Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Οι τρεις διαστάσεις

Όταν αρρωσταίνεις βαριά εσύ στους ουρανούς
ένα σύγκρυο και μια κακουχία με πιάνει.
Τρέχω στην κουζίνα και φτιάχνω ένα
ζεστό αφέψημα, κατά λάθος βάζω ζάχαρη
και το χύνω, δεν την βαστώ τόση πολλή γλύκα,
με κατακρημνίζει γυμνή σε βάραθρα απύθμενα,
σκορπιούνται τα μέλη μου και πεθαίνω
τρεις θανάτους φρικτούς.

Δεν με βοηθάς, σφυρίζεις ένα ερωτικό
τραγούδι που για εμάς μιλούσε, απομακρύνεσαι
κρατώντας μια δάδα στο χέρι.
Ξοπίσω σου τρέχω ασθμαίνοντας σαν να
με κυνηγά θαρρώ μια αγέλη σκύλων.
Έχουν την γλώσσα τους έξω, τα σάλια τους
τρέχουν και τα δόντια τους σαν καρφιά είναι
αιχμηρά με φτάνουν.
Στο χώμα μια παχιά κηλίδα από αίμα.

Όταν κρυώνεις εσύ στους ουρανούς η καρδιά
μου χτυπάει δυνατά και κρύος ιδρώτας με λούζει.
Τρέχω στο γκάζι και φτιάχνω μια ζεστή σούπα,
τα αρμυρισμένα δάκρυα την νοστιμίζουν.
Την φέρνω στο στόμα μου και ο σφυγμός
ευτυχώς καταλαγιάζει, προς στιγμή ηρεμώ.
Κατεβάζω τους χάρτες και με ένα φακό
ξεχωρίζω τις χώρες που τώρα κινείσαι.
Σε παρακολουθώ και προς τα εσένα προχωρώ,
μαγνήτης και με έλκεις συνεχώς.

Θυμάμαι ξάφνου τα χείλη σου, τα χάδια σου
και τις σφιχτές αγκαλιές σου.
Πόσο μου λείπεις
Πόσο μακριά απιθώνεις κάθε φορά την
εικόνα σου για να μην την βλέπω.
Να σε συνετίσω δεν μπορώ, άπειρες φορές
το προσπάθησα χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ανυπόμονη τότε σκαλίζω της απώλειας
το αγαλματίδιο και το τοποθετώ πλάι
στον καθρέφτη για να μην ξεψυχήσει
στα χέρια μου σαν τον άγουρο φιλί.

Όταν γελάς εσύ στους ουρανούς μπαίνω
μέσα από τον ύπνο στα πιο όμορφα όνειρα.
Δίπλα ουράνια τόξα έρχονται γεφύρια να
στήσουν, η καρδιά ξανά να σε βρει.
Είναι οι ώρες που εμφανίζεσαι μπροστά
μου με μια εφημερίδα στο χέρι.
Μου μιλάς αδιάκοπα για τα πάθια του κόσμου,
σε προσέχω και σκαμνάκι σου δίνω να κάτσεις.
Φουσκώνει τότε ο πόνος μέσα μου απ' το άδικο
της ζήσης και την πενία των αδυνάτων.
Με παρηγορείς και μου δίνεις ένα μαντήλι
με τα αρχικά σου.

Ύστερα φεύγεις χαμογελαστός κι εγώ
στις σεισμικές δονήσεις των χωρισμών πισωπατώ
και γδέρνεται η αριστερή μου κνήμη.
Μπροστά σε ένα γκρεμό βρίσκομαι,
ανοίγω το μαντήλι σου κι αρχίζω να πετώ,
γλυτώνω την τελευταία στιγμή από μια
βέβαιη πτώση.
Αυτό είναι τώρα το φυλακτό μου.
Κάτω από το μαξιλάρι μου το βάζω.
Το αρωματίζω με λεβάντα.
Με κρατά στη ζωή και στου γέλιου σου
τα μουσικά κρύσταλλα με ταξιδεύει.
Χώρες ήπιες σου διαλέγω ποτέ να μην κρυώνεις
κι αρρώστια κακιά να μην σε βρίσκει.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Η δεύτερη μου γέννηση

 Απ' την ημέρα που έφυγες γύρισα
στο μακρινό παρελθόν και στην
εμβρυακή επέστρεψα ηλικία.
Μέσα σε μια ευρεία μήτρα μπήκα,
ατελές έχω σώμα και τα νύχια στα
χέρια μου λεπτά κι εύθραυστα είναι
σαν ροδοπέταλα από κήπους άγνωστους
που κανείς δεν κλαδεύει.

Στο ζεστό αμνιακό υγρό κολυμπώ
κι ανάσα δεν βγάζω, εκτινάξεις κάνω
για να βγω στη ζωή, δεν τα καταφέρνω.
Σώμα μάγισσας ξακουστής με φιλοξενεί
που τα πλήθη την κυνηγούν σιδηροδέσμια 
να την οδηγήσουν στην πυρά.
Κινδυνεύω με αόριστη να μείνω φύση.
Παραδέρνω ανάμεσα σε κυματισμούς
κι έξοδο δεν βρίσκω στου ήλιου το
μαξιλάρι να βγω το σκοτάδι να νικήσω.

Ο ομφάλιος λώρος της με θρέφει αργά
και οξυγόνο από τα χείλη της παίρνω.
Βλέννες με καλύπτουν, κλειστό έχω
στόμα και η γλώσσα μου σαν ψάρι βουβό
μοιάζει που δεν γνωρίζει να μιλά.
Ξέχασα τα ποιήματα, τα τραγούδια κι οι
όρκοι μου μείναν χωρίς αποδέκτη.
Οριοθετημένη η ύπαρξη μου αναζητά
των στίχων σου την ελεύθερη οδό.
Μόνο να ονειρεύομαι μπορώ αδιαλείπτως
Τα όνειρα μου εσύ, φορούν των φιλιών
σου τα αρώματα, κρατούν την σκυτάλη
του έρωτα και μπροστά σε δικαστές
στέκονται και ζητούν χάρη.

Ξόρκια και μαγικά κόλπα έμαθα πολλά.
Ίσως αυτά με βοηθήσουν κάποτε τις
στράτες σου να διαβώ και να σε φέρω πίσω.
Γιατί όπως και να το κάνεις κάποτε
στον πάνω κόσμο θα βγω.
Το ξέρω πως σταυρωτήδες θα με κυνηγήσουν
κι άκαμπτοι νόμοι θα με περιμένουν.
Μα εγώ όμορφη, με κλωνάρια μυγδαλιάς
θα σε καρτερέψω, τον άπονο χειμώνα να
διώξω από τη ζωή σου και τους φυσικούς
να καταλύσω νόμους.

