Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

Τελική έκβαση

Στο γόνατο σφάζουν αστέρια 
λιγοστεύει το φως, θρηνεί ο ουρανός.
Χάθηκε η Ανδρομέδα, 
ο Ωρίωνας, η Πούλια, 
η μικρή και η μεγάλη Άρκτος, 
ο Αιγόκερως, ο Ηνίοχος κι ο
Ηριδανός.
Στυγνοί δολοφόνοι κάνουν
περατζάδα εκεί ψηλά.
Σηκώνουν μανίκια.
Στους βωμούς στέκονται.
Το σκότος επιλέγουν.
Παίρνουν και βάφουν
με μαύρη ανεξίτηλη μπογιά
μεγάλα κουβάρια από νήμα.
Στον ουράνιο θόλο τα τοποθετούν 
και σαρδόνιο έχουν χαμόγελο.
Απλώνεται παντού το
αδιαπέραστο μαύρο.
Σβήνει κι αυτή ακόμα
κι η σελήνη, ξεψυχούν οι αστερισμοί.

Οι άνθρωποι φοβούνται,
δεν βλέπουν, σκοντάφτουν, 
τυφλοί μένουν.
Πέφτουν σε ύπνο βαθύ.
Ξεχνούν να μετρούν με τα
δάκτυλα.
Τους νεκρούς άταφους
τους αφήνουν.
Έρχεται το παιδί με το
ποδήλατο για να τους
ξυπνήσει.
Μόνο τα σκυλιά πετάγονται
πάνω με τα αυτιά όρθια
σαν κεραίες.
Αλυχτούν, γλύφουν τις πληγές,
συδαυλίζουν τα αστέρια, ουρλιάζουν, 
συμμαζεύουν τα κουτάβια τους, 
κουνούν ουρές, δεν φοβούνται.
Τα σκυλιά είναι φίλοι του.

Το παιδί του μεροκάματου 
χαμογελάει προς τα μέσα.
Έχει ένα συννεφιασμένο
βλέμμα και στα χέρια του
κρατά μια λευκή σημαία.
Φωνάζει.
Εκλιπαρεί.
Οι άνθρωποι δεν το ακούν,
εξακολουθούν να κοιμούνται
έναν ύπνο με εφιάλτες.
Μόνο οι στυγνοί δολοφόνοι
το πλησιάζουν, το σπρώχνουν,
το πετούν, το λιντσάρουν,
το σημαδεύουν με την μαύρη
μπογιά ίδια με αυτή των νερών
του βρώμικου λιμανιού.
Ίδια με τα νήματα που
τύφλωσαν τ' αστέρια και
στέρεψαν το φως απ' τον κόσμο.

Το παιδί με το ποδήλατο
εκεί ψηλά κυνηγάει τους
φονιάδες του, πατάει πετάλι
χτυπάει το κουδουνάκι,
ορθώνει ανάστημα, μάχεται.
Οι άνθρωποι ξυπνούν.
Του δίνουν μια σανίδα
να κρατηθεί.
Το φιλεύουν τσικουδιά.
Του δίνουν φιλιά, το προσέχουν.
Δυο τρεις μόνο εξακολουθούν
να το καταδιώκουν.
Ο λαός τους πνίγει στα θολά
νερά, τους καταριέται,
τους αποσπά τα κουβάρια.
Λάμπει ξανά ο ουρανός.
Η σελήνη προβάρει 
το καινούργιο της φόρεμα.
Τα αστέρια επανέρχονται.
Το παιδί δεν κρυώνει πια
στη χόβολη του γαλαξία
ζεσταίνει τα χέρια του,
λειαίνει τη λεπίδα της μνήμης
και χαμογελάει πίσω από τα πανό.