Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Επέλαση

Τα παιδικά μας μεσημέρια φώλιαζαν στα χνούδια 
της αγκινάρας σε εκείνες τις άγριες με τα αιχμηρά αγκάθια 
που ο πατέρας στους όχτους του κήπου είχε φυτέψει.
Δεν ζητούσαν πολλές φροντίδες λίγο σκάψιμο και βρόχινο
νερό για να δώσουν αγκιναράκια μεσούσης της άνοιξης.
Παίρναμε την τροχισμένη λεπίδα, παιδιά ακόμα, και 
κατεβαίναμε στον κήπο για να κόψουμε τα αγκαθωτά κεφάλια. 
Αθόρυβα και κρυφά από τον πατέρα και τη μητέρα 
γίνονταν η επιδρομή αυτή.

Ο πατέρας ήταν απασχολημένος με τα
κηπευτικά και τα δέντρα στο τελευταίο στρατώνι του κήπου.
Βοάνιζε το σπανάκι, τα αντίδια, το σέλινο, 
τα ιταλικά και τα α αγριοράδικα. 
Πνευμόνι γερό και πέτρα τα μπράτσα του μάχονταν 
τη γη, ζωή να της δώσει.
Τα τσαπίσματα του ακούγονταν ως την πέρα γειτονιά
με τους τρεις αδιάφορους καφενέδες.
Εκεί οι αργόσχολοι έπαιζαν κολτσίνα, τριανταένα, ξερή 
κι έπιναν ανέρωτο το ούζο χωρίς μεζέ και κάποιοι 
άλλοι ρουφούσαν άπληστα τους διπλούς σκέτους καφέδες
για να διώξουν την πρωινή μέθη απ' τα σώματα. 

Κόβαμε λοιπόν τις αγκινάρες και τις ξεφυλλίζαμε.
Τα χέρια μας συνηθισμένα στο αίμα δεν τρόμαζαν καθόλου.
Δεν πετούσαμε τα φύλλα, μας έθελγε 
το άσπρο γλυκόστιφο ημικύκλιο στην άκρη.
Βάφονταν τα χείλη μας και τα δόντια μας μαύρα.
Χαμογελούσαμε μπροστά στον καθρέφτη των δροσοσταλίδων.
Είμασταν χοϊκοί κι ωραίοι σαν τους αρχαίους πήλινους κούρους.
Σαν φτάναμε στην καρδιά ξετρελαινόμασταν 
με δοντάκια σκεπάρνια την ροκανίζαμε κι η επέλαση του μαύρου 
μας καταλάμβανε εξ ολοκλήρου. 

Το χνούδι το κρατούσαμε στις τσέπες μας κι αίφνης 
μαλλιάζαμε πρόωρα, αγριεύαμε.
Στην τρίτη αγκινάρα γινόμασταν άντρες, φούσκωναν 
οι τσέπες μας όλο και πιο πολύ απ' το χνούδι.
Ανεβαίναμε στο σπίτι στιφοί, όμορφοι κι ερωτευμένοι με την ζωή.
Μας έβλεπαν οι μανάδες και μας σταύρωναν, έπαιρναν 
τα σφουγγάρια μας έπλεναν, έτριβαν τη γλώσσα, τα χείλη, 
τα δόντια, ανησυχούσαν, το χρώμα έφευγε κι έμπαινε στα μάτια τους.
Γίνονταν όμορφες μαυροματούσες και ξανθές 
και τις νιώθαμε αργά αργά να μεταμορφώνονται 
σε απείραχτες κορασίδες.
Μονολογούσαν λόγια ακατάληπτα  κι έκαναν 
πως δεν πρόσεχαν τις φουσκωμένες τσέπες μας.

Ανάστατες σήκωναν τα καπάκια από τα πηγάδια
και βουτούσαν μέσα τα απονήρευτα 
κορίτσια μην τα βατέψει ο πρώιμος ξεσηκωμός μας.
Έκλειναν και σφράγιζαν με κουρέλια τα στόμια των 
πηγαδιών κι έκαιγαν μοσχοκάρφια κανέλα μαστίχα και λιβάνι 
για να φύγει το κακό. 
Με ραβδιά μαστίγωναν αλύπητα τα φυτά.
Ύστερα πήγαιναν στις πλατείες
τους ιερωμένους και τους ντελάληδες να φωνάξουν  
τον οίστρο μας να καταλαγιάσουν
κι ολούθε να διαλαλήσουν τα μυστικά ξαφνιάσματα 
που κρύβαμε στην τσέπη μας.