλές ώρες πάνω
στο ύφασμα με τις μεταξωτές της κλωστές.
Ανεβατές οι βελονιές στους καφέ μίσχους
και ψαροκόκαλο στα κίτρινα ανθάκια που
με πραγματικά ρόδα μαγιάτικα έμοιαζαν.
Κολλαρισμένο το είχε η μαμά κι αλέκιαστο
έμενε παρά τις τόσες χρήσεις του και πέρα
ως πέρα υπερήφανο για τα χέρια που το
υπηρέτησαν με μόχθο και υπομονή.
Πλημμυρισμένο πάντα μέσα στη λεπτή
ευωδιά της λεβάντας καλοσυνάτα συνόδευε
τις οικογενειακές συναντήσεις μας.
Έντυνε με χάρη το πανάκριβο ξύλο
του σκαλιστού τραπεζιού.
Μασίφ ξύλο τριανταφυλλιάς φερμένο
απ' την μακρινή Λυών.
Ταξιδευτής ο παππούς σε ποντοπόρα
πλοία πολλά έδωσε φράγκα δώρο
να το κάνει στην καλή του μετά την
συμπλήρωση δέκα συναπτών χρόνων
γάμου.
Γελούσαν κι έκλαιγαν κι οι δύο σαν το
απόκτησαν όπως τα παιδιά που
κλωτσούν την μπάλα και βρίσκουν
ίσα τα δίχτυα του αντιπάλου πριν τη λήξη.
Ένα τηλεγράφημα ήρθε και τα άλλαξε
όλα στο σπίτι.
Μαυροφορέθηκε η γιαγιά στην
πληροφορία πως το πλοίο αύτανδρο
βυθίστηκε στον ωκεανό δίπλα στα
κοραλλιογενή νησιά.
Λόγια σκληρά σαν το ξεραμένο τομάρι
στο τσιγκέλι της αποθήκης.
Δεν το χάρηκε ο παππούς το τραπέζι.
Δεν πέρασε το βλέμμα του όσο έπρεπε
κάτω απ' τα σκαλιστά με λεοντοκεφαλές πόδια.
Ο εγγονός, ο μικρός Μανώλης, συνεχώς
ρωτούσε για τον παππού τραβώντας
επίμονα την γιαγιά απ' το τσεμπέρι.
Απορούσε πως το στόμα ενός κύματος
μπόρεσε και τον κατάπιε.
Μόνο τα κήτη καταπίνουν έτσι έλεγαν
τα σχολικά βιβλία του μεγάλου αδερφού.
Τα κύματα δεν έχουν σαγόνια, κοιλιές
ούτε στόματα για να καταπιούν έναν
άνθρωπο δυνατό σαν τον παππού δυο μέτρα μπόι.
Θα το νικούσε έστω κι αν ήταν αυτή η αλήθεια
με το παλαιό μαυριτάνικο μαχαίρι που έζωνε
στη λουρίδα της δίπλα στην αγκράφα
με την γυμνή γοργόνα.....
Μεγαλώνοντας ο μικρός είχε να θωρεί δυο
αστέρια στο φόρεμα της πούλιας και να συνομιλεί
μαζί τους κάθε που η οικογένεια τσούγκριζε τα ποτήρια.