Όλη φωταγωγημένη από
τις λάμψεις των ματιών σου
ήρθα απόψε κοντά σου.
Ανοιχτά ήταν τα περάσματα,
μίτο δεν χρειάστηκα, και τα
κλειδιά στην πόρτα βρήκα.
Μυστηριακό ήταν το φως
σου κι εκτυφλωτικό.
Φως αστραπών που πέφτει
στο ελατοδάσος και κατακαίει
τα δέντρα σκίζοντας τα στη μέση.
Σε αυτό το ελατοδάσος
συνηθίσαμε να πηγαίνουμε
παιδιά ακόμα τρελά για να
παίξουμε παιχνίδια.
Έτρεχαν τα πόδια μας ανάμεσα
στα κυκλάμινα και τις φτέρες.
Τρυγούσαμε σαν μέλισσες τις
χαρές και στις πτυχώσεις των
σχολικών ποδιών μας τις αποθέταμε.
Γελούσαν οι μανάδες το βράδυ
κι έκρυβαν τα νήματα απ' το
πλεκτό κάτω από τις μασχάλες.
Από αυτό το δάσος, ένα φεγγάρι,
κόψαμε ένα έλατο για να το
στολίσουμε με τα άστρα που
είχαν περισσέψει από τα όνειρα μας.
Κάθε χρόνο το ίδιο έλατο
στολίζαμε τι κι αν μαραίνονταν
κι έγερνε στην κορυφή
αυτό επιλέγαμε πάντα.
Κορδώνονταν στο σαλόνι κι
εμείς χτυπούσαμε παλαμάκια.
Αδέρφι το χαρακτηρίζαμε
και φίλο πιστό.
Φέτος που λείπεις όσο ποτέ
άλλοτε το έχω ανάγκη.
Στις ρίζες του, που αφήσαμε
πίσω, ξεδιπλώνεται το μπόι μου.
Στον κορμό του σχεδιασμένα
τα αρχικά μας.
Στις βελόνες του περασμένη
η κλωστή για να κεντήσω
τα πουκάμισα σου και τις
χαλαρές γραβάτες σου.
Με τα κεντίδια στο χέρι
θα σταθώ μπροστά σου
κι από το άπλετο φως σου
θα ανάψω τα μανουάλια
των ναών μου.
Ζεις στο φως των αστραπών
και στην καταιγίδα του
μυαλού μου φωλιάζεις.
Αυτόφωτος κι ωραίος
ξεμπερδεύεις την άλικη
κλωστή και κοντά σου
με δένεις, μαριονέτα που
δεν ξέρει να συλλαβίζει
πάρεξ το όνομα της.
Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023
Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023
Ωφέλιμο
Πικραμύγδαλο η καρδιά μου
κι έμαθα να την ξεπικρίζω
με το οξύ υγρό των δακρύων μου.
Βλέπεις πολλά αξιώθηκα
δάκρυα μέσα στη ζήση
να έχω.
Πότε πόνου.
Πότε χαράς ή θυμού.
Πάντα θα μου περίσσευε
ένα δάκρυ για να αφεθώ
απερίσπαστη στης λύτρωσης
το πλούσιο δείπνο.
Κάτω από την κορομηλιά
παιδί ακόμα βαφτίστηκα
στης αρρώστιας
την στρεβλή ανακολουθία.
Οι εφημερίδες το έγραφαν,
οι αρθρογράφοι το επισήμαιναν
κι εγώ λιανό κλαδί σαστισμένο
χάιδευα τα χαπάκια στην
τσέπη μου.
Η θεία κακιώνε
κι έμενε ξάγρυπνη
για να τελειώσει
το προικιό της νεκρής της
κόρης.
Εγώ έπεφτα σε έναν ύπνο
ελαφρύ, δεν με άφηναν οι
σαΐτες όνειρα για να δω
πολύπλοκα.
Διακεκομμένες οι στιγμές μου
κι η εφηβεία στο κατώφλι
χτύπαγε κουδουνάκια σαν
αυτά που έχουν οι μάγισσες
και χτυπούν όταν λύνουν
τα μάγια του έρωτα.
Πικραμύγδαλο η καρδιά μου
με μόνο μία κοιλία.
Συνήθισα έτσι, τα κατάφερα.
Πώς να μεσιάσω τους μήνες,
τις εποχές και τα χρόνια;
Αδύνατον.
Η μάνα με πήγαινε στους
πρακτικούς.