Η δεύτερη γέννηση μου μέσα στων άστρων
σου την παχιά θράκα θα σημειωθεί.
Με την άνοιξη θα φτάσω φορώντας αέρινα
πέπλα για να τυλίξω το σεπτό σου σώμα.
Η μάγισσα μου αφιλοκερδώς μια άμαξα
θα μου χαρίσει χρυσοποίκιλτη με αυτή
να οδηγηθούμε σε άλλες πολιτείες ερωτικές
εκεί που δεν υπάρχουν του θανάτου οι
σκληροί δεσμώτες με τις τρύπιες βάρκες.  

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Η εξοδούχος του φθινοπώρου

Μαύρα θα βάψω τα νύχια μου, κόκκινα
τα χείλη και θα βγω στην πολιτεία.
Μαζί μου θα πάρω και την ομπρέλα μου.
Όχι πως θα βρέξει αλλά όλη τη νύχτα
με κυνηγούσαν τα δάκρυα σου.
Δακρυσμένος όπως είσαι, φοβάμαι μήπως
ένα απότομο μπουρίνι πιάσει.
Να! σαν να είδα πέρα στον ορίζοντα μια
αστραπή.
Δεν λάθεψα, ένας υπόκωφος θόρυβος φτάνει
ως εδώ, τον άκουσα καλά.
Βροντή ήταν δίχως άλλο.

Τι καλά που πήρα την ομπρέλα, πρέπει την
συννεφιά σου να αντιμετωπίσω.
Πολλά μάζεψες δάκρυα κι όπου να είναι
θα ξεσπάσουν.
Τα μάγουλα σου είναι το χώμα της γης
που ζητά να ξεδιψάσει.
Απορώ κι αναρωτιέμαι πως έφτασες ακόμη
και τα καιρικά φαινόμενα να καθορίζεις.
Μελαγχολικός όπως είσαι ίσως τώρα
πολλαπλασιαστούν και τα πρωτοβρόχια πάνω στη γη.

Σίγουρα θα βρέξει σήμερα.
Σου πάει το φθινόπωρο με τα γονατισμένα
από τη βροχή χρυσάνθεμα.
Ήλιοι είναι αυτά τα άνθη που τα αφόρισε
ο ουρανός και τα έστειλε πάνω στη γη.
Θυμάμαι πόσο σου άρεσαν.
Στην πίσω αυλή τα είχαμε, τα καμάρωνες,
σε παίδευε λίγο η μελίγκρα, τα φρόντιζες.
Στο ανθογυάλι τα έβαζες και φωτίζονταν
το δωμάτιο, το σπίτι, το πρόσωπο σου και
εκείνο το βαρύ μαύρο της καρδιάς.

Έτοιμα τα νύχια μου, καιρός να βγω.
Αλλά το μετάνιωσα δεν θα πάρω ομπρέλα.
Θα την αφήσω εδώ ανοιχτή να προστατεύει το σπίτι.
Τα δάκρυα σου το έχουν διαβρώσει.
Φούσκωσε το πιάνο, το τραπέζι ξεφλούδισε
και τα συρτάρια του δεν ανοίγουν.
Και τι δεν είχες κρύψει εκεί.
Τον νυχοκόπτη, τη χτένα σου, την οδοντόπαστα
και τα ποιήματα του φθινοπώρου.
Δεν με είχες αφήσει να τα διαβάσω,
τα έκρυβες και μόνο στα ταπεινά σπουργίτια
τα απήγγειλες.

Προσπάθησα να σε μεταπείσω μα δεν
έπαιρνες κουβέντα.
Θησαυρός αυτά τα ποιήματα, έλα να τα
διαβάσουμε μαζί.
Καιρός να φύγεις από εκεί ψηλά, λέω πως
πλησίασε πια η ώρα τέλος να πάρουν τα δάκρυα σου.
Δεν νομίζεις πως οι τόσες βροχές δεν θα επηρεάσουν
κι αυτό τον έρωτα μας και δεν θα τον κοιμίσουν πλάι
στα γονατισμένα χρυσάνθεμα; θα λαβωθεί...
Είναι επικίνδυνα εκεί, από τότε που έφυγες
μονοετή έχουν πλέον φύση κι εγώ έχω διαλέξει
να σε θέλω εδώ για πάντα. 

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

Οι παλαίστρες του έρωτα

"Στις παλαίστρες του παράφορου έρωτα
κυκλοφορώ με αψέντι δυνατό στο χέρι."

Στέριωσα την αγάπη στα περβάζια των σύννεφων.
Βρεγμένα έχω ρούχα και μαλλιά και
στα πόδια μου φυτρώνουν λειχήνες.
Νοτερή υδατογραφία το πρόσωπο μου
κλαίει όταν προφέρει το όνομα σου.
Η καρδιά μου ανοιχτός κήπος υποδέχεται
όλα τα χρώματα και τα αρώματα.
Αναρριχώμενα φυτά θωρώ, αγιόκλημα,
γιασεμιά και ρολογιές.
Κοντά μου έρχονται σμήνη μελισσών
απομυζούν χυμούς και μέλι με ταΐζουν
και βασιλικό πολτό.
Βασίλισσα τους γίνομαι και γεννώ
όμορφα παιδιά και τα πιο μεγάλα όνειρα
βλέπω να πραγματώνονται.
Τα καρπώνομαι και το σιροπιαστό
γλυκό της ευτυχίας διαλέγω.

Στέριωσα την αγάπη στην όχθη του φεγγαριού.
Γέμισα κρατήρες, ισχνό φως και τα
ποτισμένα μου φλάμπουρα μου ζεστό
έχουν αίμα.
Εδώ οι στεναγμοί του έρωτα, οι ακίδες
της λήθης και της μνημοσύνης το καλό νερό.
Το πίνω και ομορφαίνω, κερασιάς κλωνάρια
γίνονται τα χέρια μου.
Τον έρωτα παίρνω αλαμπρατσέτα και
διεισδύω στα φαρμακωμένα νερά της
λήθης, πολλά τα προσωπεία της δεν με
ξεγελούν.
Νικητής βγαίνω και για τρόπαια μου έχω
μια αγκαλιά άλικα τριαντάφυλλα.
Στα πόδια σου τα αφήνω περικαλλής να
κυκλοφορείς στον κόσμο.

