το χέρι σου αγάπη μου.
Είχα χρόνια να το σφίξω πολλά.
Αποστεωμένο ήταν και κρύο σαν
τη λαβίδα της τανάλιας που
ξεκαρφώνει τα καρφιά από το
καφασωτό της πόρτας στο σπίτι
μέσα για να μπει ο ξένος κι ο απόκληρος.
Γιατί έφυγες για άλλους κόσμους
αγάπη μου και έτσι σκληρά παραμέλησες
τη ζωή σου και στο τέλος άοπλη κάμφθηκε
η ουσία του ονόματος σου;
Το χέρι αυτό και τι δεν μου έμαθε αγάπη.
Το σταυρό μου έδειξε πως να κάνω
στα θεία να πιστεύω και τα υπερβατά
θαύματα να προσκυνώ.
Τη γραφή μου δίδαξε, απ' το αλφαβητάριο
πως να τραβώ τα γράμματα και ύμνους
να συνθέτω και ποιήματα προς χάριν
του έρωτα.
Στην ζωγραφική με έμπασε, πως καλά τα
χρώματα να ανακατεύω και τα πορτρέτα
των φτωχών παιδιών να φτιάχνω.
Τις νότες της μουσικής πάνω στην αιθέρια
άρπα μου έδειξε ορατόρια να συνθέτω και
μπαλάντες για την προδομένη αγάπη.
Κεντήστρα με έκανε τη μορφή της
Μόνα Λίζας να αναπαριστώ με κλωστή
μεταξωτή.
Τώρα τι να κάνω που μου διαφεύγουν
όλα και ξεχνάω;
Το χέρι αυτό δεν το γνωρίζω πλέον.
Το καμάκωσε ο χρόνος σαν τη βεντούζα
του χταποδιού πάνω στον απόμερο βράχο.
Έλα πιο κοντά ζωή να του εμφυσήσω
και με του αίματος μου την οργή να το
κλείσω και να το ζεστάνω.
Απ' την αρχή πρέπει πάλι να τα μάθω όλα.
Πένητας της ομορφιάς κι αγράμματη των
στίχων και των χορδών έμεινα να σε
περιμένω αιώνες ψυχρούς.
Έλα με την φωτιά της καρδιάς να
το χαϊδέψω, αφέψημα να φτιάξω και
καυτή σούπα για να δυναμώσει λίγο.
Προεξέχουν οι φλέβες και ομοιάζουν
με φίδια έτοιμα για επίθεση.
Φοβάμαι το δηλητήριο τους και την
κακιά τους γλώσσα.
Λεκέδες σαν σχολικοί χάρτες κρύβουν
την περασμένη του ομορφιά.
Χάνω την όραση μου μπροστά στο
θαμπωμένο τους τζάμι.
Κόμποι σαν τα δεμένα σκοινιά των κάβων
εμποδίζουν την ευλυγισία του.
Ανησυχώ μην μείνει στη μέση το ποίημα
και στερέψει της φαντασίας η κρήνη.
Έλα πιο κοντά το γραμματόσημο να κολλήσω
στο φάκελο που κρατάς, τον ταχυδρόμο
να φωνάξω επιστολή να στείλω ιδιόχειρη
στα μέρη που σε κράτησαν μακριά ποτέ
άλλοτε να μην τα πλευρίσεις.
Τώρα τι να κάνω που μου διαφεύγουν
όλα και ξεχνάω;
Το χέρι αυτό δεν το γνωρίζω πλέον.
Το καμάκωσε ο χρόνος σαν τη βεντούζα
του χταποδιού πάνω στον απόμερο βράχο.
Έλα πιο κοντά ζωή να του εμφυσήσω
και με του αίματος μου την οργή να το
κλείσω και να το ζεστάνω.
Απ' την αρχή πρέπει πάλι να τα μάθω όλα.
Πένητας της ομορφιάς κι αγράμματη των
στίχων και των χορδών έμεινα να σε
περιμένω αιώνες ψυχρούς.
Έλα με την φωτιά της καρδιάς να
το χαϊδέψω, αφέψημα να φτιάξω και
καυτή σούπα για να δυναμώσει λίγο.
Προεξέχουν οι φλέβες και ομοιάζουν
με φίδια έτοιμα για επίθεση.
Φοβάμαι το δηλητήριο τους και την
κακιά τους γλώσσα.
Λεκέδες σαν σχολικοί χάρτες κρύβουν
την περασμένη του ομορφιά.
Χάνω την όραση μου μπροστά στο
θαμπωμένο τους τζάμι.
Κόμποι σαν τα δεμένα σκοινιά των κάβων
εμποδίζουν την ευλυγισία του.
Ανησυχώ μην μείνει στη μέση το ποίημα
και στερέψει της φαντασίας η κρήνη.
Έλα πιο κοντά το γραμματόσημο να κολλήσω
στο φάκελο που κρατάς, τον ταχυδρόμο
να φωνάξω επιστολή να στείλω ιδιόχειρη
στα μέρη που σε κράτησαν μακριά ποτέ
άλλοτε να μην τα πλευρίσεις.
Έχω περιφράξει ένα εκτάριο με κυδωνιές
γλυκάκι του κουταλιού να σε κερνάω.
γλυκάκι του κουταλιού να σε κερνάω.
Ένα όμορφο και νοσταλγικό κάλεσμα αυτή η ιδιόχειρη επιστολή, Ελένη μου. Και αυτό το γλυκάκι κυδώνι στο τέλος, προσθέτει το δικό του παραδοσιακό άρωμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην καλησπέρα μου.
Αγαπώ πολύ τα σχόλια σου καλέ μου φίλε Καλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφή