Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Το άγγελμα των Θεών

Περνούσα ανάμεσα από τις
φωτιές εκείνο το σούρουπο.
Καίγονταν το λευκό φόρεμα μου.
Τσουρουφλίζονταν τα μαλλιά μου.
Λαπάδιαζαν τα χέρια μου.
Τεράστιες φωτιές του Ιούλη
καβαλίκευα.
Μαγιάτικα στεφάνια τις έτρεφαν
κι αρώματα πολλά
αναδύονταν μέσα από την
πυκνή κάπνα.
Εδώ το φλισκούνι, η άγρια
μέντα, οι μαργαρίτες, τα ρόδα,
οι βιολέτες κι ο σκληρός σκίνος
έφερναν λεπτές μοσχοβολιές
και μας μεθούσαν.

Η ατμόσφαιρα θύμιζε
μαγιάτικο περβόλι
φρεσκοποτισμένο.
Πολλά τα κορίτσια ανάμεσα μου
που ρίχνονταν στη φωτιά.
Κανένα όμως αγόρι ή έστω
ένας άντρας νεαρός δεν
συμμετείχε.
Πόσο μας έλειπαν!
Κάποια ψιθύρισε πως είχαν
πάει προς άγραν τζιτζικιών.
Μια μικρή ήταν που
ποτέ δεν ξέχασα το όνομα
της καθώς και το λαμπρό
της παράστημα.

Μυρτώ την έλεγαν κι ήταν
αυτή που ανάδευε τη φωτιά
και μάζευε πολλά αστέρια
μέσα από τις στάχτες.
Είχε έναν αρραβωνιαστικό.
Φοίβο τον έλεγαν, ήταν όμορφος
σαν τον Θεό Ερμή και φορούσε
πάντα ένα ναυτικό μπλουζάκι
με οριζόντιες ρίγες.
Τώρα στα χωράφια θα
τριγυρνούσε με ένα ψάθινο
καπέλο στο χέρι καθισμένος
πάνω στο σαραβαλιασμένο
του ποδήλατο.
Ώρα δειλινού κι οι παρειές
του βάφονταν κόκκινες σαν
το αίμα της παπαρούνας.

Χαράματα σαν έσβησε η φωτιά
κι οι καπνοί σκόρπισαν
ήρθε ο καλός της και την βρήκε.
Χαμογελούσε η Μυρτώ των
αστεριών και των κέδρων.
Έπειτα πήρε το καπέλο του
και το γέμισε με δέκα φούχτες
στάχτης.
Την πέταξε ψηλά έτσι που
τα σώματα μας καλύφθηκαν
εντελώς.
Δεν υπήρχαμε.
Δάκρυ δεν έβγαινε από τα
μάτια μας.
Τα στεφάνια είχαν ξεψυχήσει
μαζί μας.
Χανόμασταν.

Μόνο η Μυρτώ με το
δαντελένιο φόρεμα συνέχιζε
να παίζει με τις στάχτες.
Ο Φοίβος δίπλα της
διάβαζε τα χαρτιά και τις
ανοιχτές παλάμες μας.
Η γραμμή της ζωής διακεκομμένη.
Τεράστια ανομάτιστα πουλιά
πετούσαν τριγύρω, μην ήταν
οι άγγελοι που είχαν έρθει
να μας χαρίσουν φτερά;
Είχε σταματήσει ο χρόνος
και το άγγελμα των Θεών
δεν έλεγε να φτάσει στη γη
να μας εξιτάρει κι άλλο το νου.