Στέριωσα την αγάπη στη γειτονιά του ήλιου.
Εδώ ξαναβρίσκω τα πορτρέτα σου που
είχα από χρόνια χάσει.
Αλώβητη η μορφή σου δεν ζητάει καμία
επιδιόρθωση, φωτοστέφανο έχει και λάμπει
Συντροφιά μου έχω τον ανθοφόρο κήπο
της Άνοιξης και τα ωδικά πουλιά.
Πεταλούδες πετούν κι εγώ στα εύθραυστα
φτερά τους γράφω ποιήματα για τον
ηλιόκαλλο έρωτα.
Μου χαμογελάς με γέλιο γήινο παιδιού και
στην υποδοχή σου άγγελοι με χαιρετούν.
Τους καλωσορίζω, στα περιβόλια τους μπαίνω,
σε θεώνω και στων φιλιών το ανασκίρτημα
ζω εξαρχής την ζωή μου. 

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

Χαϊκού των ψαριών

Ουρά του ψαριού
πέταλα της μυγδαλιάς-
λικνιστός χορός.
*
Πλακί το ψάρι
αναμμένα κάρβουνα-
βροχερός καιρός.
*
Ψάρια στα δίχτυα
κορμί ξεροψημένο-
ο λίβας καίει.
*
Λάδι η λίμνη
ψάρι χοροπηδάει -
χορός της βροχής.
*
Χιόνια στις πλαγιές
διάφανα τα κρύσταλλα-
λέπια του ψαριού.
*
Πάγος στη λίμνη
τα ψάρια βουβάθηκαν-
σκιέρ ο ψαράς.
*
Γυμνά τα πόδια
καλαθούνα με ψάρια-
σκηνικό θέρους.
*
Ψάρια σπαρταρούν
ήλιος του αλωνάρη-
ιδρώτας μόχθου.
*
Ψάρι στο φούρνο-
νιαουρίζει η γάτα
τζιτζίκια συνοδοί.
*
Τσαμπί σταφυλιού
τηγανητά τα ψάρια-
τερπνό το δείπνο.
*
Ψάρια του αφρού
γαληνεμένη θάλασσα-
τσιμπούσι γλάρων.
*
Χωνί με ψάρια
βαριά ψαροκασέλα-
ήλιος με δόντια.
*
Ψάρια στον πάγκο
χιόνι ως το γόνατο-
ουδείς πελάτης.
*
Ψάρι αχνιστό
λεμόνια στην πιατέλα -
ούζου καράφα.
*
Χιόνι στην αυλή-
άδεια η αλατιέρα
παστό το ψάρι.
*
Βροχερή νύχτα-
η σούπα στο τσουκάλι
μυρωδιά ψαριού. 

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Οι αποτρόπαιες μορφές σου

Στιγμές πολλές δεν έζησες
κοντά μου, κρέμονταν στους
ώμους σου φτερά και συχνά
τα δοκίμαζες και από το πλάι
μου σαν νεφέλωμα εξαφανιζόσουν.
Δύσκολα σε παρακολουθούσα,
άνεμος ταχύς σε κυνηγούσε
και στα υπερώα σε έβγαζε,
κονάκι να στήσεις εκεί απόμακρο.
Στη βίγλα σου κανείς δεν τολμούσε
ποτέ να φτάσει καθώς για φρουρό είχες 
βάλει ένα τερατόμορφο ον με δέκα κεφαλές 
κι εφτά δαγκάνες.
Σε φοβόμουν σαν όπως τρέμουν
τα παιδιά τους μασκοφόρους ήρωες.

Βιαστικός ήσουν σαν την πορεία
των κομητών κι έναν ημιτελή πάντα
διέγραφες κύκλο γεμάτο από λευκή
παχιά σκόνη.
Όλος σκεπασμένος με αυτή τη
σκόνη δεν σε αναγνώριζα, μου
διέφευγαν τα χαρακτηριστικά σου.
Μια μπέρτα κάλυπτε το πρόσωπο
σου και σαν ληστής έκλεβες ό,τι από
τα φωτεινά τετράγωνα της ζωής
μου απέμεναν άθικτα.
Στη λαξευτή μου σκάλα ερχόσουν,
εραστής του σκότους, τους πρόδηλους
να γράψεις στίχους σου.
Σε κοιτούσα έντρομη σαν όπως
θωρούν οι γέροντες του θανάτου
την κλίνη.

Ετοιμόρροπος ήσουν, έτριζαν τα
θεμέλια σου κι υπόκωφοι ήχοι
έκαναν τυφλά την εμφάνιση τους
στο στερέωμα σου.
Ισχυροί σεισμοί διατάραζαν την
γεωγραφία σου.
Ύφαλοι έβγαιναν από το στέρνο σου
μικρά νησιά σχηματίζονταν στους
κόλπους της καρδιάς σου.
Κώνοι εξείχαν από τα μάτια σου
και ηφαιστειακή λάβα κυλούσε
στα χείλη σου.
Απομακρυνόμουν να μην με καταπιείς.
Σε παρακαλούσα εμβρόντητη σαν όπως
σεμνά κάνει στην Παναγία το τάμα
της μια μάνα για τον ναύτη γιο της.

Διώκτης εσύ, στόχο έβαζες τα
πικρά μου χείλη, διπλωνόσουν
από αυτά και ερωτικά φιλιά
ζητούσες να πάρεις.
Ένα υπερβατικό ήσουν πλάσμα που
όμοιο με αυτό του ποτέ άλλοτε δεν είδα.
Ένας υποχθόνιος Θεός ψυχορραγούσε
στα πόδια σου και σε μάλωνε.
Δεν συνθηκολογούσες ασυγκίνητος 
την απόλυτη εξουσία του ζητούσες δική
σου να κάνεις.
Άρχος σε θρόνο παγερό, ακάνθινο
φορούσες στεφάνι και στη δούλεψη
σου είχες τοποθετήσει πλειάδες
αστεριών τα σκοτάδια σου να κρύβουν
και το μοχθηρό σου βλέμμα να λειαίνουν.
Σε απέφευγα σαν όπως κρατά μακριά
μια ερωτευμένη κόρη το νερό της λήθης.

Έρωτας δεν είσαι κρυφός, παρά
μονάχα ολοκληρωτικά τη μορφή
μιας δερμάτινης σφεντόνας παίρνεις
που ανηλεώς τις καρδιές σκοτώνει
με τα μυτερά της βότσαλα.
Αποστάλαγμα φωτιάς είσαι, που
βωμολοχεί άγρια και φτύνει ποιήματα
πάνω στις αιμάσσουσες πληγές.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

Ο ξεχασμένος κωδικός

Αφιερωμένο στην Αλίκη Πέικου 

Αβάσταχτο να σε αγαπώ καλέ μου
Παίρνω τις μεταξωτές κουρτίνες και
τις σκίζω με τα νύχια μου.
Γαμψά έχω νύχια γυπαετού αφρόντιστα
κι επιτίθεμαι σε ό,τι βρω μπροστά μου.
Μικρά κουρελάκια στα πόδια μου, τεράστιο
έχω μένος κι οργή και πως να σταματήσω δεν
ξέρω, ο εαυτός μου ένας μοναχικός λύκος 
που σε νέες εκτινάξεις όλο πιο αγριωπές 
με πηγαίνει.

