Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Παιδικός σπαραγμός

 Πώς να φύγω μαμά τώρα
που το αρκουδάκι μου θάφτηκε
κάτω από τα ερείπια;
Οι διασώστες με έσωσαν
αλλά αγνόησαν τον καλύτερο
μου φίλο.
Στο αριστερό του αυτί
μια βαριά πέτρα και στο
δεξιό του ένα ξύλινο δοκάρι.
Πώς να με ακούσει μαμά
που το καλώ εδώ να επιστρέψει
η καρδιά να ελαφρώσει και
μορφή να πάρει η ευτυχία
στα χείλη μου;

Η καρδιά μου πονάει μαμά
το αρκουδάκι μου καταπλακώθηκε
ένα μέτρο μακριά μου.
Στο στόμα του σωροί από
σοβάδες και στάχτη μαύρη.
Ποιος θα μου διηγηθεί τώρα
ιστορίες και παραμύθια ο
ύπνος ο γλυκύς να με πάρει;
Νυστάζω μαμά και περπατώ
στα τυφλά.
Το αρκουδάκι μου γνώριζε
τα ομορφότερους του κόσμου
μύθους.
Γυμνό και μόνο γυρίζω μαμά
κι ένα αδράχτι τα βλέφαρα μου
δεν τα αφήνει να κλείσουν.

Η ψυχή μου υποφέρει μαμά
το αρκουδάκι μου έμεινε πίσω.
Στα μάτια του σκόνη πολύ
κι εγώ τον δρόμο δεν βρίσκω.
Αυτό με πήγαινε στα ονειρικά
του κόσμου μονοπάτια.
Ανάμεσα από τα πεύκα με
ταξίδευε και τα αρρενωπά
έλατα.
Τώρα τίποτα δεν διακρίνω
μαμά, παντού χαλάσματα και
κίτρινα μανιτάρια.
Πώς να αντικρίσω την
πύλη που οδηγεί στην χαρά
και στην ασφάλεια, πώς να
μπω εκεί μέσα να κοιμηθώ λίγο
πλάι στα γαλήνια όνειρα.

Το κορμί μου πονάει μαμά
το αρκουδάκι μου σταμάτησε
να γελάει πριν ακριβώς μία ώρα.
Αποζητώ τα χέρια του να με
αγκαλιάσουν.
Στα χέρια του πληγές πολλές,
ραγίσματα από τα μαυρισμένα
μπαλκόνια που κατέπεσαν.
Απάγκιο έβρισκα και ζεστασιά
εκεί μαμά.
Κρυώνω πολύ, οι φλέβες
μου πάγωσαν και το αίμα δεν
ρέει.
Δεν κινούμαι.
Δεν αναπνέω.
Δεν υπάρχω.
Στα χέρια του το αρκουδάκι
κρατούσε ένα κλάδο ελιάς
και ένα περιστέρι.
Καταπλακώθηκαν μαμά
κι οι αιμοσταγείς στρατηγοί
τρίβουν τώρα τα χέρια τους
ικανοποιημένοι.
Η Ειρήνη κι αγάπη ένα χλωμό
αρκουδάκι που δεν το άφησαν να ζήσει.