Μου έδεναν τα χέρια με
πανιά από κάμποτο, εγώ
έκλαιγα απελπισμένα.
Η πικρία μέσα μου πλάταινε
σαν θάλασσα γκρίζα κι η
καρδιά κλωτσούσε δυνατά
σαν όπως κλωτσά την πόρτα
ο πεινασμένος για να κλέψει
το ψωμί.
Ήθελα να φύγω, λαχταρούσα
να αφεθώ και να ενταχθώ στα
πλήθη απ' τις λάμιες
που με κυνηγούσαν.
Με τρόμαζε ο θόρυβος
και τα παγερά χέρια
των κομπογιαννίτηδων
μού μούδιαζαν το σώμα.
Το στόμα μου κλειστό με
στυπόχαρτο δεν μπορούσε
να καλέσει σε βοήθεια.
Έμενα στο γρασίδι ξαπλωμένη
να κοιτάζω τα άστρα.
Άλλοτε πάλι έπαιρνα
δυο πέτρες και τις μουτζούρωνα.
Τις μόνες που φρόντιζα
να αφήνω καθαρές
ήταν οι πηγές των ματιών μου.
Έτσι μες την άρμη των δακρύων
μπήκα κι επέζησα ως σήμερα
και τις αποκοτιές της
μοίρας διόλου δεν φοβάμαι.
Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023
Η έκρηξη
Ο ορός δεν στάζει μαμά
φώναξε τους γιατρούς.
Τους δικούς σου γιατρούς.
Αυτούς του ουρανού.
Φορούν χαβανέζικα ρούχα
και δεν τους φοβάμαι μαμά.
Εδώ στη γη όλα παγώνουν.
Οι γιατροί φορούν άσπρες
μπλούζες σαν τις σελίδες
του τετραδίου που άγραφο
θα μείνει και ξεχασμένο
το ποίημα θα γίνει κατακάθι
που η λύπη το κυβερνά.
Φοβάμαι μαμά τα σχέδια του
φλιτζανιού, τις κλειστές
πόρτες τρέμω κι εκείνο
το στεφάνι στο χείλος
πένθιμο είναι και σε ξόδι
ταιριάζει.
Τους δικούς σου γιατρούς
να φωνάξεις μαμά.
Εδώ οι πιο πολλοί γιατροί
φώναξε τους γιατρούς.
Τους δικούς σου γιατρούς.
Αυτούς του ουρανού.
Φορούν χαβανέζικα ρούχα
και δεν τους φοβάμαι μαμά.
Εδώ στη γη όλα παγώνουν.
Οι γιατροί φορούν άσπρες
μπλούζες σαν τις σελίδες
του τετραδίου που άγραφο
θα μείνει και ξεχασμένο
το ποίημα θα γίνει κατακάθι
που η λύπη το κυβερνά.
Φοβάμαι μαμά τα σχέδια του
φλιτζανιού, τις κλειστές
πόρτες τρέμω κι εκείνο
το στεφάνι στο χείλος
πένθιμο είναι και σε ξόδι
ταιριάζει.
Τους δικούς σου γιατρούς
να φωνάξεις μαμά.
Εδώ οι πιο πολλοί γιατροί
δεν αγαπούν τα ποιήματα.
Έχουν νυστέρια, βελόνες
και ψαλίδια
στα χέρια και αίμα στάζει
από τους καρπούς τους.
Τρομάζω μαμά.
Τα ματωμένα χέρια τους
μαμά τρομάζω πιο πολύ.
Μου σφραγίζουν το στόμα,
δεν μπορώ να αναπνεύσω.
Μου κλείνουν τα μάτια
και στη φαντασία μου
διπλή κλειδαριά περνούν.
Δεν μπορώ την εικόνα σου
να κοιτάζω και απ' την άκρη
της ποδιάς σου να κρατηθώ
σφιχτά με εμποδίζουν.
Μου λερώνουν τα σκισμένα
μου ρούχα και πως θα βγω
στην αλάνα να παίξω μαμά.
Θυμάσαι εκείνη την πάνινη
μπάλα που μου έφτιαξες
τον καιρό της ειρήνης
ακόμα την έχω κάτω από
το μαξιλάρι μου.
Απ' όταν έφυγες όλα άλλαξαν
εδώ μαμά.
