Πότε θα επιστρέψεις στα γήινα;
Σε ένα παράλληλο σύμπαν ζεις.
Κάθε βράδυ κόβεις με το μαχαίρι
έναν φρεσκοψημένο άρτο.
Καλείς τα σπουργίτια, καλείς τους κορμοράνους,
πάντα είχες περίσσια την καρδιά και το αίμα.
Τα δάκτυλά σου μελένια όπως κι οι σκέψεις σου.
Στρώνεις το χαλάκι της εισόδου
να διαβούν οι μοίρες, μαζί με τον άσπρο καβαλάρη.
Μια τσιγγάνα σου διαβάζει ένα παραμύθι
μα εσύ αποστηθίζεις του ανέμου τις γκρίζες λέξεις.
Ανέφελα θα είναι τα μάτια σου
και με καθάριο βλέμμα θα με πηγαίνεις στους πορθμούς.
Αλλά εγώ όμως όπως πάντα θα αργώ,
ξέρεις οι ώρες δεν μου έκαναν ποτέ το χατήρι φίλες μου να γίνουν.
Στο προσκεφάλι του ύπνου μου κάνεις κατάληψη.
Ο βοριάς, είναι το χέρι σου,
ο νοτιάς, είναι η καρδιά σου
(Πόσο την προσέχω!).
Στα όνειρά μου τραβάς μαυριτάνικο μαχαίρι.
Μη απωθείς, σε θέλω.
Με αγνοείς, σου ανοίγομαι.
Είναι βαρύ το κλίμα εδώ πέρα.
Χτες είδα ένα λαβωμένο περιστέρι στο καρτέρι μου.
Μην ήταν η ψυχή σου που βημάτιζε πάνω στον κύκλο;
Η ψυχή σου ήταν σίγουρα, που το χώμα κοσκίνιζε...
Τα χρυσά μου βραχιόλια σε μαρτύρησαν
κι ο βραδινός άγγελος στο αυτί μου το ψιθύρισε.
Στην αποβάθρα έτοιμες οι βαλίτσες,
το πλοίο θα σαλπάρει στην ώρα του.
Φεγγαρόλουστα θα είναι τα βράδια στην Κίμωλο,
θα μας ξυπνά το κύμα
κι οι γλάροι θα μας κερνούν πρωινά όνειρα.
Εκεί στο ενύπνιο θα σε φιλώ και θα σε καμαρώνω,
διάρκεια να έχει η μέρα μας, διάρκεια να έχουν οι ενοχές μας.
Μακριά να μας πηγαίνει ο στίχος.
Δεν χρειαζόμαστε δίχτυα μήτε όχημα.
Εμείς φυλάξαμε λίγο απ' το κοσκινισμένο χώμα
και το κλείσαμε στα φυλακτά μας.
Έλα με των κυμάτων τις χορογραφίες να με κεράσεις, αιθάλη και αρμυρό νερό.