Κυριακή ήταν τότε θυμάμαι
Μια ανούσια Κυριακή
Που απρόσκλητος ήρθες στο σπίτι
Ακούμπησες τη βρεγμένη ομπρέλα σου
Στο πάτωμα
Κι έσταξε φθινόπωρο στους ξύλινους αρμούς
Δεν ξέρω αν σ' αγαπούσα
Ή απλά χαιρόμουν αυτή καθαυτή
Τη συντροφιά σου
Στα χέρια σου μια πύρινη ανθοδέσμη
Ποτέ δεν μου χάρισαν λουλούδια
Ξεστόμισα έκπληκτη
Ένα κυκλάμινο άγριο
Μια θηλυκή ορχιδέα
Ή έστω ένα ανώνυμο αγριολούλουδο
Πώς διάβασες τη λαχτάρα μου
Πώς γονάτισες στα λευκά μου πανιά
Πώς ξεμπέρδεψες το νήμα της απώλειας;
Ήρθες για να μείνεις, είπες
Κι εγώ παρακολουθούσα
Το τρέμουλο των χειλιών σου
Διάβαζα ήρεμα
Τις αποχρώσεις στο βλέμμα σου
Γήινες ζεστές ενσωματωμένες με ίσκιους
Μια αποδόμηση κι ένας εκστασιασμός
Μια επιδρομή σε τοπία χαυνωτικά από τη λήθη
Νόμισα ξάφνου πως μπερδεύτηκαν
Όλα τα χρώματα στον πυρήνα της ζωής
Πως μια καταιγίδα πλησίασε
Τα ουράνια βεγγαλικά για να τα σβήσει
Ήρθες καμωμένος από γυαλί
Με εστίες πολλές να με ζεστάνεις
Πως χρωμάτιζαν τα μάτια σου
Τον ερχομό του Οκτώβρη στα γκρίζα μου στόρια
Απέφυγα να κοιτάξω τις κνήμες σου
Τα βοστρυχωτά σου μαλλιά
Μόνο το βλέμμα σου μ' έκλεψε
Κι εκείνη η λάμψη που γιγάντωνε
Τα σβησμένα μου πάθη
Ήρθες για να ντύσεις τις εσοχές στο μαντήλι
Σε λεβάντες να κρύψεις
Το αρχαίο μου όνομα
Καιρός κακός μην το βρει κι ανοίκειος φόβος
Μπερδεύτηκαν τα χρώματα στα μάτια σου
Την ώρα που έσβηνε αργά ο αποσπερίτης
Στους γήλοφους της ομίχλης`
Κι έμεινα να ξεχωρίζω αχνά ουράνια τόξα
Στα φλύαρα ύψη των αιθέρων
Τα μικρά καταφύγια των νεκρών
Να αναζητώ στων προσώπων τα αχανή βάθη
Πολλά τα πρόσωπα κι άπειρες οι στιγμές
Που αισθαντικά έφερες μαζί σου
Σθεναρά θυμάμαι με προέτρεψες
Σμίλη να γίνω αργυρή
Κι εσύ ο μαρμάρινος τύμβος
Να χαράζω τους στίχους μου
Πύρινη να πάρουν μορφή
Σαν τα λουλούδια που η αγκαλιά σου
Απλόχερα κάποτε μου φανέρωσε
Πήρε μέρος στο 13ο Συμπόσιο Ποίησης που ακούραστα
διεξάγει η αγαπημένη πριγκιπέσα μας Αριστέα
http://princess-airis.blogspot.gr/2016/10/
13o-Symposio-Poiisis-Oi-symmetohes.html