Πως να διανοίξω του άγριου ρόδου τη παγωμένη καρδιά;
Λύθηκαν οι κάβοι, τραυματισμένο το περιστέρι
Φυγομαχεί στο μολυβί θάμπος της σελήνης
Μετέωρα τα μάτια σου πυργώνουν ξάφνου
Στο πικρό χάδι του επέκεινα παραδομένα
Πικρός ο οιωνός
Σε συντροφεύει στης μέθης τον αργό στρόβιλο
Ανασκαλεύω το χώμα να βρω τα βήματα σου
Ξαστοχώ, τραμπαλίζομαι στον μέσα άνεμο των χαμόδεντρων
Ισορροπιστής σε λιγνό κλαράκι
Αναζητώ το δίχτυ των χεριών σου για να πιαστώ!
Πως να διαβάσω του άγριου ρόδου τη παγωμένη καρδιά;
Μάτια κλειστά κι οι χάρτες στρεβλά σημαδεμένοι
Ντύθηκα τη πεμπτουσία του σκότους την εσπέρα
Καθώς βάλθηκαν οι ώρες μου να οπισθοχωρούν
Μπροστά σε μια συστάδα από κρανία κόκκινα
Κρανία διαβατικών πουλιών που έχασαν το φτέρωμα
Πριν καλά - καλά φέρουν το μήνυμα από τη καμένη γη
Μήνυμα με παραλήπτη τη μοναξιά των ωρών
Επιστράτευσα πάλι τη ζάλη του υπερβόρειου καταρράκτη
Πικρός ο οιωνός
Κι πλάτη του πλανεμένου αμνού φεγγερή και κρύα
Ξαπλώνω στον χλοερό τάπητα του Απρίλη
Στοχεύοντας μια - μια τις ταπεινές καρδιές των εραστών
Που αποξεχάστηκαν σε κάμαρες υγρές με φτηνά κλινοσκεπάσματα!
Πως να ζεστάνω του άγριου ρόδου τη παγωμένη καρδιά;
Ξιφουλκώ τα ημιτελή χωρία των κίβδηλων ποιημάτων
Λογαριασμούς ανοίγοντας με τις λαβωμένες Εστιάδες
Ιερή φωτιά κατοικοεδρεύει στο βωμό του στέρνου σου
Άσβεστη φλόγα από τη μνήμη του πρώτου φιλιού
Παρεκκλίνω από το δριμύ ψύχος και το σκαλοπάτι σου σεμνά προσκυνώ
Προς τι να μην σε αγαπώ;
Αδιόρατος ο οιωνός και που με οδηγεί;
Σε στέπες αχανείς πλανιέμαι πληγωμένη δορκάδα
Πολιορκώ την φούστα μου και αναρροφώ τους γλυκείς σου πόρους
Σχεδίασα το νέο πατητήρι των ερώτων σε κρόταφο φιδιού
Και παγανιστικά μεταλαμβάνω διεγερτικό μούστο
Προς τι να μην σε αγαπώ;
Το φυλακτό το κράτησα σε θυρίδα σιντεφένια πλάι στο αίμα των κορυδαλλών