Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

ο κήπος με τα αγάλματα

Η σάλα ευρύχωρη λάιμ λαμπιόνια
Αναβόσβηναν στους καθρέπτες
Θυμάμαι ακόμα σαν τώρα τα μάτια σου
-Στο μούχρωμα του δειλινού-
Πίσω από την παλιά εταζέρα
Περιεργαζόσουν ένα παλιό κινέζικο βάζο
Γνωστές παραστάσεις
Μια κινέζα αυτοκράτειρα, ένα σκυλί,
Λουλούδια του λωτού
Κι ασύμμετρες χαράξεις αφαιρετικές
Το αφήνω ασχολίαστο
Τι πάθος…τα μάτια σου!
Λησμονώ το τατουάζ στο μπράτσο σου
Άγκυρα, γοργόνα ή αψίδα;
Μου διαφεύγει
Φαντάσου!
Το σώμα που τόσο αγάπησα

Ένα απόγευμα βγήκες από το σπίτι
Για ένα μικρό περίπατο στη πόλη
Όλα τακτοποιημένα
Στο κήπο τα αγάλματα
Μυημένα λες στις πληγές σου
Φόρεσαν κόκκινα σανδάλια
Στο ίδιο νούμερο με εσένα
Αφουγκράστηκα το αέρα σου
Να απομακρύνεται

Μελί το δειλινό
Η σάλα, το σπίτι γέμισε πυγολαμπίδες
Σημάδι αποχωρισμού
Εις μάτην έτρεξα, δεν σε πρόλαβα
Κάτω από την νεραντζιά άφησες
Μια φωτογραφία σου δυσδιάκριτη
Πρόβαλε μόνο καθαρά ένα τατουάζ
Στο στήθος σου
Μια κινέζα αυτοκράτειρα συνοφρυωμένη
Το βάζο τσάκισε σε κομμάτια
Σε αποχαιρέτησα με τον ήχο
Της αγαπημένης σου μπαλάντας

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

βραδυφλεγές πράσινο σώμα

Αγάπησα τα πράσινα πορτρέτα της κόρης
Με τα πικραμύγδαλα στα ματιά
Απροσδόκητα αλωμενη στο παρελθόν
Μέσα σε ασπρόμαυρα σκίτσα γελοιογράφων
Επαιτών
Η απόδραση κάποιες φορές σώζει
Παλιρροϊκό κύμα στο στόμα του Δράκου
Πράσινο σαν το σμαράγδι που κόβει το φως
Πράσινο εξατμισμένο από το κορμό των
Κυκλάδων
Σπάταλες εντέλει οι σχολικές αναγνώσεις
Οι προτροπές της βραδυφλεγής ελπίδας
Το αύριο, το αύριο
Με φκιασίδια κι αχνοπέταλα
Πόσο η ζωή σε διώκει;
Καμιά απάντηση ή έστω μια νύξη
Για το άγουρο ποίημα
Αγάπησα τη παλέτα με τις διαβαθμίσεις
Και τους τόνους του φαλλικού πράσινου
Γεννήτορας και βασιλέας με το υνί
Να διανοίγει χαρακιές στα σήμαντρα
Οκτώβρη μήνα
Σπόρος και ήχος κι καλύπτρα του νου
Να πικρίζει κόκκους δηλητήριου
Πράσινο σαν τα στεφάνια των νεκρών αθανάτων
Στην Αχερουσία λίμνη
Πράσινο μετουσιωμένο σε θρησκεία
Κρασί κεχριμπαρένιο στο φυσητό φλασκί
Του Διονύσου
Η καρδιά μου αναπνέει σαν νεογιλό κύτταρο
Στο αλογάκι της Παναγίας…
Φοβάμαι το θρήνο του χώματος
Θα φυτέψω δυο βραγιές αίμα στα μάτια μου
Πράσινο που ρέει
Πικραμύγδαλο στην κόρη!