Το σπίτι της ψυχής μου καλοσυντηρημένο, 
τραβώ τα παντζούρια, στο ημίφως γράφω
στίχους και διαρκώς πλέκω εκείνη την
βαμβακερή κουβέρτα που σου άρεσε.
Μισοτελειωμένη την είχα από τα χρόνια
που έφυγες.
Πονούν οι καρποί μου μα δεν την αφήνω.
Πετσετάκι πετσετάκι την συναρμολογώ.
Τεράστια έχει γίνει, φτάνει να σκεπάσει
το σπίτι απ' άκρη σε άκρη.

Τα νήματα δεν τελειώνουν πολλά μου
είχες αγορασμένα στο παζάρι, κούκλες
τις έλεγες κι εγώ γελούσα σαν παιδί.
Μακριά τις έκρυψα από τον ήλιο να μην
τις κιτρινίσει και τις φθάρει.
Το λευκό τους με παιδεύει, πώς να συνηθίσεις
τόση λευκότητα μαζεμένη;
Τους άγριους μου θυμίζουν κρίνους που
φύονταν στο πατρικό μου.
Δεν είναι αθώα η ψυχή μου, πολλά μάζεψε
μαράζια που στο τέλος έγιναν αμφορείς
μίσους.

Αβάσταχτο να σε αγαπώ καλέ μου.
Λινά φορώ ρούχα χειμώνα καλοκαίρι.
Δεν κρυώνω, δεν ζεσταίνομαι, το
διαχειρίζομαι.
Φορέματα μακριά ως τα νύχια με ντύνουν.
Αυτά απαιτεί η ψυχή ανάλαφρη για να πετά.
Λευκά κι αυτά όπως τα νήματα λερώνονται
εύκολα και με πηγαδίσιο τα πλένω νερό.
Δεν γαριάζουν, αλυσίδα τους βάζω παρμένη
από τη θράκα της ψυχής.
Με ολόλευκα φτερά μοιάζουν σαν μ' εκείνα
του πουλιού με τη λαλιά στα δημώδη ποιήματα.

Συναγερμούς εσύ είχες τοποθετήσει στο
έμπα της ψυχής κανείς άλλος να μην την
κατακτήσει.
Ξεχνώ τους κωδικούς κι ανελεύθερη μένω
να κοιτάζω το πορτρέτο σου που σε μια
μας έξοδο μια υπαίθρια ζωγράφος σου
είχε φτιάξει, πόσο το πέτυχε!
Έλα μόνο εσύ γνωρίζεις τον κωδικό για να
μου ανοίξεις λιγοστεύει το οξυγόνο,
κουτσαίνουν τα πόδια από την ακινησία,
τα χέρια πονούν και τα μάτια περιορισμένα
όπως είναι δεν βλέπουν.
Απελπίζομαι να δοκιμάζω νέους αριθμούς
και συνδυασμούς, η πόρτα δεν ανοίγει.

Πρέπει να βγω έξω μαζί σου επειγόντως.
Οι αμφορείς γεμίζουν ολοένα, δεν έχω χώρο
να αγαπήσω τον κόσμο.
Απέναντι μένει ένα παιδί που ολοένα μου
ζητά να παίξω μαζί του είναι πολύ καλός
σέντερ φορ.
Έλα για εκείνο τουλάχιστον είναι μόνο
σαν εμένα κι άλλους μπαλαδόρους  δεν 
βρίσκει να κλωτσήσουν τη μπάλα.
Βαρέθηκα κι αυτά τα λευκά ρούχα πήραν
να μοιάζουν με το πρωτόγαλα που ήπια,
να μεγαλώσω θέλω και να κοιταχτώ στους
καθρέπτες των ματιών σου. 

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

Η ιδιόχειρη επιστολή

Τις πρώτες πρωινές ώρες μου έδωσες
το χέρι σου αγάπη μου.
Είχα χρόνια να το σφίξω πολλά.
Αποστεωμένο ήταν και κρύο σαν
τη λαβίδα της τανάλιας που
ξεκαρφώνει τα καρφιά από το
καφασωτό της πόρτας στο σπίτι
μέσα για να μπει ο ξένος κι ο απόκληρος.
Γιατί έφυγες για άλλους κόσμους
αγάπη μου και έτσι σκληρά παραμέλησες
τη ζωή σου και στο τέλος άοπλη κάμφθηκε
η ουσία του ονόματος σου;

Το χέρι αυτό και τι δεν μου έμαθε αγάπη.
Το σταυρό μου έδειξε πως να κάνω
στα θεία να πιστεύω και τα υπερβατά 
θαύματα να προσκυνώ.
Τη γραφή μου δίδαξε, απ' το αλφαβητάριο
πως να τραβώ τα γράμματα και ύμνους
να συνθέτω και ποιήματα προς χάριν
του έρωτα.
Στην ζωγραφική με έμπασε, πως καλά τα
χρώματα να ανακατεύω και τα πορτρέτα
των φτωχών παιδιών να φτιάχνω.
Τις νότες της μουσικής πάνω στην αιθέρια
άρπα μου έδειξε ορατόρια να συνθέτω και
μπαλάντες για την προδομένη αγάπη.
Κεντήστρα με έκανε τη μορφή της 
Μόνα Λίζας να αναπαριστώ με κλωστή 
μεταξωτή. 

Τώρα τι να κάνω που μου διαφεύγουν
όλα και ξεχνάω;
Το χέρι αυτό δεν το γνωρίζω πλέον.
Το καμάκωσε ο χρόνος σαν τη βεντούζα
του χταποδιού πάνω στον απόμερο βράχο.
Έλα πιο κοντά ζωή να του εμφυσήσω
και με του αίματος μου την οργή να το
κλείσω και να το ζεστάνω.
Απ' την αρχή πρέπει πάλι να τα μάθω όλα.
Πένητας της ομορφιάς κι αγράμματη των
στίχων και των χορδών έμεινα να σε
περιμένω αιώνες ψυχρούς.

