Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

οι άνθρωποι των μουσώνων


Σας μίλησα στο παρελθόν για το απόβροχο της Κυριακής
Μέρα στιλβωμένη του Μάη να λαμπυρίζει
Στα πόδια των αθλητών όμοια με κουπιά στο τρεχαντήρι
Με τη τυποποιημένη ονομασία "Άκανθος Παναγία"
Έφερες πληγές από σαϊτιά στο μεσαύλι του στήθους
Στεκόσουν στο μπαλκόνι με τα ολάνθιστα νυχτολούλουδα
Λιβάνιζε ο αέρας το αποχυμωτήριο του αίματος
Ο φευγαλέος γλάρος έλυνε τα πανιά στα ιστιοφόρα
Έπλεαν ελεύθερα στον αχαρτογράφητο σκόπελο του πόντου
Οι ναύτες καρδιακοί φίλοι των νόστων απομάκρυναν
Το λεβητοστάσιο και τις μικρά μοιρογνωμόνια του ασύρματου
Έμειναν ορφανοί οι άνθρωποι των μουσώνων
Χωρίς περιστροφές άνοιγαν τα κιτρινισμένα παλίμψηστα
Διάβαζαν δυνατά τους ευτυχείς στίχους των νεκρών ποιητών
Αφιερωμένοι στις μικρές ερωμένες με τα λουλουδάτα φορέματα
Το αγκάθι παρέσερνε στην αιχμή τους δακτύλιους της Δύσης
Στου Παπαφράγκα τα σπηλαιολίθια λείαναν οι φαροφύλακες τις κηροδεσιές
Κρεμούσαν τα τάματα στα ριγωτά πουκάμισα των Αγίων
Θαύματα μεγάλα δημοσιοποιούσαν οι θύσανοι των σκίνων
Τα αρμυρίκια βάφτιζαν με αρχαιοελληνικά ονόματα τους όρμους
Αθηνά και Λυδία Ελένη και Άρτεμις Ηλέκτρα και Εκάβη
Οι λουόμενοι καβαλίκευαν τη μέθεξη των Αχράντων ωρών
Έστηναν ρομφαίες και προτομές στο κέλυφος των γυαλιστερών
Κρατούσαν παράξενα αερόστατα στα χέρια που ταξίδευαν
Στα ουρανομήκη εκτάρια της αφυπνισμένης ερήμου
Η άμμος κολλούσε στα γόνατα και υφάρπαζε την αναπνοή
Οι ταμιευτήρες του φωτός χρύσιζαν στο δακτυλίδι της κόρης
Διαμαντικά και πέρλες φορούσαν οι άγγελοι
Με τους πάλλευκους κρίνους και κρυφογελούσαν σαν νεογνά
Έρχονταν το μεσημέρι σχεδίαζες πάνω στη παλάμη σου
Με κάρβουνο εξαπτέρυγους ήλιους και μεθυσμένες σελήνες
Τα παιδιά κεντούσαν στα χράμια του έρωτα το φαιό στεφάνι
Κλυδωνίζονταν από το βάρος οι πολύχρωμοι αρμοί των χαρταετών
Χόρευαν πεντοζάλη οι αγροικίες των θαλερών ψαράδων
Η τεμνόμενη πεταλούδα περιγελούσε σκισμένες ιχνογραφίες
Βγαίναν από τα σοκάκια της πόλης οι μάγισσες με τα σκιερά πέπλα
Η Σαλώμη επενδύονταν τις ενοχές της μπροστά στα αναμμένα κεριά
Καβαφικές συναντήσεις καθόριζαν τα ωράρια των καφενέδων
Η χαρμολύπη χάριζε στους ελάχιστους εκλεκτούς της το ρακί της γιορτής
Γιρλάντες όμοιες με λαιμοδέτες παρεισφρούσαν στα άλκιμα μέλη
Της ηλιόλουστης νεράιδας στένευε το χρεμέτισμα του αλόγου στη πηγή
Δυο κίονες ξιφουλκούσαν τα αποξηραμένα δαφνόφυλλα του μαρμαροκονίας
Έφευγαν τα χρόνια μπροστά κρατώντας το καροτσάκι της λήθης
Η καρδιά έβρισκε το ρυθμό της μέσα στο πάταγο της ηλεκτρικής γης
Βάραιναν οι θημωνιές με τα άγουρα στάχυα στον μυστικό αχυρώνα
Όλες οι λέξεις αποτίναζαν τα μακρυά τους μανίκια κι έπλεκαν ζωνάρια
Στου κάτω κόσμου την Αχερουσία αγκάλη Απήγανος και κρύα μέντα
Το εισιτήριο για τις βραχώδεις περιοχές κλεισμένο στης σωτήριας πληγής το κλειδί
Στην Φαίδρα Φις