Ο τελάλης
Ξέκοψε από τις στρατιές των
αγγέλων κι έλα εδώ.
Εγώ με νύχια σκληρά θα σου
γράφω ποιήματα πάνω στην
πελεκημένη πέτρα.
Δυνατά θα στα απαγγέλω
με τη φωνή του ξακουστού τελάλη.
Θυμήσου.
(Αυτόν με την ευγενική όψη
και τις χθόνιες λέξεις που
περνά κάθε εξάμηνο)
Γυναίκες τον υποδέχονται
με γύψινα χέρια.
Την πιο μικρή διαλέγει,
αυτή με τα σαγηνευτικά μάτια.
Στον έρωτα ρίχνονται,
στην άκρια της προβλήτας,
με τις αγκαλιές γεμάτες
από την αιωνιότητα του εφήμερου.
*
Το ξωτικό
Στο κάστρο διπλοκλείδωσαν
τις πόρτες, έβαλαν για σιγουριά
και βαριές αλυσίδες.
Το στοιχειό που ζούσε μέσα
από εκεί να μην φεύγει και
στις ρούγες του χωριού
διαρκώς να περιδιάβαινει
σκιάζοντας τα αθώα κορίτσια.
Μόνο που δεν ήξεραν
πως πριν περάσουν τις αλυσίδες
το ξωτικό είχε προλάβει
κι είχε κλέψει την πεντάμορφη
κόρη του άρχοντα
που στα όρη έως τα σήμερα
κουστωδίες στρατιωτών
ματαίως την αναζητούν με
αναμμένες τις δάδες
και φολιδωτά τα σώματα.
*
Ανυπαρξία
Τίναξε τα φτερά του.
Λίγο χιόνι είχε πάνω.
Είχε ανέβει στις Άλπεις
για να φτάσει και να ανάψει
το φεγγάρι.
Τώρα ένιωθε χρήσιμος
και ωραίος.
Τράβηξε μια φωτογραφία.
Το φεγγάρι υπέρλαμπρο
έσβησε τη μορφή του.
Υπηρξε;
Στο πέτο του καρφιτσωμένο
ένα εντελβάις.