Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Οι λίμνες των ματιών σου



Θόλωσαν οι λίμνες των ματιών σου
Σαν έσπασε το κρύσταλλο
Που μέσα του έκλεινες το βραδινό σου άρωμα
Το βλέμμα σου τώρα αδειανό κέλυφος αχιβάδας
Συλλαβίζει και συντάσσει
Του πελάγου την κυματιστή αλφαβήτα
Χάνεσαι φεύγεις σκορπάς σε ριπές
Πυρακτωμένος γίνεσαι βραχίωνας αγαλματιδίου
Σε κήπο εαρινό
Στη λάμψη του Μάρτη σκιρτάς
Πάθη με φορτίζεις και με  αμαρτίες πολλές
Χωρίς αγκάλης μέθη με ακουμπάς πάνω στα σκληρά ύφαλα

Τα βράδια πενθείς ολομόναχος
Τις κηλίδες των λυγμών
Που στο πάτωμα σχημάτισαν
Μια καρδιά πορφυρή
Που πάλλει σταθερά σαν φωνή πουλιού
Μια καρδιά ερωτική
Να σε παρηγορεί
Και να σε μέμφει
Για τις ώρες που σου πήραν
Οι αποστολείς των χειμωνανθών
Με του έρωτα το κάλεσμα καλά δουλεμένο στους μίσχους τους

Τους ήχους αναλύεις ολημερίς των πτηνών
Σχηματίζοντας στίχους απατηλούς
Στου κρυφού σου μαντείου την πόρτα
Τους ξεχνάς δεν τους γράφεις
Ξεγελιέσαι κι απ' τον κόσμο απέχεις
Αναδεύεις το χώμα να βρεις τον θαμμένο τον σπόρο
Τον σπόρο εκείνον που από εισβολείς
Προστάτεψες κάποτε δίνοντας εαυτό
-Όμοιο παιδί που του κλέβουν την σφεντόνα-
Χάνεσαι φεύγεις σκορπάς σε ριπές
Τις απειλές και τις πράξεις σου ιστορείς στο κενό σαστισμένος

Θόλωσαν οι λίμνες των ματιών σου
Σαν έσπασε το κρύσταλλο
Που μέσα του έμπηγες το πρώτο της Άνοιξης ρόδο
Τώρα εφορμάς στους αιθέρες
Στιγμές να βρεις το άγνωστο να σου εξηγήσουν όραμα
Κόκκινα τα πέλματα τα χέρια σου κρύα
Εσύ που στα ύδατα φύτεψες κρίνους άλικους
Τώρα βρίζεις φωνάζεις και κλαις
Λύνεσαι σε κομμάτια και λυγάς
Χάνεσαι φεύγεις σκορπάς σε ριπές
Ποιο το όφελος να εκτροχιάσεις το τρένο
Που παραβίασε την οριογραμμή σου;
Όλα τα πλάτη δικά σου εντός σου
Μια λάθος γραμμή τη ζωή σου λαβώνει σαν λίγκας
Μες σε νέφη πυκνά την διαύγεια αποζητάς του φωτός
Κι επιμένεις πορεία να βρεις μες στον χάρτη του κόσμου

Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "ποιητές του κόσμου" που διατηρεί
ο ποιητής Στρατής Παρέλης και τον ευχαριστώ


Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Φυλλοβόλο το σώμα σου δέντρο



Αγγίζω το σώμα σου
Και πολλαπλασιάζομαι
Με ριζώματα και καλύπτρες πυρές με πλησιάζεις
Διαπερνάς τη συμπαντική μου φωλιά
Δημιουργώντας πράσινες αποικίες φωτερές
Μοιάζω με τις εγχρωμές αφίσες των περιθωριακών σταθμών
Που όλοι τις προσπερνούν αδιάφοροι
Μόνο εσύ τις προσέχεις σφυρίζοντας μελωδικά
Μέσα μου σε νιώθω σαν εύφλεκτο υλικό
Σαν μια αποικία από πυγολαμπίδες
Που σηματοδοτούν μ' όνειρα κλεφτά τη γεωγραφία μου

