Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

Καρτερία

Αγαπώ τη ζέστα του κορμιού σου
την διαφυλάττω, απεγνωσμένα διατρέχω 
κόκκινα ποτάμια ευρύκοιτα. 
Μούσκλια με πνίγουν και μια πέτρα σκληρή 
σημαδεύει την αγωνία μου. 
Περπατώ  παρακολουθώντας το πετάρισμα 
μιας μικρής χρυσόμυγας, την ακολουθώ 
πιστά κι αδιαμαρτύρητα ακροπατώντας 
με σύνεση μη και πατήσω το γούνινο γάντι
της αγριοσυκιάς ή τη σκληράδα του μαρμάρου. 

Ψηλαφίζω τις ίνες του κορμιού σου, 
απεγνωσμένα να διαβάσω τη μυστική γραφή.
Τα ψηφία όμως άγνωστα,  περίτεχνα ωσάν 
γραμμένα από σεπτά χέρια  βυζαντινών μοναχών. 
Αδυνατώ να βγάλω το όποιο νόημα. 
Θυμώνω κλωτσώντας τους κλώνους 
μιας νάρκισσης φτέρης, την ξεφυλλίζω 
με μανία - άδεια κλαδιά με δακρυσμένα 
γόνατα- κι η ανάγκη ακόρεστη.

Στέκομαι απόμερα πλάθοντας με φύλλα 
και χυμούς φτέρης μπάλες - οβίδες για το 
τελικό χτύπημα.
Σε διάσελα φτανω και στήνω εξέδρα
σημαδεύοντας με ακρίβεια τη σφυρηλατημένη
μάσκα του θανάτου.
Αγαπώ τη ζέστα του κορμιού σου. 

20/9/2003

Ακαταδεξιά

Αυτήν την ώρα εσύ κοιμάσαι 
μα εγώ ξαγρυπνώ και για τους δύο. 
Πάνω από την κλίνη της κόρης ξαγρυπνώ 
που απόψε θα πεθάνει όχι από έρωτα 
όπως αποφάνθηκες αλλά από μια μορφή 
καλπάζουσας μοναξιάς. 
Δεν θα την προλάβεις. 
Αμέτοχος πάντα εσύ κοιμάσαι 
και στο τρίτο όνειρο βρίσκεσαι τώρα.
Σε χιονισμένα τοπία περπατάς, με βασιλιάδες 
χαριεντίζεσαι κι έναν κήπο με μπλε ορτανσίες 
επισκέπτεσαι. 
Πάντα μπλε οι ορτανσίες ποτέ εκείνες 
οι ροζ οι αυθεντικές των παρελθόντων 
χρόνων που καλλιεργούσαν οι ορεσίβιες
κυράδες κι έσταζαν υγρασία. 
Η κόρη αργοπεθαίνει και της κρατώ σφιχτά 
το χέρι όπως σφιχτά κρατά τη ξεφούσκωτη
μπάλα το μικρό χαμίνι μην και τη χάσει. 
Αν ψιθυρίσω το όνομα της ίσως ξυπνήσεις. 
Πάντα αγαπούσες τα σπάνια ονόματα. 
Το κρατάω μυστικό.
Μόνο για μένα είναι. 
Ευθυμία θα την λέω κι είχε όντως πολλές 
χαρές προηγουμένως η ζωή της πριν σε
γνωρίσει και χαθεί στην παράνοια.
Όταν ξυπνήσεις δεν θα την βρεις εδώ 
θα την έχω φυγαδεύσει με το φορείο 
της μνήμης από την πίσω πόρτα στη μάνα της
για να την νεκροντύσει.
Εσένα θα σε αφήσω μόνο σου να περπατάς 
και να τρίζουν οι μπότες σου στο χιόνι,
βιαστικά να κόβεις ένα μπουκέτο ορτανσίες 
για να μου φέρεις κι εγώ να μην τις καταδέχομαι.
Αντιπαθώ το ψυχρό μπλε χρώμα έπρεπε 
να το ξέρεις όπως αντιπαθώ τους βασιλιάδες 
που εσύ προσκυνάς και μαζί τους κοιμάσαι.