Είπε να φτιάξει ένα καφέ, δεν είχε τίποτα
χρήσιμο να κάνει, ίσως έτσι να χρωμάτιζε
λίγο τη μέρα της.
Ένας καφές θέλει συντροφιά, είχε όμως το καθρεφτάκι της
ασημένιο και τη κοιμωμένη των Αθηνών σε ένα
υαλοπίνακα βιτρώ απεικονισμένη…
Ο καφές θέλει και μπρίκι να ψηθεί, ίσως
και χόβολη αλλά οπωσδήποτε μπρίκι
Το μπρίκι το πήρε πέρσι ο γανωματής για συντήρηση
γιαννιώτικο οικογενειακό κειμήλιο
Το inox που είχε στο συρτάρι της κόβει
και ψευτίζει το καφέ , το παράχωσε όπως – όπως
σε ένα χάρτινο κουτί, ούτε να το δει…
Χτύπησε τη γροθιά της οργισμένη πάνω στο πλακάκι
το μικρό στάχυ ξεριζώθηκε
Δεν είχε και τα στοιχεία του γανωματή
πως εμπιστεύτηκε σε έναν ξένο τη μοναδική
κληρονομιά της;
Το κουδούνι στη πόρτα την προειδοποίησε
με ένα αμφίβολο ήχο…
Άνοιξε, ένας κύριος με ημίψηλο καπέλο
ο ταχυδρόμος ίσως, της παρέδωσε ένα δέμα
ένα χάρτινο κουτί, το άνοιξε, ανάμεσα στις παλιές
κιτρινισμένες εφημερίδες έλαμψε ο χαλκός!
Ήταν το μπρίκι κι έφτασε στα χέρια της
την πιο κατάλληλη στιγμή!
Ευχαριστώ… ψέλλισε, δεν υπήρχε κανένας
γιατί ο γανωματής δεν ζήτησε τα εργατικά του;
Ήθελε να φτιάξει ένα καφέ στο σπίτι
με τα αποκεφαλισμένα στάχυα!