Τα νοσοκομειακά σφυρίζουν
διαβολεμένα, οι βόμβες
ανοίγουν τεράστιους κρατήρες,
τα όπλα βγάζουν μαύρο
δηλητήριο και οι άνθρωποι
ακρωτηριασμένοι περπατούν.
Εκεί να έρθω θέλω μαμά.
Εκεί να σου λέω τραγούδια.
Τη μοναξιά σου να ντυθώ.
Μην φωνάξεις τους γιατρούς
ήρθα κοντά σου τώρα.
Είμαι χαρούμενη μαμά, εδώ
οι οροί ζαχαρόνερο κι
ανθόμελο έχουν
και στα κρεβάτια παχιά
στρώματα μας κοιμίζουν.
Το χέρι σου μαμά είναι
στεγνό και καθαρό.
Αγκάλιασε με.
Στο πλάι σου γέρνω.
Από μικρό παιδί αγαπούσα
τα χαβανέζικα ρούχα,
τις λουλουδιασμένες αυλές
και τους ίσκιους των πεύκων
που στρώναμε τα φλοκατά
Έχουν νυστέρια, βελόνες
και ψαλίδια
στα χέρια και αίμα στάζει
από τους καρπούς τους.
Τρομάζω μαμά.
Τα ματωμένα χέρια τους
μαμά τρομάζω πιο πολύ.
Μου σφραγίζουν το στόμα,
δεν μπορώ να αναπνεύσω.
Μου κλείνουν τα μάτια
και στη φαντασία μου
διπλή κλειδαριά περνούν.
Δεν μπορώ την εικόνα σου
να κοιτάζω και απ' την άκρη
της ποδιάς σου να κρατηθώ
σφιχτά με εμποδίζουν.
Μου λερώνουν τα σκισμένα
μου ρούχα και πως θα βγω
στην αλάνα να παίξω μαμά.
Θυμάσαι εκείνη την πάνινη
μπάλα που μου έφτιαξες
τον καιρό της ειρήνης
ακόμα την έχω κάτω από
το μαξιλάρι μου.
Απ' όταν έφυγες όλα άλλαξαν
εδώ μαμά.
Τα νοσοκομειακά σφυρίζουν
διαβολεμένα, οι βόμβες
ανοίγουν τεράστιους κρατήρες,
τα όπλα βγάζουν μαύρο
δηλητήριο και οι άνθρωποι
ακρωτηριασμένοι περπατούν.
Εκεί να έρθω θέλω μαμά.
Εκεί να σου λέω τραγούδια.
Τη μοναξιά σου να ντυθώ.
Μην φωνάξεις τους γιατρούς
ήρθα κοντά σου τώρα.
Είμαι χαρούμενη μαμά, εδώ
οι οροί ζαχαρόνερο κι
ανθόμελο έχουν
και στα κρεβάτια παχιά
στρώματα μας κοιμίζουν.
Το χέρι σου μαμά είναι
στεγνό και καθαρό.
Αγκάλιασε με.
Στο πλάι σου γέρνω.
Από μικρό παιδί αγαπούσα
τα χαβανέζικα ρούχα,
τις λουλουδιασμένες αυλές
και τους ίσκιους των πεύκων
που στρώναμε τα φλοκατά
για να δειπνήσουμε όλοι μαζί.
Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023
Αυταπάτες
Πόσο διαφορετικός ήσουν
όταν οι άγγελοι σε κάλεσαν
κοντά τους.
Αλλιώς μιλούσες.
Αλλιώς γελούσες.
Αλλιώς αποπλανούσες τον έρωτα.
Αλλιώτικες φτερούγες
είχες τα παλάτια του
ουρανού να κατακτήσεις.
Στον μυθικό Δαίδαλο
δεν έμοιαζες.
Πελάγη το όνομα σου
δεν πήραν.
Της θάλασσας την αγκάλη
δεν καταδέχτηκες.
Στους βυθούς που
κοιμούνται τα βαπόρια
και οι γοργόνες τούς έχουν
για σπίτι τους δεν εισήλθες
ποτέ.
Εσύ το μέγα ύψος.
Εσύ η ουράνια πόρπη
που τη ζώνη συγκρατεί
Του Θεού.
Εσύ το πυροτέχνημα της
λέξης και το βαρύ λεξικό
που ποιήματα γεννά
αχειροποίητα.
Ποτέ δεν σε διάβασα.
Ποτέ δεν σε αποκωδικοποίησα.
Ποτέ στο μεγαλείο των
λόγων σου κλειδί δεν μου
έδωσες να μπω.