Έλα με την φωτιά της καρδιάς να
το χαϊδέψω, αφέψημα να φτιάξω και
καυτή σούπα για να δυναμώσει λίγο.
Προεξέχουν οι φλέβες και ομοιάζουν
με φίδια έτοιμα για επίθεση.
Φοβάμαι το δηλητήριο τους και την
κακιά τους γλώσσα.
Λεκέδες σαν σχολικοί χάρτες κρύβουν
την περασμένη του ομορφιά.
Χάνω την όραση μου μπροστά στο
θαμπωμένο τους τζάμι.
Κόμποι σαν τα δεμένα σκοινιά των κάβων
εμποδίζουν την ευλυγισία του.
Ανησυχώ μην μείνει στη μέση το ποίημα
και στερέψει της φαντασίας η κρήνη.
Έλα πιο κοντά το γραμματόσημο να κολλήσω
στο φάκελο που κρατάς, τον ταχυδρόμο
να φωνάξω επιστολή να στείλω ιδιόχειρη
στα μέρη που σε κράτησαν μακριά ποτέ
άλλοτε να μην τα πλευρίσεις. 
Έχω περιφράξει ένα εκτάριο με κυδωνιές
γλυκάκι του κουταλιού να σε κερνάω.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Χειμωνιάτικη μαγεία

Άφησε το παράθυρο ανοιχτό να μπει
η σελήνη με τα μακριά της δάκτυλα
να σε χαϊδέψει και σε ονείρατα να σε
πάει φωτεινά μέσα από του Βίνσεντ Βαν Γκογκ
τους άφταστους ηλίανθους.
Στο πιάνο του σαλονιού τα πλήκτρα
απαλά να αγγίξει με μουσικές να ντύσει
τα όνειρα σου έτσι που της καρδιάς σου
το ασταμάτητο ρολόι νέους ρυθμούς
να παίξει ο κόσμος ορθόστηθος να ομορφαίνει.

Είναι καλή η σελήνη κι αν φυσά κι αν
χιονίζει οι ασημιές αχτίδες της σώμα
θα γίνουν θερμαντικό, εσύ να μην κρυώνεις.
Με χέρια και πόδια ζεστά να βυθίζεσαι
στου ύπνου τα δαντελωτά σεντόνια
παρέα με τις μούσες κι άσπιλα να γράφεις
ποιήματα να μην πεινάσει η πλάση θαύματα
και ξαφνικά σωριαστεί ανήμπορη στο βάραθρο
της θλίψης.

Αυτή με το χαμηλό της φως τα σκοτάδια
της λήθης θα παίρνει μακριά και στου έρωτα
θα σε πηγαίνει τους οπωρώνες.
Δες στα χέρια μου τα δώρα της κρατώ από
τα περασμένα μου ταξίδια.
Εδώ τα θέλγητρα κι ο κρυφός έρωτας.
Εδώ τα μεγάλα όνειρα κι οι χυμώδεις
οπώρες.
Εδώ τα σκωπτικά ποιήματα και η μουσική
της μπαλάντας.
Στην αγκαλιά σου τα αφήνω έτσι που να
αποχαιρετάς της μοναξιάς το στοιχειωμένο
σπίτι το στεριωμένο με μπετόν πλάι στους
γκρεμνούς.

Άσε την σελήνη να σε πλησιάσει και μέθυσε
μαζί της μέχρι το ξημέρωμα.
Κρατήρες έχει ανοιχτούς εκεί να σαρκωθούν
όλες σου οι επιθυμίες, στη χόβολη της ρίξε
τα κάστανα της απουσίας κοντά μου να
'ρθεις και να πλαγιάσεις ωραίος σαν άγαλμα
κοιμητηρίου.
Τα σκοτάδια ξέρει να διαχειρίζεται και ασημιά
να ανοίγει μονοπάτια που οδηγούν πίσω από
τον ναό με τα ιερά εξαπτέρυγα και ραντεβού
εκεί να σου δίνει.

Απόψε εσένα διάλεξε επιστήθιο να σε κάνει
φίλο μην την προδώσεις κι άφησε έστω μια
χαραμάδα ανοιχτή.
Στο πιάνο έβαλα τα δικά σου χειρόγραφα
και την ενάτη του Μπετόβεν, έλα μαζί
να ακούσουμε τη μουσική κι άφησε δια παντός
τις κρύες κοίτες και την τάφρο που σε σκεπάζει.
Τις παρτιτούρες έλα να αντιγράψεις πάνω στης
ωλένης τα μούσκλια. 

Την ανάσταση σου λαχταρώ καίγοντας των
λειμώνων τα ασπροκέντητα σάβανα, εμβρυακές
να σου χαρίζω ώρες, στις λίμνες μου να
κολυμπάς κι εγώ να σε γεννάω με κλαυθμούς
μέσα από του έρωτα την σάρκινη μήτρα και
σαν από μαγεία το σώμα μου ξανά να κατοικείς.
Σταυρώνουν τα ρόδα απόψε οι καλφάδες.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

Η άγνωστη φύση των ποιημάτων

Τις νύχτες επιθεωρώ τα φτερά μου
και βγαίνω στην χώρα της ποίησης.
Τσακισμένα κάποτε τα βρίσκω και
τα μπαλώνω με τη χρυσοκλωστή
του σύμπαντος.
Είναι ο λόγος αυτός που λάμπουν
και από ώρες μακριά ξεχωρίζουν 
σαν τα νυχτερινά φώτα μιας πολιτείας
βυθισμένης στα πλάτη της θάλασσας.
Άστρα μου δίνονται πολλά κι η σελήνη
στο σκάφανδρο της με αφήνει να μπαίνω.
από εκεί να απομυζώ χρυσάφι.

Καλοκυρά η νύχτα με γνοιάζεται και
μου προσφέρει το ζεστό της από
τα εφήμερα όνειρα αίμα.
Βάφονται τα χέρια μου χρυσαφιά και
κόκκινα μα κανείς δεν τα βλέπει.
Κι αν στο διάβα μου κάποιον συναντήσω
ξέρω να τα κρύβω στα συρτάρια της καρδιάς.

Αποφεύγω τους πλατιούς δρόμους ποτέ
δεν μου άρεσε η κοσμοσυρροή.
Η νύχτα αυστηρούς μου βάζει όρους στο
παιχνίδι που ξεκινώ μαζί της.
Τους ακολουθώ και πάμπλουτη με ορίζει
αδερφή της όταν τα ακριβά δώρα της δέχομαι.
Δεν είναι εύκολο πράγμα να επιθεωρείς
την ψίχα του ποιήματος και τα φτερά να
ανοίγεις χωρίς να ακουστείς.

