Αυτήν την ώρα εσύ κοιμάσαι
μα εγώ ξαγρυπνώ και για τους δύο.
Πάνω από την κλίνη της κόρης ξαγρυπνώ
που απόψε θα πεθάνει όχι από έρωτα
όπως αποφάνθηκες αλλά από μια μορφή
καλπάζουσας μοναξιάς.
Δεν θα την προλάβεις.
Αμέτοχος πάντα εσύ κοιμάσαι
και στο τρίτο όνειρο βρίσκεσαι τώρα.
Σε χιονισμένα τοπία περπατάς, με βασιλιάδες
χαριεντίζεσαι κι έναν κήπο με μπλε ορτανσίες
επισκέπτεσαι.
Πάντα μπλε οι ορτανσίες ποτέ εκείνες
οι ροζ οι αυθεντικές των παρελθόντων
χρόνων που καλλιεργούσαν οι ορεσίβιες
κυράδες κι έσταζαν υγρασία.
Η κόρη αργοπεθαίνει και της κρατώ σφιχτά
το χέρι όπως σφιχτά κρατά την ξεφούσκωτη
μπάλα το μικρό χαμίνι μην και την χάσει.
Αν ψιθυρίσω το όνομα της ίσως ξυπνήσεις.
Πάντα αγαπούσες τα σπάνια ονόματα.
Το κρατάω μυστικό.
Μόνο για μένα είναι.
Ευθυμία την λένε κι είχε όντως πολλές
χαρές προηγουμένως η ζωή της πριν σε
γνωρίσει και χαθεί στην παράνοια.
Όταν ξυπνήσεις δεν θα την βρεις εδώ
θα την έχω φυγαδεύσει με το φορείο
της μνήμης από την πίσω πόρτα στη μάνα της
για να την νεκροντύσει.
Εσένα θα σε αφήσω μόνο σου να περπατάς
και να τρίζουν οι μπότες σου στο χιόνι,
βιαστικά να κόβεις ένα μπουκέτο ορτανσίες
για να μου φέρεις κι εγώ να μην τις καταδέχομαι.
Αντιπαθώ το ψυχρό μπλε χρώμα έπρεπε
να το ξέρεις όπως αντιπαθώ τους βασιλιάδες
που εσύ προσκυνάς και μαζί τους κοιμάσαι.