Βάδιζε πολλή ώρα Μισοάδειοι οι δρόμοι Που και που ζευγαράκια ερωτευμένα
Παράνομοι εραστές κι απ' τα στενά να βγαίνει η κάπνα των δακρυγόνων
Απόγευμα Τετάρτης στο κέντρο μιας πόλης που χρόνια την ανεχόταν
Κλειστά τα καταστήματα.Τα ρολά κατεβασμένα με γκράφιτι και συνθήματα
πάνω τους φωλιασμένα
Πρόσεξε ένα σύνθημα που της έκανε εντύπωση:
"Εκείνο που θυμάμαι από σένα περισσότερο είναι το σκισμένο σου καλσόν"
Αυτή τι θυμόταν;
Πόσες ξενιτιές την έδιωξαν;
Πόσα καπέλα σκορπίστηκαν στον άνεμο;
Πόσα αποτσίγαρα φύτεψε στο κενό;
Περπατούσε ασταμάτητα Άναψε τσιγάρο Παρότι η Άνοιξη ήταν στο έμπα της
έκανε ψύχρα ακόμα Ο κόσμος αναρωτιόταν ποσό θα αργούσε να ακουστεί
μέσα απ' τη γη το ξάφνιασμα της χλόης
Έβγαιναν από έναν βαρύ χειμώνα κι η Άνοιξη σαν παραμελημένη γυναίκα
γύρω στα πενήντα της δεν έλεγε να φτιασιδωθεί λίγο
Έβγαλε από την τσάντα το κραγιόν της κι έβαλε μια ιδέα απ' αυτό στα χείλη
Καλοφτιαγμένη γυναίκα που παρότι διένυε την τέταρτη δεκαετία της ζωής
της κρατούσε κάποια στοιχεία νεότητας ακόμα Μια κομψότητα Μια χάρη
Μια τσαχπινιά Μια επιτήδευση
Συνέχισε να περπατά χωρίς καμιά στάση χωρίς επίμονες σκιές και σκέψεις
Μόνο το σύνθημα σαν αυτοκινητάκι κουρδιστό κλωθογύριζε στο μυαλό της
"Εκείνο που θυμάμαι από σένα περισσότερο είναι το σκισμένο σου καλσόν"
Αυτή τι θυμόταν;
Πόσα μαντήλια είχε αποσπάσει απ' τη λήθη;
Πόσα άδεια βαγόνια την περίμεναν;
Πόσες κιτρινισμένες σελίδες έμεναν κενές;
Αυτή με ένα φόρεμα πάνω απ' τα γόνατα είχε μια τέλεια κι άψογη εμφάνιση
Παπούτσια ψηλοτάκουνα ταιριαστά με την τσάντα της Καλσόν καλοφορεμένο
σταθερό Ούτε ένας πόντος δεν έλεγε να ξεφύγει Να αναπνεύσει το σώμα
Να ξεκινήσουν οι σπασμοί Να κινητοποιηθεί η καρδιά Να χαλαρώσει ο βρόγχος
Ούτε ένας πόντος να την συμπονέσει να την τσαλακώσει να δει ξανά τα χέρια
της γεμάτα Να δει τις αρτηρίες του κόσμου να συμπιέζονται και να ξεσπούν
Στάθηκε μπροστά σε μια βιτρίνα Ρουχάδικο ήταν Οι κούκλες γυμνές Τα λίγα
διακοσμητικά στο δάπεδο ξεφτισμένα απ' το φως του ήλιου
Οι κούκλες γυμνές και μόνες Δεν είχαν τι να φορέσουν Δεν είχαν που να πάνε
Αργούσε κι αυτή η Άνοιξη Ανυπόμονες την περίμεναν με κέρινα χαμόγελα
Λαχταρούσαν να βάλουν τα φλοράλ φορέματα Να ρίξουν τις κοτσίδες μπροστά
Να φορέσουν τα δαντελωτά ως τον αγκώνα γάντια Να στρέψουν τα καπέλα
τους αριστερά Μήπως κι αντέξουν τ' αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών
Να φορέσουν τις αέρινες εσάρπες με τις πέρλες Να μην ακούν τα δάκρυα των
νεκρών δρομέων στα πλακόστρωτα
Σκέφτηκε τ' αγάλματα στο μουσείο με τους βαριούς χιτώνες Σκέφτηκε τα άδεια
βλέμματα Σκέφτηκε τους πονεμένους καρπούς Εκείνο το τραχύ που η γη δεν
διαπραγματεύτηκε ποτέ
Εκεί θα πήγαινε στον κήπο του μουσείου στο καφέ που και σαν φοιτητριούλα
επισκεπτόταν
Έριξε μια τελευταία ματιά στη βιτρίνα και με μια σπασμωδική κίνηση - με τα
μακριά της νύχια - έσκισε ως κάτω το καλσόν
Στο Μουσείο την καλωσόρισε απορημένη η ματιά ενός ζητιάνου
Μήπως ήταν αυτός που είχε σκαρώσει το σύνθημα;
Πολύ πιθανόν Την μάγευαν πάντα τα βλέμματα που δεν κρατούσαν μυστικό
Όταν της σερβίρισαν τον καφέ είχε πια εμφανή τα σημάδια της ελευθερίας
στα πόδια
Στο γκαρσόνι μάλιστα που την λοξοκοίταζε χάρισε ένα μικρό χαρτάκι με τα
ψεύτικα της στοιχεία κάτι που συνήθιζε να κάνει από παλιά Κι ένα φιλοδώρημα
καθόλου ευκαταφρόνητο Τουναντίον
Έφυγε και ποτέ δεν ξανακοίταξε με περιπάθεια τις γυμνές κούκλες
"Εκείνο που θυμάμαι από σένα περισσότερο είναι το σκισμένο σου καλσόν"
Σιώπησαν τα ερωτηματικά Κοιμήθηκε η πόλη πάνω στα ιδρωμένα της σεντόνια
Στις γάμπες της επιτέλους έρεε ξανά αλκοολικός ο έρωτας!