Εσύ που σαν ύπαρξη σκορπιέσαι σε σπινθήρες
Και διαρκώς μου ξεφεύγει το κάρπισμα σου
Στάσου λίγο
Ένα λεπτό μόνο
Μοιάζεις με τον ανεμοστρόβιλο
Κι άλλοτε πάλι σαν σήμαντρο αλαργινό
Ηχείς και κλονίζεις τους μύθους ζωή μου
Κουνάς ξάφνου τους κλώνους σου
Και φυλλώματα πέφτουν στην γη μου
Το σώμα σου ιερά δρυς
Φυλλοβόλο το σώμα σου δέντρο
Σκιά εκεί θα βρω πλατιά
Χώμα εκεί θα σου φέρω γόνιμο
Ρίζα να αναπτύξεις στέρεη
Όλη τη φύση μου να καλύψεις
Με τους δυνατους σου κορμούς
Σαν άνεμος που χτενίζει τα δέντρα να με πλευρίζεις

Πολυμήχανος τεχνίτης εσύ
Στολίζεις το παρθένο μου δάσος
Αηδόνια καλείς κοντά μου
Πεταλούδες λογιών λογιών
Ακουμπάς στους κλώνους μου
Μελισσάκια χρυσά μου ρουφούν τους χυμούς μου
Ευωδιάζω σαν άνοιξη και σε χρήζω δικό μου Θεό

Μπαίνεις στο αίμα μου με κατοικείς
Σε γεύομαι με περιέχεις
Ασπίδα στο χέρι κρατάς
Και χρυσό τόξο
Με αποφασιστικότητα αίλουρου εισχωρείς μέσα μου
Βόλια σκορπάς
Πληγώνεις το μικρό μου το πέλμα
Με διεκδικείς
Περπατώ και σκοντάφτω
Στις μεγάλες που όρθωσες πέτρες
Τα κλειδιά μου μες στην κρύπτη σου κρύβω
Χάλκινη γίνομαι δύση
Τους γρίφους λύνω της νύχτας σε μνημονεύω
Στα θαλερά σου χέρια καρπίζω και πάλι σαν δέντρο λωτού




Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Ολιγόλεκτα V



*
Τα σπίτια κυλούσαν
Σαν έλκηθρα στον πάγο
Πουθενά ήλιος
Τα σπίτια συνέχισαν να κυλούν
Φοβόσουν να μπεις στην τροχιά τους
Κρατούσες τα σχοινιά
Και τα αποκαθήλωνες
Στα σεβαστά τους μνήματα
Και ξάφνου μέγας ήλιος πρόβαλε
Και φώτισε τους τίτλους του τέλους!

*
Ήταν μακρυά η πηγή
Η κόρη κούτσαινε ελαφρά
Το λαγήνι στον ώμο της
Μετεωρίζονταν
Με ελαφρά κλίση προς τον λευκό της αυχένα
Εκεί είχε ακουμπήσει το βράδυ
Ο ιχνηλάτης το χέρι
Κι είχε βρει την πηγή των εφηβικών στεναγμών!

*
Έριξε το μαντήλι στα μαλλιά της
Αραχνοΰφαντο
Παρμένο από την σκάλα του γαλαξία
Δώρο εαρινό
Της νυχτιάς εκείνης που του Έρωτα
Πρωτογνώρισε τα μάτια
Χαμογέλασε ικανοποιημένη
Στο γιακά της ένας λεκές
Από αίμα σκούρο
Την έσπρωχνε να διαβεί αγέρωχα
Την σταχτιά οδό των ασφοδέλων
Αθάνατη και επηρμένη νύφη να πλαγιάσει
Στις βραχώδεις κλεισούρες παρέα με τον θάνατο!

*
Έχεις ζήσει ποτέ
Μέσα σε μια κλεψύδρα
Έχεις δει την άμμο απαλά
Να αυλακώνει τα δάκτυλα σου;
Αναδιπλώσου και
Σκέψου τον εαυτό σου
Σαν ένα μικρό έντομο φτερωτό
Που αναζητά κρύπτη στο άπειρο!

*
Έσφιξε την μυρωμένη παλάμη
Της Μαγδαληνής
Ψηλάφισε τις πληγές του
Επουλωμένες τώρα από καιρό
-Με τη νοτιά όμως
Ανεπαίσθητα τον μάγκωναν-
Άνοιξε την κοσμηματοθήκη
Τα καρφιά κλειδωμένα εκεί
Παρήγγειλε μια διπλή αλυσίδα
Να τα κρεμάσει στον λαιμό
Να φοβηθεί ο δήμιος
Να μην τον καταμηνύσει στους σταυρωτές
Αυτός το μόνο που επιθυμούσε
Ήταν μυρωμένες παλάμες να σφίγγει
Και της ζωής τους βοστρύχους σταυρωτά κι ηδονικά να πλέκει!

