Θα περνούν οι μέρες, οι εποχές,
τα χρόνια κι εσύ θα παραμένεις
ίδιος, αναλλοίωτος κι άφθαρτος
μέσα σε μία διαρκή φθορά.
Όλα γύρω θα γερνούν κι όλα θα
παρακμάζουν κι εσύ σφυρίζοντας
σκοπούς ανάλαφρους θα συναγωνίζεσαι
τις συναυλίες των αηδονιών και
του μικρού κοκκινολαίμη τη λάμψη
μέσα σε ημέρες ανοιξιάτικες, λαμπρές
με τους ύμνους της ανάστασης
να γαληνεύουν ψυχές και σώματα.
Στους κήπους σου μαζί με τους
ηλίανθους θα ζεις.
Ηλίανθους καμωμένους από χέρι
ζωγράφου που ήπιε την αψάδα της
ζωής σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι
και μεθυσμένος μετά παίρνει το πινέλο
του και θαύματα κάνει τέτοια που
ακόμη κι ο Θεός θα τα ζήλευε
αναθεωρώντας οριστικά την όποια
πλάνη ή επιθυμία του για παντοκρατωρία.
Έτσι όμορφο κι άτρωτο κι εγώ
θα σε δέχομαι στην καλύβα μου
και σκηνικά θα στήνω που θα σου
αρέσουν.
Σκηνικά της φωτιάς της λάβας
της αμαρτίας για να μην πλήττεις.
Δεν θα κουράζομαι νερό να σου
φέρνω από το μακρινό πηγάδι.
Θα με προσμένεις σιωπηλός.
Τι άλλωστε να πεις τόσο μεγάλος
που έγινες;
Εγώ πεισματικά θα προσπαθώ
να κλέψω καποιες ψηφίδες από
την αθανασία σου.
Ένα άθυρμα για να σε κρατάω
κοντά μου, την φύση σου να ξυπνώ
έτσι ώστε να αραιώνει το μαύρο
από τα μάτια των ψαράδων
και σε γκρίζο να γυρνάει.