Άναψε τα φώτα του ουρανού για να σε βλέπω.
Βαθύ έπεσε το σκοτάδι στα μάτια μου
απ' όταν συγγένεψες με τα βαθιά φαράγγια.
Άλλαξαν συνήθειες και τα ρολόγια
και διαρκώς με τις νύχτες ξενοκοιμούνται.
Στένεψε το φως.
Έσβησε και το φανάρι του δρόμου.
Δεν μπορώ να διακρίνω πια τα λεπτά φρύδια της σελήνης
(Στο μπαλκόνι ο κισσός κάτι μουρμουρίζει
δεν του απαντάς κι εμένα εχθρεύεται.
Κυκλώνει τα μαλλιά μου.
Περισφίγγει τις γάμπες μου.
Κομίζει νέες ψηφίδες στο θλιβερό μανιτάρι του φόβου.)
Βγαίνω στην αυλή ξυπόλητη με άδεια τα χέρια.
Ήχους ακούω απόκοσμους, βουερούς.
Υπερχείλισε το πηγάδι του κήπου και με σιγοπνίγει.
Σκούρα νερά μολεύουν το σώμα μου,
καταπίνουν τις γωνίες των ματιών μου, με μεταμορφώνουν.
Σφίγγω το σάλι μου, κρύβω τα δάκτυλά μου στα κρόσσια.
Στο πλαϊνό βουνό γυρίζεται μια ταινία τρόμου.
Κρύβομαι στον πλαϊνό μαντρότοιχο, προσωπείο φοράω.
Αμυδρά διακρίνω τα μάτια σου ή μήπως είναι μια παράνοια;
Κάποιος κλαδεύει μες στο σκοτάδι το αγιόκλημα
Πήγα να του πιάσω κουβέντα, να του μιλήσω για σένα,
για τις ώρες που τραβούν νωρίς τις κουρτίνες, για τα σκούρα νερά,
αλλά δεν είχα φωνή, δεν είχα χέρια και τα μαλλιά μου στα νερά πνίγηκαν
Πώς θα επιστρέψω σπίτι χωρίς την εικόνα μου;
Κίτρινα δόντια φυτρώνουν στο χώμα σαν απειλή.
Πώς να ξεφύγω;
Σκοντάφτω, πέφτω, πληγώνομαι..
Μάκρυνε ο δρόμος κι οι πέτρες αναπνέουν βαριά.
Στείλε μου τουλάχιστον ένα αστέρι να μου ανοίξει την πόρτα.