Όταν τα μάτια σου
Εξαγγείλουν
Το ψέμα
Θα ντυθώ
Την σιδερένια σου
Προσωπίδα
Δεν θα με αναγνωρίσεις
Όσο κι αν ποθείς
Τη διαύγεια
Της γόνιμης σάρκας μου..
Τα πορτοκαλάνθια της λήθης
Θα έχω ντυθεί
*
Μικρά ψάρια
Αιωρούνται στον ορίζοντα
Οι αστραπές της φυγής
Ξεκουράζονται
Στα χρυσά τους λέπια
Λευκαίνουν τα μάτια τους
Με τις ψηφίδες του ορείχαλκου
Μακάρια τα ψάρια
Λιπαίνουν τη χλόη
Του αστέρινου γαλαξία
Με αίμα γαλαζωπό εμβρυογενές
Δίνονται στον έρωτα
Σαν αιώρες θνησιγενείς
Επιστρέφουν στο φως
Εκεί που η θάλασσα
Τινάζει τα αφρώδη σεντόνια της
Στο κόλπο της Αιολικής πέτρας
Τα ψάρια αναπνέουν
Τις φιγούρες
Των αρματοφόρων σύννεφων
Και κονιορτοποιούνται
Σε ψήγματα ανθρωπινής σιγής
*
Λιθοβολούσαν τον άνεμο
Άρμενα νοτερών
Ναυαρχίδων
Απόβαση
Σε κοραλλιογενείς νήσους
Προσχεδίαζαν οι φανοστάτες
Χωρίς ούτε έναν αποστάτη
Στο εφαλτήριο τους
Αδημονούσαν οι λαοί
Η γη ένα δώμα ασημόκρουστο
Σώπαινε
Κανείς δεν την προειδοποίησε
Για το ταξίδι
Της απατημένης αγάπης
Ο αποσπερίτης ανέβαζε
Τις πράσινες γαζέλες
Της σαβάνας
Οπισθοχωρούσε ο ορίζοντας
Σαν κάτωχρος σκύλος
Είναι βουβός ο πόνος
Κάτω από το χώμα