Απέξω ξενυχτάω.
Απέξω της Αρετούσας
τους δισταγμούς μαθαίνω.
Στην κάμερα σου που
χειμάζουν τα αηδόνια
κι οι κορυδαλλοί συντροφιά
σου ποτέ δεν με κάλεσες.
Τα γήινα για σένα άγνωστοι
τόποι ήταν.
Ξεμάκραινες από το χώμα,
από τις πηγές από τα πηγάδια
και τις ασημένιες ελιές.
Στους ουρανούς ταγμένος
ήσουν και προς τα εκεί
πάντα κινούσες.
Τους γνωστούς οβολούς
δεν κρατούσες στα χέρια.
Μόνος σου έκοβες χρυσά
νομίσματα στο αλώνι του
Ιουλίου.
Με αυτά τώρα παραπλανάς
μικρούς θεούς και στα τάγματα
τους μέσα ηγέτης τους γίνεσαι.
Μένω εδώ να εκλιπαρώ
κάποια να μου χαρίσεις δώρα.
Ένα ποίημα.
Ένα νόμισμα.
Ένα κλειδί.
Μία αυταπάτη μήπως και
στο αβέβαιο επιβιώσω.
Διακλάδωση δεν βρίσκω
που να βγάζει σε εσένα.
Το σύμπαν σου μακριά κι
εγώ στις εφιδρώσεις
των δρομέων θυσιάζομαι
όταν οι άγγελοι σε κάλεσαν
κοντά τους.
Αλλιώς μιλούσες.
Αλλιώς γελούσες.
Αλλιώς αποπλανούσες τον έρωτα.
Αλλιώτικες φτερούγες
είχες τα παλάτια του
ουρανού να κατακτήσεις.
Στον μυθικό Δαίδαλο
δεν έμοιαζες.
Πελάγη το όνομα σου
δεν πήραν.
Της θάλασσας την αγκάλη
δεν καταδέχτηκες.
Στους βυθούς που
κοιμούνται τα βαπόρια
και οι γοργόνες τούς έχουν
για σπίτι τους δεν εισήλθες
ποτέ.
Εσύ το μέγα ύψος.
Εσύ η ουράνια πόρπη
που τη ζώνη συγκρατεί
Του Θεού.
Εσύ το πυροτέχνημα της
λέξης και το βαρύ λεξικό
που ποιήματα γεννά
αχειροποίητα.
Ποτέ δεν σε διάβασα.
Ποτέ δεν σε αποκωδικοποίησα.
Ποτέ στο μεγαλείο των
λόγων σου κλειδί δεν μου
έδωσες να μπω.
Απέξω ξενυχτάω.
Απέξω της Αρετούσας
τους δισταγμούς μαθαίνω.
Στην κάμερα σου που
χειμάζουν τα αηδόνια
κι οι κορυδαλλοί συντροφιά
σου ποτέ δεν με κάλεσες.
Τα γήινα για σένα άγνωστοι
τόποι ήταν.
Ξεμάκραινες από το χώμα,
από τις πηγές από τα πηγάδια
και τις ασημένιες ελιές.
Στους ουρανούς ταγμένος
ήσουν και προς τα εκεί
πάντα κινούσες.
Τους γνωστούς οβολούς
δεν κρατούσες στα χέρια.
Μόνος σου έκοβες χρυσά
νομίσματα στο αλώνι του
Ιουλίου.
Με αυτά τώρα παραπλανάς
μικρούς θεούς και στα τάγματα
τους μέσα ηγέτης τους γίνεσαι.
Μένω εδώ να εκλιπαρώ
κάποια να μου χαρίσεις δώρα.
Ένα ποίημα.
Ένα νόμισμα.
Ένα κλειδί.
Μία αυταπάτη μήπως και
στο αβέβαιο επιβιώσω.
Διακλάδωση δεν βρίσκω
που να βγάζει σε εσένα.
Το σύμπαν σου μακριά κι
εγώ στις εφιδρώσεις
των δρομέων θυσιάζομαι
και ακινητοποιούμαι.
Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023
Παιδικός σπαραγμός
Πώς να φύγω μαμά τώρα
που το αρκουδάκι μου θάφτηκεκάτω από τα ερείπια;
Οι διασώστες με έσωσαν
αλλά αγνόησαν τον καλύτερο
μου φίλο.