*
Υπέφερε από καιρό
Από κρίσεις αμνησίας
Ξεχνούσε να κοιμηθεί
Ξεχνούσε να δειπνήσει
Ξεχνούσε την διαδρομή του
Τις νύχτες ανακαταλάμβανε τα κάστρα του
Και εφησυχασμένος παραδίδονταν
Το πρωί σε μέθυσο ονειροπόλημα
Το περίσσιο της τροφής
Το έριχνε στα περιστέρια
Κι όταν κάποιος τον ρωτούσε που πήγαινε
Απαντούσε ευπροσήγορα
Πως ξέχασε το εισιτήριο
Στο παλιό του κοστούμι...
Βλέπεις είχε απολέσει το ρουχισμό του
Στις εκατοντάδες μάχες που είχε δώσει
Μόνο μια ακίδα στο χέρι που και που
Του υπενθύμιζε πως τα σπαθιά του
Ήταν ξύλινα και τα κάστρα του σαθρά κι αμμώδη!

*
Ένιωθε κουρασμένος τελευταία
Το ενδιαφέρον του
Είχε μειωθεί
Αλλά εκείνο που περισσότερο
Τον προβλημάτιζε
Ήταν πως αργούσε
Η είδηση να ρθει
Είχε συνάξει δεσμό αίματος
Με τους αθίγγανους της πολιτείας του
Κι η είδηση - πρόσκληση
Που περίμενε εναγώνια
Ήταν να γίνει δεκτός στα καραβάνια της φυγής
Να γίνει κι αυτός ο αυτενεργός άνθρωπος της φωτιάς!



Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Δικαίως σ' έχασα



Κι αν έφυγες
Κι αν ποτέ δεν ήρθες
Παράπονο δεν έχω
Σε πλησιάζω πλαγίως
Δεν σε μέμφομαι
Δεν σε κακολογώ
Απλά και μόνο
Σε αφουγκράζομαι
Σαν λες την προσευχή σου
Γονατιστός
Με τα δυο σου χέρια
Στα βουνά προτεταμένα!

Με πάθος
Σε συλλογίζομαι κρυφά
Κι απ' της μοίρας
Το τροχό ξεφεύγω
Μη γίνεις εφιάλτης
Ο σκληρός ίσκιος του φεγγαριού
Και τον χώρο μου
Δολερά καταλύσεις ξανά
Με τις βαριές σου πύρινες πλάκες!

Στα σύννεφα και στους αιθέρες
Σκέπη ζητώ να βρω
Παρηγοριά στου λαβύρινθου
Το ατελές γύρισμα αποζητάω
Σε πλησιάζω νοερά
Σε μαγνητίζω πεισματικά
Κι επαναφέρω τους δείκτες
Σε χρόνο ενεστώτα
Μήπως φανείς
Σου εκχωρώ την σχεδία μου πάλι
Να μην χάσκει το κενό της απουσίας
Στου βυθού τα κοράλλια και σε αρνηθώ!

Παίρνω κοντύλι μαυροπίνακα
Να περιγράψω τα πάθη μου
Συνθέτω στίχους γαλαξιακούς
Σε λίθινες πλάκες τους λαξεύω
Δεν μιλούν για σένα
Δεν σε ακουμπούν
Είναι παιδιά ορφανεμένα
Που σιωπούν και περίλυπα κοιτούν
Τις σκαμμένες πληγές τους
Παίρνω κοντύλι μαυροπίνακα
Επιθεωρώ το χάρτη
Και κυκλώνω
Τις εκτάσεις και τους λειμώνες που κυρίευσες!

Μέτοικος γίνομαι ανέστιος ποιμήν
Και τη γη που στερούμαι
Δική μου να την έχω επιθυμώ
Παραληρώ και δεν αποτολμώ
Απ' το φάσμα σου να βγω
Να σου φωνάξω δυνατά
Για ύστατη φορά
-Κι ας μην ακούς-
Πως δικαίως σ' έχασα!


Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Μέθεξη (ή πως να θητεύσεις στο άχρονο)



1
Σπαρτά παντού
Να δένουν αρμούς διχτυωτούς
Με το αργιλώδες χώμα
Δέντρα ευθυτενή που λες
Και λάμνουν στον αέρα
Με κλώνους φτερωτούς
Μυστήριο της ώχρας δονούμενο
Να αποκαλύπτεται στους μύστες με τα γυρτά μάτια
Καμμένος ο πάπυρος της Σταύρωσης
Σκιρτά και πάλλεται στης δρυός το αναλόγιο
Ανακόλουθες οι σκέψεις να συνθλίβουν
Το ακούραστο διαρκές...
Μονάχα ένα παράθυρο διπλά μανταλωμένο
Που σαν το ανοίξεις λίγο
Σφιχτά αγκαλιάζεσαι με το Θεό των Νεφελών!

2
Κρωγμοί παντού
Κιτρινοπράσινο φτέρωμα
Του παπαγάλου
Που έμαθε την "καλημέρα" να λέει
Σε υπαίθριες αγορές
Και κοντά σε πλανόδιους θιάσους
Κλουβί σπασμένο
Δάσος σιδερικών
Κι ο ουρανός μαβής
Μην πλησιάσεις την λέξη των λυγμών
Μην την ξεστομίσεις
Αύριο ανοίγει ο κόρφος των γυναικών
Και στη γη καταφτάνει ο άγγελος
Με της πρωίας το μήνυμα γραμμένο στο δεξί του φτερό!

3
Λάμψεις παντού
Χρυσός ο ορίζοντας
Ξιφουλκεί τα κρύα μνήματα
Μαρμάρινη η κόρη
Πιάνει φιλίες και φλερτάρει
Με του κυκλάμινου την ιώδη συστολή
Αναφλέγεται αίφνης ο θρόνος της πέτρας
Χρυσός προβάλλει ο κόσμος
Στα μάτια της μικρής ερωμένης
Ιριδισμοί - πένθος της σκληρής ώχρας
Ζεστά κάτοπτρα να θάλπουν
Φωτοσκιάσεις στα καλντερίμια
Περνάει ο αμαξηλάτης
Με τα πράσινα μάτια
Μοιράζει πανέρια με υακίνθους
Ξυπνά η κόρη περιπαθής να τον προϋπαντήσει
Η Άνοιξη φρουμάζει στους λειμώνες
Χαίτη πολιορκημένη απ' το φως
Αναμετράται με την μέθεξη
Της πρωραίας χαράς και του έρωτα
Δεν νικιέται δεν νικά
Παραδίδεται άλκιμη λιχνίζοντας
Το θαλασσί του αγέρα σε τουλίπες ισχνές
Στο σταυροδρόμι σκοντάφτει
Βαριά η οπλή του αλόγου
Βασιλεύει πλούσια η σιγή της χλόης
Νεράιδες ξυπνούν και θητεύουν στο άχρονο
Κοντράρονται με τα αγκάθια
Και απ' τους ποταμούς ασημένιες
Ανεβάζουν τις πέστροφες
Να τις προσφέρουν θυσία στην οργή της δρακομάνας!

4
Χρώματα παντού
Ουράνια τόξα διπλά
Να απομυζούν το λαγήνι του ήλιου
Σε κοιλάδες ιστορούμενες
Από αυτόχειρες ποιητές
Στέκεις στο φρύδι του γκρεμού
Κάτω απλώνεται η χαράδρα
Με άσπρα και κίτρινα κρινάκια
Κεφάτες λαδανιές
Κι άγριες ορχιδέες
Μεταλαμβάνεις λυτρωμένος
Το σώμα και το αίμα του φωτός
Απ' τα σπλάχνα του Αχελώου
Στου Μάρτη τους διάστικτους ουρανούς
Πλουμιστοί χαρταετοί παρελαύνουν
Χέρι - σχοινί να ανεβαίνει
Η ψυχή στα ύψη
Και στις νεφέλες τον όρκο να δίνει
Της σιωπηρής των ονείρων επανάστασης
Σε παλέτες λαμπρών χρωμάτων
Βυθίζεται ηδονικά της πνοής το πινέλο
Σχέδια με την αχλή της ζωής
Αναπάλλονται στον καμβά
Προσωπογραφίες των υδάτων ρευστές
Καθρεφτίσματα κύκνων πριν την ένωση
Ματαιόδοξα χαμόγελα καλλονών
Χρώματα αναρριχητικά παντού
Να παίρνει το παιδί στη παλάμη του μέσα
Και ευθύς ο κόσμος να γεμίζει
Κλώστρους και πλοκάδια ανεβατά της αγάπης κλήματα!