Δακρύζουν τ' αγάλματα
Λεπίδες πύρινες που σκίζουν την πέτρα
Θυμήσου τον πόθο τον καταιγιστικό κι έλα
Αναχωρούν οι νερομάνες πολυδαίδαλες
Αυλάκια να σκαλίσουν στα στήθη της κρήνης
Διέβλεψε την δίψα των απόντων κι άφησε μακριά την λύπη
Φόρα το σκουφάκι της πιο διαλεχτής μέρας που σου πάει
Δακρύζουν οι σκληροί βοριάδες
Σαν γροικούν τις συνεχείς εκτινάξεις στις φαβέλες
Παραδέξου πως ήξερες πόντο τον πόντο
Το υφάδι της χλαμύδας που ντύθηκα μόνο για σένα
Εμένα άσε με μόνη
Να πλανιέμαι στην αίολη νύχτα
Μοναχική κι απόκοσμη χωρίς πλησμονή καμιά
Να σφυρίζω τρελά σαν έλικας χαλασμένος
Εμένα άσε με εδώ
Επώδυνα να με συντροφεύουν
Οι πύρινες ώρες σου
Αυτές τις ώρες που χρεία τις είχα μεγάλη
Μενταγιόν στο λαιμό να τις δέσω
Κλειδωνιά να τις κλείσω στα χείλη
Γιατί απλά σ' αγαπώ με τις διαστάσεις των θρύλων
Με τις επάλληλες ικεσίες των επαιτών σε ζητώ
Αν χαθείς οι αστερισμοί μου θα συγκλίνουν στο κενό
Μες στην χώρα των βυθισμένων φωνών θα με πάνε
Απλανής να χνωτίζω τα τζάμια μιας φαιάς τεφροδόχου
Αχνό να αντικρίζω το μονόγραμμα σου στους φλοιούς της φιλύρας
Τρίζουν τα γερτά παραθυρόφυλλα στο νότο
Άστεγες μνήμες τα αγγίζουν με κλειστά τα φτερά
Σκέψου τα μικρά χαλικάκια στης ερημιάς το μπαλκόνι κι έλα
Ανασκιρτούν τα κομπολόγια των μαρτύρων
Σαν να μέμφονται την επάνοδο των φονιάδων φυλών
Μην δειλιάσεις κι αλλάξουν φορά τα όνειρα σου
Φύλαξε την εικόνα του ήλιου στην παλάμη
Φύλαξε στην κνήμη του αγέρα το πουκάμισο
Κι αφουγκράσου την πρώτη μας μέρα στον έρωτα
Σκεβρώνουν τα οστά των πουλιών στα μεγάλα ταξίδια
Κι η αρμύρα συνθλίβει τις λεπτές τους χορδές
Παράφωνα τραγούδια στίχοι του μηδενός
Μην τα ακούς γνώριζε ο Οδυσσέας από πάντα το πότε
Παραδέξου το πως ήξερες πόντο τον πόντο
Το υφάδι της χλαμύδας που ντύθηκα...κι έλα ξετύλιξέ το