Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

Εσύ το φως

Ανθρακί χρώμα είχαν τα μάτια σου.
Τα χείλη σου πυρωμένα κάρβουνα σε μαγκάλι
φτωχών εραστών. 
Ο χειμώνας κύκλωνε την ύπαρξή τους.
Μαγικές είχαν ανάσες να στεγνώνουν τα πέλματα 
απ' την επέλαση του χιονιά.
Στοιβάδες το χιόνι στις πλάτες του.
Ο βοριάς ανέμιζε τα μαλλιά τους.
Σημαία τα έκαναν, να γελούν τα παιδιά 
και να στοχάζονται οι γερόντοι  πριν την 
παρτίδα σκάκι αρχίσουν στον καφενέ με τα ταριχευμένα 
πτηνά και τους βαλσαμωμένους κορμοράνους.

Τα μάγουλα σου φωλιές πουλιών στο δασάκι
με τα βαθυπράσινα κυπαρίσσια.
Ανοιγόσουν στα μνήματα και μαρμάρινη έπαιρνες 
μορφή σαν τα αγάλματα στον κήπο της επιθανάτιας κόρης.
Βουβά είχαν τα χείλη τους σαν τα κοιμισμένα αηδόνια
πριν μπουν στην σειρά για την πρωινή συναυλία.
Τα παιδιά διασκέδαζαν και το παιχνίδι έπιαναν εκστασιασμένα.
Ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα δεν πίστευαν πλέον
τα παραμύθια και τις γιαγιάδες τραβούσαν απ' τις φούστες.
Ατρόμητες αυτές καινούργιους έφτιαχναν μύθους 
με βυρσοδέψες και λατόμους.
Γελούσαν τα παιδιά στην αυλαία και τα αγάλματα 
χειροκροτούσαν ασταμάτητα.

Άγνωστους χάρτες είχες στα γόνατά σου.
Τα χέρια σου κουπιά στο σκαρί της Μανταλένας.
Έτρεχαν οι ψαράδες σαν ζαλισμένες μέλισσες. 
Τραβούσαν τα δίχτυα κι η ψαριά τους πλούσια 
τον ολοήμερο κάματο νικούσε.
Χαμογελούσαν και στην πρύμνη στριφτά έκαναν τσιγάρα
Έκανε δαχτυλίδια ο καπνός, ζήλευαν οι κόρες 
και τους αγαπητικούς τους μέμφονταν.
Δεν τα πλησίαζαν, δεν τα έφταναν.
Απαρηγόρητοι έκλαιγαν κάτω από τις ιτιές και πενάκι 
δεν είχαν να γράψουν το ποίημα που αφόρμιζε στα χείλη τους.
Άγκυρες βαστούσαν και στον πλου προς τις σπηλιές 
κατευθύνονταν.

Εσύ το φως κι η ψηλή λαμπάδα απ' το κερί της μέλισσας.
Εσύ η τρεμάμενη φλόγα των εραστών 
με τα ψυχρά του θανάτου σώματα που οι ιερείς με μύρο ραίνουν.
Μεθυσμένοι ψαράδες σε ακολουθούν που απ' τις τρύπιες 
τους τσέπες γλίστρησε το δακτυλίδι του αρραβώνα.
Στα μουσεία πίσω απ' τα κρύσταλλα στα παιδιά με γροθιές 
και λόγια της σιωπής αντιτίθεσαι.
Δεν σε φτάνω.
Σε καλώ απεγνωσμένα.
Στο πάρκο περπατώ και με τις προτομές των ηρώων 
στήνω συμμορίες.
Στην απόχη μου θα πέσεις, αστράφτει το δακτυλίδι, 
βρέχει στον κήπο με τις βαθύσκιωτες μουριές.
Στον πόντο σε κερδίζω, το χέρι μου δίνεις πισωπατώντας.
Δεν θα φύγεις μες το πάρκο με τις προτομές 
θα γίνει η στέψη σου.
Εσύ ο αρχηγός κι εγώ να κινώ τα αόρατα νήματα.
Χοντρή κουβέρτα σου πλέκω την ψύχρα να διώξεις και 
το ανεμοβόρι στους ασκούς των Τρώων κλείνω σφαλιστά. 
Εντός μου κατοικείς σαν βωμός στον σηκό του ναού
θρησκεία σε κάνω και μπρος στα αλαλάζοντα πλήθη διακονώ 
το όνομά σου. .