Στο αριστερό του αυτί
μια βαριά πέτρα και στο
δεξιό του ένα ξύλινο δοκάρι.
Πώς να με ακούσει μαμά
που το καλώ εδώ να επιστρέψει
η καρδιά να ελαφρώσει και
μορφή να πάρει η ευτυχία
στα χείλη μου;
Η καρδιά μου πονάει μαμά
το αρκουδάκι μου καταπλακώθηκε
ένα μέτρο μακριά μου.
Στο στόμα του σωροί από
σοβάδες και στάχτη μαύρη.
Ποιος θα μου διηγηθεί τώρα
ιστορίες και παραμύθια ο
ύπνος ο γλυκύς να με πάρει;
Νυστάζω μαμά και περπατώ
στα τυφλά.
Το αρκουδάκι μου γνώριζε
τα ομορφότερους του κόσμου
μύθους.
Γυμνό και μόνο γυρίζω μαμά
κι ένα αδράχτι τα βλέφαρα μου
δεν τα αφήνει να κλείσουν.
Η ψυχή μου υποφέρει μαμά
το αρκουδάκι μου έμεινε πίσω.
Στα μάτια του σκόνη πολύ
κι εγώ τον δρόμο δεν βρίσκω.
Αυτό με πήγαινε στα ονειρικά
του κόσμου μονοπάτια.
Ανάμεσα από τα πεύκα με
ταξίδευε και τα αρρενωπά
έλατα.
Τώρα τίποτα δεν διακρίνω
μαμά, παντού χαλάσματα και
κίτρινα μανιτάρια.
Πώς να αντικρίσω την
πύλη που οδηγεί στην χαρά
και στην ασφάλεια, πώς να
μπω εκεί μέσα να κοιμηθώ λίγο
πλάι στα γαλήνια όνειρα.
Το κορμί μου πονάει μαμά
το αρκουδάκι μου σταμάτησε
να γελάει πριν ακριβώς μία ώρα.
Αποζητώ τα χέρια του να με
αγκαλιάσουν.
Στα χέρια του πληγές πολλές,
ραγίσματα από τα μαυρισμένα
μπαλκόνια που κατέπεσαν.
Απάγκιο έβρισκα και ζεστασιά
εκεί μαμά.
Κρυώνω πολύ, οι φλέβες
μου πάγωσαν και το αίμα δεν
ρέει.
Δεν κινούμαι.
Δεν αναπνέω.
Δεν υπάρχω.
Στα χέρια του το αρκουδάκι
κρατούσε ένα κλάδο ελιάς
και ένα περιστέρι.
Καταπλακώθηκαν μαμά
κι οι αιμοσταγείς στρατηγοί
τρίβουν τώρα τα χέρια τους
ικανοποιημένοι.
Η Ειρήνη κι αγάπη ένα χλωμό
αρκουδάκι που δεν το άφησαν να ζήσει.
Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023
Για μια μικρή τσιγγάνα
Αν ποτέ έρθεις αγάπη
εγώ θα φοράω το μαύρο
ημίκοντο φόρεμα μου.
Ακριβό ρούχο με τέσσερις
πιέτες μεταξωτές στο
τελείωμα να μπαίνει
ο ήλιος σάρκα να παίρνουν
τα όνειρα κάθε ξωμάχου.
Ένας ραφτάκος αριστερόχειρας
μου το έραψε πάνε χρόνια τώρα.
Πώς να τα υπολογίσω;
Προσεκτική δουλειά, τίμια
Φρόντισε στις κουμπότρυπες
της ράχης να βάλει
την περίσσεια του τέχνη του
έτσι που τα κουμπιά να
θηλυκώνουν σφιχτά το γυμνό
τοπίο των σπονδύλων.
Καλό ρούχο φολιδωτό με την
λεβάντα να έχει διαπεράσει
τις ραφές του μπούστου
και το γιορτινό γιακαδάκι
με την χειροποίητη δαντέλα.
Το συντηρώ αγάπη για σένα.
Μία και μόνη φορά
το φόρεσα σε μια τελετή
αφιερωμένη σε ένα αδούλωτο
πνεύμα απ' το χώρο της τέχνης.
Ξεχνώ το όνομα του.
Δεν τσαλακώθηκε καθόλου
μόνο με λίγο ιδρώτα
λερώθηκε στις αμασχάλες.
Το έπλυνα αγάπη
με το παλιό σαπούνι της μαμάς.
