Nikki
Βαριά η καστροπορτα οδηγούσε στην ψημένη απ' την αλμύρα καστροπολιτεία. Σπίτια στο χρώμα της γης ανέβαιναν τον βράχο σαν την κανέλλια φοράδα που στα κοφίνια μέσα είχε το χρυσό στάρι της φαμίλιας.
Το σκουξιμο της φώκιας έσμιγε με την καμπάνα Του Ελκομενου Χριστού.
Στην ταπια τα κανόνια πυρπολουσαν λες ακόμα πειρατές και κατακτητές μη και μολεψουν τη γη τους νέοι άρπαγες.
Καράβι το κάστρο συνομιλούσε με την ψυχή του ποιητή που τις νύχτες έβγαινε ως την Αγία Σοφία για να κατευνάσει το Μυρτώο πέλαγος με κάθε λογής γητειες
Μονεβασιωτισσες κυράδες άξια ζύμωναν το ψωμί, ασπριζαν τα κονάκια και με το χέρι τους - που προέκταση είχε το τραγισιο νήμα - έπλεκαν την χοντρή φανέλα του κύρη τους. Έπαιρναν το δρόμο για την αυλή της κυρά Ματουλας για το βαρύ γλυκό. Τα παιδιά τραγουδούσαν: Λουλου βάι βάι λουλου λουλούδι της Μονοβασιας. Καρδιοχτυπουσαν οι καλοκυραδες και τα ξεβασκαναν με τις προσευχές των προγιαγιαδων.
Στέμματα ήλιου
καταντικρυ πέλαγος
πλοίο ο βράχος.