Κοχλαστό το αίμα ζεματάει κι ο χρυσός
βαρύς είναι δυνατά θέλει μπράτσα και
χαμηλωμένο βλέμμα για να καρπίσει το
ποίημα.
Με τα ονειρικά φτερά μου έξω από τα
ανθρώπινα πηγαίνω και σε κάστρα
ετοιμόρροπα καταλήγω καθώς μόνο
εκεί η νύχτα ξαπλώνει παρέα με τους
εραστές της.
Μύρα έχει δίπλα της, λουλούδια φορά
στο κεφάλι άγνωστης προέλευσης και
τα πακέτα των ονείρων ετοιμάζει προς
τους επίλεκτους της να τα στείλει.

Μέσα από αυτά τα εύθραυστα πακέτα την
γνώρισα παιδί ακόμα όταν μονάχη στο
ανατολικό μπαλκόνι ξενυχτούσα κι ήρθε
και με βρήκε συνωμοτικά να μου πει λόγια.
Από εκείνη την στιγμή μύρα έχω στους
κόρφους μου, με αθάνατα λουλούδια
είμαι στολισμένη και ονείρατα υπερκόσμια
στα ράφια μου στοιβάζω.

Μόνο που τα χέρια μου κοίτα καμένα είναι
από τις φωτιές των άστρων και της σελήνης
το καυτό ηφαίστειο.
Εγκαύματα βαθιά πυορροούν, τα φροντίζω
και στον κόσμο τους εισχωρώ το στάχυ
του ποιήματος να θερίσω.
Πάνω στις πληγές αυτές φύτρωσαν
αργά τα φτερά μου με αυτά να ταξιδεύω
στο φευγαλέο μακριά από μικρότητες κι από
το ζιζάνιο του εφικτού που μόνο κλειστές
γνωρίζει φτερούγες.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

Η θάλασσα του χειμώνα

Η θάλασσα του χειμώνα έχει πηδάλιο
και ταξιδεύει με πολλά μποφόρ.
Έχει δραμαμίνες στη τσέπη και τις
μοιράζεται με τους αθώους ψαράδες.
Ακούει τις προσευχές των μανάδων
και το φωτοστέφανο φορά του Αϊ Νικόλα.
Τα τάματα δέχεται των κορασίδων
και μέσα στα αμπάρια τα βάζει των
σκουριασμένων ρεμουλκών.

Ο ασήκωτος ο πόνος, με γδαρμένα
τα μάγουλα από νύχια νεανικά, την
συνοδεύει στα απατηλά ταξίδια της.
Ζεστό το δάκρυ τροφοδοτεί τα
κυρτωμένα κεριά στο μανουάλι της
Παναγίας.
Μαντίλια άσπρα μοιράζει στους πιστούς
της εκεί να ακουμπούν τους στεριανούς
καημούς τους.

Αντάρτισσα πρώτης γραμμής η θάλασσα
ζώνεται με δυο σειρές από φυσεκλίκια κι
αμολιέται στα ανοιχτά πελάη.
Τις γοργόνες αγαπά και πάνω στις ακμές
των κυμάτων τις βάζει μαζί με τρία
γλαροπούλια που ξεχάστηκαν στην
αγκάλη της κάποιο απομεσήμερο του
Αυγούστου μην ακούγοντας τον απόπλου
από την βραχνή μπουρού.

Κοντοστέκεται δίπλα στους φάρους
και κουβεντολόι πιάνει με τους μικρούς
φαροφύλακες.
Ιστορίες των ωραίων πνιγμένων τους
λέει κι αυτοί δεν παραλείπουν να την
κερνούν τσίπουρο με μέλι και φτωχά
συνοδευτικά πιάτα με ελιές και λιαστή
ντομάτα.
Μάχεται την μοναξιά και μεσίστια απλώνει
πειρατική σημαία στα ξερονήσια.

Λάφυρα έχει στα χέρια της και τα θάβει
δίπλα στα κόκκινα κοράλλια και ξαπλωτά
πάνω σε στρώσεις από φύκια τα ακουμπά.
Με αυτά εξαργυρώνει τις σκοτεινές βουλές
του θανάτου που στην αριστερή πλευρά της
κοιμάται, ροχαλίζοντας δυνατά, πανάρχαιος
και μονήρης.

Η θάλασσα του χειμώνα πλεξίδα μακριά
έχει πειρατική κι ο ένας οφθαλμός της
λείπει έτσι που να μην βλέπει την πορεία
που πρέπει να ακολουθήσουν τα μικρά
πλεούμενα.
Έρμαιο στα χέρια της πάνε του χαμού και
δεν υποκύπτει καθόλου στα παρακάλια τους.
Σαν γόησσα γυρίζει στις σκοτεινές σπηλιές
ζητώντας να δοθεί στον πρώτο τυχόντα.
Πόρνη και Θεά πετά τον βαρύ μανδύα της
και εκδίδεται με αρκετά σοβαρό αντίτιμο.
Κυοφορεί τον ζέφυρο, την τραμουντάνα και
τον αλήτη γραίγο.

Όταν κοιλοπονά οι χαίτες των κυμάτων
την γνοιάζονται κι η τρίαινα του Ποσειδώνα
την συνεπικουρεί.
Είναι να μην πέσεις μπροστά της εκείνη
την ώρα θα σε αρπάξει στα παλάτια της
μαζί με τις κομμένες άγκυρες αδερφοποιτό
της να σε κάνει και ξεχωριστό εραστή της.

Μόνο πρόσεξε σφιχτά να της δέσεις την
μαντήλα, όταν την συναντήσεις, γιατί
αλόγιστη είναι και αμνήμων και πολλούς
ζητάει να έχει παραστάτες στις παρελάσεις
της πλάι στα τρικυμισμένα της καράβια
που βάθρα πονηρών θεών τα έχει κάνει.
Η θάλασσα του χειμώνα έχει το πηδάλιο
του έρωτα για οδηγό βρυχάται και ταξιδεύει
χωρίς φρένα με φαγωμένα τα όκια της.

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

Τάνκα 5/7/5/7/7 συλλαβές και με απαραίτητη λέξη το επίρρημα γρήγορα.

Χοντρή η κάπα
γρήγορα πέφτει χιόνι
μοναχού κελί
αναμμένη η σόμπα
τριζοβολούν τα ξύλα.

*
Κρύος ο καιρός
η πυροστιά στο τζάκι
σούπα κοχλάζει
δουλεύουν τα κουτάλια
γρήγορα χορταίνουμε..

*
Θράκα στο τζάκι
τα κάστανα ψημένα
γλυκιά η σάρκα
γρήγορα καταπίνω
ξεγελώ την πείνα μου.

*
Ελάφι περνά
οι κυνηγοί έφυγαν
λαλούν τα πουλιά
γρήγορα ανασαίνει
τα πόδια βγάζουν σπίθες.