Μοσχομύριζε ελιά, σπίτι,
χέρι φιλικό και ξυλάκι κανελας.
Αν λοιπόν έρθεις αγάπη
αυτό θα βάλω.
Ξέρεις, νομίζω
πως θα με αγαπήσεις
μέσα από αυτό
το ρούχο, εσύ που
πάντα κατέλυες στης
ομορφιάς τα φιλήδονα χείλη.
Α! δεν σου είπα:
Κάποτε πήγα να το χάσω.
Μια τσιγγανοπούλα πολύ
το λάτρεψε κι ήθελε
να μου το πάρει.
Ταίριαζε λέει με τις
δέκα σειρές χρυσά βραχιόλια
που είχε και με τους δυο
πλατινένιους κυνόδοντες της
που φάνταζαν όταν χαμογελούσε.
Δεν με έπεισε.
Έφυγε κακιωμένη κρατώντας
μία τράπουλα στο χέρι.
Πάνε χρόνια που δεν φάνηκε
πάλι προς τα εδώ.
Ίσως και να μετακόμισε
στις πολιτείες του βορρά.
Ποιος ξέρει.
Αν δεν έρθεις εδώ να ξέρεις
πως το φόρεμα αυτό
που τόσο αγαπούσες
θα το χαρίσω.
Αν φανεί η τσιγγανοπούλα
να μου μιλήσει ξανά για
μεγάλες πόρτες, για δρόμους
ανοιχτούς και για
τα μελλούμενα δεν θα αντισταθώ.
Της πάει άλλωστε γάντι
αυτό το φιδίσιο φόρεμα
κι έτσι ψηλή που είναι
ως το γόνατο θα της πέφτουν
οι φραμπαλάδες του και
θα σείονται ρυθμικά κάτω
από τον ήχο των βραχιολιών.
Σομόνκα
Ερωτικό ποίημα ανάμεσα σε δύο εραστές αποτελούμενο από δυο τάνκα και με 5/7/5/7/7 5/7/5/7/7 συλλαβές δεδομένη η λέξη πέλμα.
Συνάντηση
Πέλματα κρύα
σταλαγματιές της βροχής
έρημος τόπος
αποζητώ τα φιλιά
κορμί μοσχοβολιστό.
Αράχνης ιστός
σπίτι ερειπωμένο
ο χρόνος περνά
αγάπη επηρμένη
πλούσια τα στολίδια.
*
Αναμονή
Αγάπη μικρή
ζωγραφιστά πέλματα
κότσος τα μαλλιά
λατρευτή η εικόνα
σφάζει η αναμονή.
Άσπρος ο κρίνος
αγαλματένιο σώμα
κήποι της πόλης
κοντά σου θέλω να 'ρθω
τα φιλιά πεθύμησα.
*
Το δώρο
Πρώτος έρωτας
η καρδιά σπαρταράει
τρέχουν σύννεφα
ακουμπώ στα πόδια σου
τα πέλματα χαϊδεύω.
Καρδιοχτύπημα
ομορφαίνει ο κόσμος
ανάσες καυτές
λουλούδια στα χέρια μου
την μορφή σου στολίζω.
*
Χειμώνας
Κρύα η μέρα
παγωμένα πέλματα
χειμώνας βαρύς
την αγκαλιά σου θέλω
νεανική αγάπη.
Στιβαρά χέρια
καμαρωτό το κορμί
φύσης χάρισμα
διαλαλώ τα κάλλη σου
την ζεστασιά σου ποθώ.
*
Κεράσματα
Άγουρος καρπός
σταφύλι μεστωμένο
απαλά χείλη
οίνο κρατώ στα χέρια
το ποτήρι τσουγκρίζω.
Σπίθες στα μάτια
μεθυσμένο κορίτσι
κυρτό το πέλμα
φυλακή η αγκαλιά
τα κλειδιά της σου δίνω.
Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023
Η φωταγώγηση
Το θεοσκότεινο σημείο
που η μοίρα σου έταξε
να ζεις ήρθα και το φώτισα.
Πήρα λυχνίες από το
παιδικό μου δωμάτιο
και στα σκαλιά σου
πλάι στα γαριασμένα ρούχα
ήρθα και τις απέθεσα.
Φωτίστηκαν τα πόδια σου,
τα αραιά μαλλιά σου,
τα πονεμένα ισχία σου
και το κουδουνάκι
που κρατούσες στα χέρια σου
και που μου διέκοπτε
χρόνια τώρα
τα όνειρα, ούτε μια στιγμή
δεν παραμέλησα.