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

επάνοδος

Αλαβάστρινο το τοπίο λευκό
Έξω από το παράθυρο
Φόρεσε τα καινούρια της ρούχα
Απόβραδο Κυριακής
Βαρύθυμα άναψε ένα τσιγάρο
Λειαίνεται έτσι λίγο η μοναξιά, σκέφτηκε
Ο καπνός του τσιγάρου τέμνονταν
Με τους καπνούς μιας ζωής
Αλαβάστρινος ο ορίζοντας παλαιωμένος
Έξω από το παράθυρο
Σήμα κινδύνου!
Εντός της όλα σε μια ευκίνητη ακινησία
Την προσκαλούσαν ανυπόμονα
Για πού;
Άφησε στη μέση ένα ταξίδι
Καρό τετράγωνη βαλίτσα στο πάτωμα
Ένα ταξίδι στα τέσσερα σημεία
Ενός ανήλικου τόπου
-Ανυποψίαστα ύποπτη λοιπόν
Διπλό συν στην έφηβη σιωπή -
Μια γόπα τρέμιζε στο στόμα της
Σαν μια ασυγκίνητη κιτρινισμένη διαδρομή
Εντός της έξω απ το παράθυρο
Χιόνιζε την επάνοδο στη ζωή
Το ταξίδι χόρευε δίπλα σε ένα κυρτό
Μαχαίρι
Αύριο είπε κι έφυγε
Αλαβάστρινο το τοπίο βραχύ
Έξω από το παράθυρο
Κλείδωσε τέσσερις φορές τη πόρτα
Κρεμασμένη στον φώσφορο η νύχτα σάστιζε

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

συνάντηση

Την νύχτα που οι καλαμιές πεθαίνουν ακούγοντας
Το μακρόσυρτο αργό σφύριγμα
Των τρένων και του νου μου
Στης ράγας τη διχάλα ξεψυχούν τα μαύρα
Εδώλια της δικής μου μοίρας
Άνοιξε πλούσια την παλάμη και σπόρους
Καλαμποκιού φύτεψε στο ματωμένο δάκρυ
Των προδομένων ηλίανθων
Εγώ δεν θα αργήσω
Την ώρα που τα εφτά κυκλάμινα διαρρηγνύουν
Την βραχώδη οροσειρά των νόστων
Στης Νοτιάς το εωθινό καταφύγιο
Λαχνό κερί ανάβει η κόρη που η ανάσα της
Μεσημέρι μυρίζει
Πλάγιασε σε λίθινο ολοστρόγγυλο λινό
Κι ολόγυρα με ρόδα, καρπούς ελιάς και κλάδους λυγαριάς
Οι μούσες στεφάνι θα σου πλέξουν
Ασθμαίνω και κυλάω της μνήμης τη πέτρα
Εγώ δεν θα αργήσω

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

το άλογο με τις μαύρες τουλίπες

Έφιππη περνώ τις ξέφωτες
Πολύκλωνες θάλασσες
Το ουράνιο μάτι στοχεύοντας
Με πέταλα από χαλκόχρωμα άνθη
Που μόλις χτες τα βρήκα μαραμένα
Στο σκήνωμα της ακάνθινης Ιέρειας
Έφιππη διαρτέχω δίαυλους πόντους
Κοσμώντας του αλόγου μου τη χαίτη
Με θύσανες μαύρες τουλίπες
Κάθε που βγαίνουν τα τρία φεγγάρια
Θυσία καταθέτω στον θεριστή καβαλάρη
Μη μιλάς τα απόβραδα
Κύμα οργής τρικυμίζεται
Και μια πρωραία ημέρα
Συναντά τη σκιά του ρολογιού σου
Φωτογραφίζομαι έφιππη
Στο δίμιτο μέλλον του έρωτα μας