*
Φλοκάτες χοντρές
η νεροτριβή πλένει
κύκλοι του νερού
ξαποσταίνουν οι κυράδες
γρήγορα τσιμπολογούν.

*
Φτάνει το βράδυ
αραιό πέφτει χιόνι
άσπροι οι θάμνοι
παιδιά τρέχουν γρήγορα
χιονόμπαλες στα χέρια.

*
Ίσκιοι στον τοίχο
αναμμένο μαγκάλι
τρίζουν κάρβουνα
γρήγορα ζεσταίνομαι
πετώ το πανωφόρι.

*
Παγωνιά γύρω
σταλακτίτες στην στέγη
τρίζουν κρύσταλλα
χουχουλιάζω τα χέρια
σπίτι φτάνω γρήγορα.

*
Νύχτα μάγισσα
απόκοσμοι οι ήχοι
λάμψη αστεριών
πετά μια κουκουβάγια
γρήγορα πέφτει χιόνι.

*
Μικρό σπουργίτι
φτεροκοπά γρήγορα
ζεστασιά ζητά
ψίχουλα ψωμιού σκορπώ
τη χούφτα μου ανοίγω.

*
Ομίχλη πιάνει
το χιόνι δύο πόντους
άσπρος μανδύας
γρήγορα τρίβω χέρια
πέφτουν στο κρύο μύτες.

*
Άστεγος ξυπνά
χαρτόνια έχει στρώμα
κουβέρτες ψιλές
γρήγορα φτιάχνει τσάι
λιγοστά τα κέρματα.

*
Αφράτο χιόνι
πατημασιές στην πόρτα
γρήγορα κλείσε
άστρα πέφτουν στη στέρνα
ο άνεμος δρεπάνι.

*
Άγρυπνος σκύλος
το κόκκαλο γυρεύει
στοίβες το χιόνι
γρήγορα σκάβει λάκκο
αχνίζουν τα ρουθούνια.

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

Το διπλό νύχι του πατέρα

Πόσο σπανάκι, πόσα αντίδια, 
πόσα σέλινα κι άλλα μυρωδικά 
πέρασαν από τα χέρια σου πατέρα;
Βυθισμένος στο χώμα, μαύρα
τα νύχια σου και σκληρά σαν καλάμι
ή σαν σχιστόλιθο από το αρρενωπό βουνό.
Έξυνες το γούλι απ' το σέλινο,
καθαρό να το αγοράσουν οι καλοκυράδες.
Πρώτο πόστο στο παζάρι με 
παλάντζα ακριβείας, παραδίπλα
σου ένας χοντρός ορεσίβιος που
έστριβε διαρκώς το μουστάκι του.
Τα ξεπουλούσες τα χορταρικά όλα,
πολύ πριν από αυτόν.

Άσαρκος ήσουν πατέρα με κάτασπρα
δόντια και μαυριδερό δέρμα.
Η μάνα σου σε ξέχασε στη νάκα
μωρό ακόμη κι ο ήλιος σε πήρε και 
σε έψησε.
Μήπως πατέρα κατσιβέλα σε έφερε
για μαγιοπούλα για γενιά ξένη;
Καταπώς έλεγε η γιαγιά.
Αστειεύομαι...
Έπλενες ταχτικά τα πόδια σου στην 
χτυπημένη τσίγκινη λεκάνη, μαύριζε
το νερό πατέρα.
Βυθισμένος στο χώμα μια ζωή με 
παροιμιώδη ευστροφία πώς τα χάλασες
στο τέλος με τα γράμματα;
Τρίτος μαθητής στο σχολαρχείο αλλά τη γη
εσύ διάλεξες ή με το στανιό σου εδόθη;
Τα ατίθασα τσουλούφια στην κορυφή 
του κεφαλιού με ζαχαρόνερο τα πέρναγες
για να ισώσουν και τον τελευταίο
καιρό θυμάμαι με μπριγιαντίνη.

Δάκρυζες εύκολα πατέρα μα δεν 
γνοιαζόσουν τόσο τις αγκαλιές.
Διψούσαμε πατέρα για την σκέπη σου 
μα εσύ καντήλια άναβες στους Αγίους 
και μάζευες στις ρεματιές σπαράγγια.
Διψούσαμε πατέρα το χαμόγελο σου 
μα εσύ με ένα τσαπί μάλωνες με τις πέτρες
και τους χοντρούς σβώλους και την αγία
γραφή διάβαζες με τα πουλιά παρέα.
Σώμα μυώδες, σάρκα και κόκκαλα ένα.
Κρησάριζες το χώμα και το όργωνες με
τα τσιμεντένια μπράτσα σου μόνο.
Η φοράδα ξεκούραστη χλιμιντρούσε στο
κατώι. 
Μόνο κάθε Σάββατο της φερόσουν 
σκληρά σαν ήταν στο παζάρι να πας
με δυο μεγάλες κοφίνες ζωσμένες γύρω 
στην κοιλιά της.
Πόσες χιονίστρες, πόσο θειάφι, πόσο λίπασμα
και κουρνιαχτός πέρασαν από τα 
χέρια σου πατέρα;

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Ο επιστήθιος φρουρός

Κάθε μέρα απουσίας σου και μια διαμάχη, 
ένας ανεκπλήρωτος έρωτας που φυγαδεύτηκε
στον ουρανό και συλήθηκε από κοντάρια 
αρχαγγέλων αιχμηρά.
Αμέτρητες οι μέρες κι ο έρωτας επιθετικό σκυλί 
στα πόδια να παραφυλά πότε την καρδιά σου 
θα αρπάξει.
Κυνηγόσκυλο που ονομαστές έδωσε μάχες 
ορμίζοντας πλάι στην καπνιά της καραμπίνας.
Δασύτριχο λαμπραντόρ που κάθε που πιάνει 
ο χιονιάς βγαίνει στην αυλή τις απροστάτευτες 
να πνίξει όρνιθες ζητά.
Αλσατίας λυκόσκυλο που παιδεύεται την ουρά 
του να πιάσει, ζαλίζεται προς στιγμή και τείνει 
το βλέμμα  προς στον ουρανό σύμμαχο 
για να βρει, ένα σύννεφο με σκούρα ουρά.