Το φως αμυδρό ήταν,
δεν σου έφτασε κι εγώ
σε άλλες λύσεις κατέφυγα.
Ζώστηκα μια σειρά
από πυγολαμπίδες
και στους ναούς σου
πλάι στα κατακερματισμένα
ειδώλια ήρθα τις άφησα.
Έλαμψαν για λίγο τα περιστύλια,
οι εσοχές, τα σπασμένα
σου γόνατα και τα φτερά
του κορυδαλλού που
για θυσία τον προόριζες
την προσήνεια των θεών
για να έχεις.
Γέλασες δυνατά και
τις πυγολαμπίδες έσβησες.
Τριγμοί παντού και σκότος
και μια τεράστια αράχνη
να υφαίνει τους ιστούς της.
Το θεοσκότεινο σημείο
που ζεις ήρθα να φωτίσω.
Σώμα ζητούσες και αίμα
κι εγώ τα σεντούκια
άνοιξα διάπλατα των
στίχων τις αστραπές
να αφαιρέσω.
Μέσα τους ξεδιπλώνονταν
ο έρωτας, ο θάνατος,
οι ρήσεις των αγγέλων
και τα σπάταλα λόγια
των απατημένων εραστών.
Έλαμψες ολάκερος
κι εγώ παροπλισμένη
σε παρακολουθούσα.
Τώρα σε θεοσκότεινα
με οδηγείς καταγώγια
να υπομένω τη ζωή.
Ευτύχημα για μένα
ένας μόνο στίχος
που κράτησα και
στο λαιμό μου τον
έδεσα για μενταγιόν.
"Σε αγαπώ αφού."
Προζύμι τον κάνω
για να συνθέσω στο μέλλον
των στίχων τα δεμάτια
που άπλετα τα μονοπάτια
θα φωτίσουν εδώ για να 'ρθεις.
που η μοίρα σου έταξε
να ζεις ήρθα και το φώτισα.
Πήρα λυχνίες από το
παιδικό μου δωμάτιο
και στα σκαλιά σου
πλάι στα γαριασμένα ρούχα
ήρθα και τις απέθεσα.
Φωτίστηκαν τα πόδια σου,
τα αραιά μαλλιά σου,
τα πονεμένα ισχία σου
και το κουδουνάκι
που κρατούσες στα χέρια σου
και που μου διέκοπτε
χρόνια τώρα
τα όνειρα, ούτε μια στιγμή
δεν παραμέλησα.
Το φως αμυδρό ήταν,
δεν σου έφτασε κι εγώ
σε άλλες λύσεις κατέφυγα.
Ζώστηκα μια σειρά
από πυγολαμπίδες
και στους ναούς σου
πλάι στα κατακερματισμένα
ειδώλια ήρθα τις άφησα.
Έλαμψαν για λίγο τα περιστύλια,
οι εσοχές, τα σπασμένα
σου γόνατα και τα φτερά
του κορυδαλλού που
για θυσία τον προόριζες
την προσήνεια των θεών
για να έχεις.
Γέλασες δυνατά και
τις πυγολαμπίδες έσβησες.
Τριγμοί παντού και σκότος
και μια τεράστια αράχνη
να υφαίνει τους ιστούς της.
Το θεοσκότεινο σημείο
που ζεις ήρθα να φωτίσω.
Σώμα ζητούσες και αίμα
κι εγώ τα σεντούκια
άνοιξα διάπλατα των
στίχων τις αστραπές
να αφαιρέσω.
Μέσα τους ξεδιπλώνονταν
ο έρωτας, ο θάνατος,
οι ρήσεις των αγγέλων
και τα σπάταλα λόγια
των απατημένων εραστών.
Έλαμψες ολάκερος
κι εγώ παροπλισμένη
σε παρακολουθούσα.
Τώρα σε θεοσκότεινα
με οδηγείς καταγώγια
να υπομένω τη ζωή.
Ευτύχημα για μένα
ένας μόνο στίχος
που κράτησα και
στο λαιμό μου τον
έδεσα για μενταγιόν.
"Σε αγαπώ αφού."
Προζύμι τον κάνω
για να συνθέσω στο μέλλον
των στίχων τα δεμάτια
που άπλετα τα μονοπάτια
θα φωτίσουν εδώ για να 'ρθεις.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)