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

χρονολόγιο

Ζεστά τα πρωινά και στις άβαθες
Ρίμες του λιμανιού βυθίζονταν ο ήλιος
-άφθαρτη εικόνα με τη μεστή μυρωδιά
Του αποξηραμένου ροδάκινου-
Να αναδέψει την αχνιστή αχινοθάλασσα
Στα μέρη της Κρανάης Νήσου
Ισχνό το χνούδι κι η ώρα αλλότρια
«Ζύγωσε μαύρα ματόφυλλα λυχναριών
Θα σε φιλέψω σήμερα»
Από χρόνους άγρυπνους αποκρούω τα ανατολικά
Σημάδια των νεκρών
Ναύτιλος η μνήμη πυροδοτεί
Τις σκονισμένες σπάθες μου
(Χρεία κι οργή....Πριν εσύ αργήσεις)
Υπέργηρα τα δειλινά
Κι από τις ενάλιες εξέδρες
Αναδύονταν οι πνιγμένοι αλιείς
Φαναράκια λευκά να δέσουν
Στα άλμπουρα μάτια του Σαγιά
"Φώναξε τους Παραμυθάδες
Στις Συννεφοσυμμορίες
Η Παρήγορος Θεά, μας καρτερεί»
Πέρα εκεί ξυστά στον ίλιγγο των υψωμάτων
Ιμάτια σπόρων διαμοιράζουν οι αλπινιστές
Μεταξωτές οι ρωγμές αίμα, αίμα, αίμα
Κι η αρπαγή της ισότονης μοίρας
Να επιστρέφει πριν το μεγάλο κατακλυσμό
Με δίχτυ τραχύ και κάλυκες αναμμένους
Στη κρύα παλάμη
(Χρεία κι οργή...Πριν εσύ αργήσεις)
Γυμνές οι νύχτες
Κι ανοιχτά του Μέζαπα σαλπάρει
Εμπύρετο το ψύχος…
Αν έρθεις φύλαξε ζεστή τη χούφτα σου
Ορέγομαι Θεούς Πύρινους και Χρόνους

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

τα ηδύποτα του Έρωτα

Κάθε απόγευμα δίπλα στο παλιό πιάνο
Με το σκεβρωμένο σώμα
Ανάσες κι ασπρόμαυρα στιγμιότυπα
Μελαγχολικών εραστών μελετώ
Πεντάγραμμο μιας μόνο ζωής
Φιγούρες και ζευγάρια με ηδύποτα στο χέρι
Λικνίζονται στο βαλς της δικής μου ψυχής
Παντοδύναμο το χειροκρότημα
Αναπνέω!
Μια απουσία διάχυτη πλαισιώνω
Κίτρινα τα φώτα και το βέλο της νύχτας
Λουστραρισμένο προσκρούει πάνω στο φιλί
Του ερωτευμένου Φαροφύλακα
Μια απουσία άχρονη αναβοσβήνει
Τραβώ τις κουρτίνες
Πάμφωτη η αυλαία προβάλλει το πορτρέτο του
Δες, πως ανοιγοκλείνει το μάτι
Στο τοκετό της Δύσης...
Χαρτογραφώ μιαν επίκληση στον πόνο
Της ασυλίας
Ανάστατη γραφή με επίθετα και ρήματα
Κι ουσιαστικά μου κρυφομιλούν
Αναπνέω
Δεν αρκεί!
Τι κι αν φαντάστηκες πως στην οροφή
Του πενταγράμμου ερωτοτροπούν τα ζευγάρια της λίμνης
Εκεί εχτές-θυμήσου- σκόνταψε το μυτερό πιγούνι
Της αμφίβιας Μάγισσας
Άραγε πως κι επέστρεψες;
Με εκείνα τα μουσικά κοχύλια αλιευμένα πρόχειρα
Από τη ζερβή σου τσέπη
Σκεβρωμένο το πιάνο κι ο έρωτας να συγκατοικεί
Στο ημιτόνιο διαμέρισμα της γελαστής Μπαλαρίνας
Μια σκιά μαύρη τέμνει την ουρά
Του μοναδικού χαρταετού της
Βρες το δρόμο σου
Πείνασε η νύχτα τα υγρά πέλματα
Της δικής σου τεφροδόχου, την ώρα
Που η Μπαλαρίνα κι ο Φαροφύλακας
Έκλειναν το πρώτο τους ραντεβού
Κρυφοκοιτάζοντας νήματα ομίχλης να δακρύζουν
Βγάλε το καπελίνο σου σίγησαν τα πλήκτρα ξαφνικά
Κι η παρτιτούρα βούρκωσε τραυματισμένους κύκνους
Βιάσου!
Μουδιασμένη χάσκει η κερκίδα
Πάνω από έφιππες αόμματες
Μελωδίες
Άραγε πως επέστρεψες;