Πιστός μου σύντροφος εσύ καταλύεις τις θύρες 
μου κι έρχεσαι πότε με ένα ορτύκι στο στόμα.
πότε με δύο ματωμένα πούπουλα κι άλλοτε 
πάλι με ένα παιχνίδι στα δόντια.
Στα πόδια μου διαρκώς μπερδεύεσαι, βογκώντας.
Οικόσιτο σε έχω φρουρό και πολλά μου κάνεις 
νεύματα συμπάθειας όταν στο κελάρι μπαίνω
λίγο για να κολατσίσω.
Ξερογλείφεσαι, περιμένεις, με την γλώσσα έξω 
λαχταράς, το δικό σου φαΐ  να σου φέρω. 
Σάρκες ωμές να σε ταΐσω με μπόλικο λίπος
στα πλευρά.
Στέκεσαι πάντα καρτερικός σαν τον έρωτα που 
ξενυχτά στα βρεγμένα σεντόνια και με ανθρώπινες 
σάρκες τρέφεται.
Κάθε μέρα απουσίας σου κι ένας ανεκπλήρωτος 
έρωτας που γλείφει στωικά το πληγωμένο του πόδι,
ένας μυθικός περιφρονημένος Άργος.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Λαφοπηδησιά

Γλυκός ο καιρός φέτος άφησε τα φύλλα
της συκιάς ως τον Δεκέμβρη πάνω στα δέντρα.
Χνουδάτα στέκουν και το ψεύτικο φιλί
διαλαλούν αλλόφρονα στα πετεινά.
Ζηλεύουν τα παιδιά και ασυγκράτητα τρέχουν
στους αχυρώνες το θεατρικό της αγάπης να παίξουν.
Πλατύφυλλοι έρωτες ζωντανεύουν κάτω
από το χώμα κι αποφασίζουν να μην γεράσουν.
Άδικοί έρωτες του χαμού, και να που
δεν δείλιασαν τους σπόρους να καρτερέψουν
μαζί τους να βγουν στο κατώφλι της γης.
Κατανόηση είχε του χειμώνας η μαγκούρα.
Σαν να ξελογιάστηκε απ' τα φιλήματα της Άνοιξης
κι άρπαξε πολλές από τις νύμφες της
και ξεμπράτσωτες στο χορό τις έσυρε .
Παρέα ακολούθησαν οι αναμάρτητες
κόκκινες ανεμώνες που στα διάσελα
σαν πεταλούδες λικνίζονται στον αέρα.
Ψυχροί εραστές δεν ήρθαν για να τους
βατέψουν το ισχνό κορμί και αειπάρθενες έμειναν,
γοργά τα στεφάνια να πλέξουν του έρωτα.

Μεγαλώνουν στο διάβα τους οι μέρες
και το αγριόχορτο θυμώνει και λουλούδι
θέλει να βγάλει, ένα κίτρινο σκουλαρίκι.
Σούσουρο μεγάλο στο δάσος ακούστηκε.
Ξαφνιάστηκαν τα λάφια κι είπαν να ανοίξουν
σταθερά το βήμα τους παίζοντας άρπα με του
Φλεβάρη το ασταθές αριθμητήριο.
Πηδούν στα πεζούλια ανάστατα και καρτερούν
την κύλικα του ζευγαρώματος να δεχθούν.
Της μικρής Περσεφόνης τη ξανθιά κόμη, τρίχα
τρίχα θέλουν να ξεμπερδέψουν
κι απ' τα σκοτάδια να την τραβήξουν αψηλά.
Η ζωή να επιστρέψει πρασινίζοντας τους
γύρω λόφους με μούσκλια παχιά κι οργιώδη.
Περδικάκια να προβάλλουν στους αγρούς
κι από το θυμίαμα τους οι πλάκες
των νεκρών να ανοίξουν κι ολοταχώς
στην ζωή να ριχτούν καλοσυνάτοι κι ωραίοι
απελευθερωμένοι απ' τους βρόγχους τους.

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Αντλίες φωτός

Είναι καιρός τώρα που κατοικώ
τους ουρανούς σου.
Πλούσια νιώθω κι ευλογημένη.
Τις νύχτες μαζεύω αστερόσκονη
σε σατέν σακουλάκια.
Πληγώνομαι λίγο μα τα καταφέρνω.
Σπινθήρες βγάζουν τα άστρα
και με καίνε.
Το τσακμάκι του παππού μου
θυμίζουν που σαν άτακτο παιδί
κρυφά έπαιρνα και το άναβα.
Έχω μαζέψει πολλά από αυτά
σακουλάκια.
Στολίζω τους σκοτεινούς μου
στίχους, αέρα τους δίνω και φως
στα χάη να αιωρούνται κι
επιλεκτικά να διαλέγουν
αναγνώστες.
Είναι αμαρτία να φέρουν
μέσα τους τόσο σκότος και αίμα
τα τραγούδια μου.
Ο κόμπος στο λαιμό σφιχτός
πρέπει να τον ξεσφίξω και
να προσέξω να μην πέσω
απ' το σκαμνάκι.

Είναι καιρός τώρα που κατοικώ
τους ουρανούς σου.
Μετέωρη νιώθω και δυνατή.
Τις ημέρες γνέμα τραβώ
από τον ήλιο.
Σε κουβάρια το μαζεύω.
Στο ψάθινο καπέλο μου
τα τοποθετώ.
Εργάζομαι εντατικά.
Βγαίνω στην πόλη
κι ακτινοβολώ.
Όλοι με κοιτάζουν περίεργα.
Πολλά έχω κουβάρια.
Στους ανθρώπους με τα
σαραβαλιασμένα πόδια τα
χαρίζω, ενέργεια να πάρουν
κι ορθοί να περπατούν.
Έτσι έχω φτιάξει ένα
ολόκληρο στράτευμα
με φωτεινούς ανθρώπους
Είσαι κι εσύ ο ένας από
αυτούς.
Επικεφαλής του στρατού μου
γίνεσαι και τα τάγματα μου
οδηγείς.
Δεν μου λείπεις, τα πυρωμένα
κουβάρια δώρα σου είναι.

Αγαπάς την άνοιξη
και το καλοκαίρι τότε
που το φως ανελέητα χτυπά
τον κόσμο.
Εγώ φροντίζω απ' τους χειμώνες
φωτεινές μέρες να αποσπάω
Αλκυόνες με συντροφεύουν
και στο πέτο μου πάντα
καρφιτσώνω ένα κλαράκι
ανθισμένης αμυγδαλιάς.
Τα καταφέρνω μια χαρά.
Στις εκστρατείες μου
μόνο προσέχω κι άλλους
ακόλουθους να βρίσκω
έτσι που να μην κρυώνεις
στα σκιερά που κατοικείς
μονοπάτια.
Αρχηγό του φωτός σε διορίζω
και μαγικά κόλπα κάνω
κοντά μου να έρχεσαι.
Επικεφαλής πάντα εσύ, τους
στίχους μου τους λουσμένους 
από αστερόσκονη
να απαγγέλλεις και μπροστά
να τραβάς σαν άρχος του έρωτα.