Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023

Επικείμενος θάνατος

Πετάχτηκα με μια τρομερή βοή
πολυβόλου απ' τον ύπνο μου.
Φαίνεται πως στη γη των
ονείρων μου αιματηρές
μαίνονται μάχες με
αναρίθμητους νεκρούς.
Ήμουν ιδρωμένη κι η καρδιά
κάλπαζε σαν ατίθασο άτι
που χάθηκε φοβισμένο
στο δάσος.
Έψαυσα το σώμα μου,
πουθενά δεν βρήκα πληγές
παρότι ένας πόνος γλυκός
σαν μαχαιριά διαπερνούσε
το στήθος μου.

Τράβηξα την κουρτίνα,
η νύχτα ξετύλίγε ακόμα
τα κουβάρια της με την
μαεστρία ενός ποιητή
που σκαλίζει στίχους
πάνω στο μάρμαρο.
Ένας τεράστιος μαύρος
όγκος στην αυλή
μού τράβηξε το βλέμμα.
Απόρησα.
Σάστισα.
Στην αυλή μου μόνο
βασιλικά, γιασεμιά,
κατιφέδες και νυχτολούλουδα
μέσα σε πήλινες γλάστρες
υπάρχουν.
Πώς εισέβαλε στον κόσμο
τους ένα παρείσακτοι μαύρο
σώμα;

Ντύθηκα πρόχειρα
και βγήκα στην αυλή.
Ένα στρατιωτικό ελικόπτερο
είχε προσεδαφιστεί εκεί.
Ο έλικας του γυρνούσε ακόμα
και μια σημαία άγνωστη
είχε ζωγραφισμένη
στην δεξιά πόρτα.
Ένας νεαρός πιλότος
μου ένευσε να πάω κοντά του.
Δίστασα.
Πισωπάτησα.
Εγώ ποτέ δεν αγάπησα
τις μάχες και τις συρράξεις.
Μπήκα στο σπίτι.
Αδύναμη ήμουν.
Άοπλη χωρίς μπαρούτι
κι εξαρτήσεις συνήθιζα
να βαδίζω
ως τα τώρα στη ζωή.
Τις μάχες μου άλλωστε
τις έδωσα σώμα με σώμα.

Σκέφτηκα το τουφέκι
του πατέρα από χρόνια
χαμένο στη στέγη κάτω
απ' τις βαριές γκρίζες
πλάκες.
Πώς να το φτάσω;
Πώς να το ξετρυπώσω;
Άσε που φοβάμαι και
τους σκορπιούς και τα
φίδια που κυκλοφορούν εκεί.
Ανακάθισα στο κρεβάτι
κι άκουσα ένα βραχνό
ήχο μηχανής.
Το ελικόπτερο έφευγε
χωρίς εμένα.
Μάλιστα ο πιλότος
μου φώναξε πως θα
επέστρεφε πάλι αύριο.
Η απειλή του με άδειασε.

Το απόγευμα βρέθηκα
στη στέγη.
Πλήθος οι σκορπιοί
και τα φίδια γύρω μου.
Με τα χέρια τα παραμέριζα.
Βρήκα το τουφέκι
μαζί με δυο σειρές
από φυσίγγια σε μια κρύπτη.
Ανάπνευσα λυτρωμένη.
Από εδώ και στο εξής
μαχήτρια θα βγαίνω
στων ονείρων την
καμένη ράχη.
Μόνο που θα πρέπει
να εξασκηθώ λίγο
στο σημάδι πρόωρα
να μην πέσω νεκρή και
παραγκωνισμένο της ζωής
θύμα γενώ.