Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Η κιβωτός

                       στη μαμά 

Έκοψε τα αποξηραμένα
φύλλα του καπνού
σε μικρά κομμάτια. 
Έστριψε τσιγάρο. 
Για χαρτί χρησιμοποίησε
τα εναπομείναντα, 
περσινά αετόχαρτα
με τη ματ επιφάνεια. 
Ψηλά πήγαν τα δαχτυλίδια
του καπνού, ως τα ετοιμόγεννα
σύννεφα κι έξυσαν
την κοιλιά τους. 
Η εποχή του κατακλυσμού
είχε αρχίσει.

*
Αναρωτήθηκε γιατί
τα φίδια αγαπούν
τους καλαμιώνες
και τη μουσική;
Ίσως γιατί το μακρύ
σώμα τους σε σαξόφωνο
φέρνει, σε φλάουτο
και σε φλογέρα. 
Μεγάλη μαγεία
το άκουσμα τους
ειδικά την άνοιξη 
όταν η φύση ξυπνά
αναγεννημένη
και σπρώχνει τη
βαριά ταφόπλακα. 

*
Απ' το παράθυρο της
έβλεπε έναν παλιό
σταθμό και τις παράλληλες, 
απαρχαιωμένες ράγες. 
Ποτέ τα τρένα
δεν πέρασαν
από εκεί. 
Ποιος να εμπιστευτεί
μια γραμμή που οι συρμοί της 
συγκρούονται μετωπικά 
με τα επαναλαμβανόμενα
όνειρα και τους επιθανάτιους 
στεναγμούς;

*
Μια άγνωστη πόλη
την κυνηγούσε στον ύπνο της. 
Είχε σπίτια αναπαλαιωμένα, 
ασπρισμένα με ασβέστη
και στενάκια τόσο πολύ
στενά που ούτε ποδήλατο
δεν χωρούσε να περάσει. 
Το περίεργο ήταν
κατά πως έβλεπε
στο όνειρο
ότι αυτή κυκλοφορούσε
πάντα στα σοκάκια
με ένα παλιό μαθητικό
λεωφορείο. 
Ίσως αυτός να ήταν
τελικά ο λόγος που κάθε
πρωί έβρισκε ξέφτια 
ασβέστη στο μαξιλάρι της
και στα μαλλιά της 
μια στενωσιά στην καρδιά
και λίγο αμίλητο νερό
στο πάνω χείλος.