Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Οι αποστολές των ουρανών

Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα 
μαύρες μπροστοποδιές για να 
ετοιμάζουν τα βραδινά μας γεύματα.
Όσο κι αν είναι αποσταμένοι τους 
ζώντες φίλους δεν ξεχνούν κι αγόγγυστα 
παλεύουν να ανεβάσουν το μπόι τους ψηλά. 
Γεύματα καθημερινά επιμελούνται
και τα νοστιμίζουν με αλάτι της μνήμης. 
Αχνιστές σούπες, χλωροτύρι, σαλάτες 
εποχής κι εκείνον τον καλόσχημο άρτο
που άγγελοι τον φουρνίζουν με τις βαριές 
βλεφαρίδες τους χιονισμένες.
Ομοτράπεζοι γίνονται με εμάς 
και τα ψίχουλα σκορπούν στα παραλίμνια πτηνά

Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα 
μακριά κασκόλ για να ζεσταίνουν
τους λαβωμένους λαιμούς μας.
Τις χορδές μας προσέχουν μη και 
λείψει το τραγούδι απ' τη γη
και τα αηδόνια σιωπήσουν στις ακακίες 
Στίχους μας γράφουν και τους μελοποιούν.
Μιλούν για τον Πρωτομάστορα,
την κυρά Φροσύνη, τον ποιητάρη 
Κωνσταντίνο και για τις Περδικομάτες 
κόρες που στα πανηγύρια με κόκκινα νήματα
πιάνουν την αγάπη απ' το φτερό.
Αοιδοί τους είναι οι άγγελοι που έχουν για μαέστρο 
τον νεαρό τσοπανάκο με την καλαμένια φλογέρα.

Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα 
πτυχωτούς χιτώνες για να ομορφαίνουν 
τις βόλτες μας στις γειτονίες της πατρίδας.
Στις μάχες πέφτουν και ποτέ δεν 
υποδουλώνονται, οι δάφνες δεν ξεχνούν.
Εδώ το καρυοφίλι του Καραϊσκάκη, το βόλι
της Δημητσάνας, τα φυσεκλίκια του Άρη,
ο λόγος του Μακρυγιάννη και του Γέρου
το αρρενωπό μέτωπο.
Βιβλία κρατούν και παιχνίδια με τη γλώσσα
παίζουν, το ύψιλον λατρεύουν και θούριους 
με το κοντύλι τους γράφουν στο παλιό πινακάκι.
Αρχηγός τους ο ανώνυμος ήρωας 
που ποτέ κοράκι το σώμα του δεν μόλεψε. 
Βηματίζουν στον ύπνο μας,
τα εξάτομα μας δίνουν λεξικά κρατώντας 
σφιχτά της "καμπάνας το σχοινί".

Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα 
πλουμιστά ενδύματα για να μας 
πηγαίνουν αλάργα στους ανθοφόρους κήπους.
Τα εαρινά αγαπούν ζευγαρώματα, τον 
έρωτα θεώνουν και τις αστραπές των ματιών 
για κοντάρια κρατούν.
Εδώ τα λιανοτράγουδα, η Αρετούσα, τα πάθη 
του Βέρθερου και το σκαστό φιλί στα χείλη .
Ερωτιδείς τους στολίζουν τα μάγουλα.
Σε εφτάκλειστες κρύπτες ζουν και 
τα μυστικά ονόματα δεν προδίδουν ποτέ.
Μπαίνουν στο χορό ανεμίζοντας 
λαχουράτα μαντήλια, τον ήλιο προσκαλούν 
στις δίπλες να μπει μπροστά.
Ποιήματα απαγγέλουν για φωτισμένες πέτρες 
και για δυσεύρετα κοχύλια. 
Αεί και τώρα μαχαίρια ακονίζουν, νερό
καθάριο φέρνουν και αίμα ζεστό μεταλαμβάνουν 
στην πύλη του σκληρού Απρίλη.
 

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Απόκοσμοι γόοι


Το παλιό μεγάλο τραπέζι
το κατεβάσαμε στο κατώι.
Είχε έρθει η εποχή να το αλλάξουμε.
Σαρακοφαγωμένο και στα δύο του
πόδια, χόλωνε σαν τον κουτσό που
ξέχασε την μαγκούρα του στο καφενείο
δίπλα στην μαντεμένια ξυλόσομπα και
τώρα αδυνατεί να περπατήσει πάνω
στον χαλικόδρομο και πώς να γυρίσει
πίσω που έπεσε αντάρα κι ομίχλη γύρω;

Το τραπέζι αυτό πόσες δεν γνώρισε δόξες.
Τραπεζώματα των Κυριακών, των γιορτών,
των πρωινών, των δραμάτων και άλλα 
ξεστρωμένα της ελεημοσύνης γεύματα.
Πάντα μια νηστική τσιγγάνα θα ερχόταν
την παλάμη να διαβάσει 
Πάντα ένας ωραίος τρελός θα έφτανε
με τα πριονισμένα ποιήματα να γευματίσει
πρόχειρα ουρανό.
Κι άλλοτε πάλι ένας λαχανιασμένος οδοιπόρος 
με άδειο το ντρίλινο του ταγάρι
Έβγαινε καλοσυνάτα το χοιρομέρι, οι σπαστές ελιές, 
το γίδινο τυρί και το
ζυμωμένο με δάκρυα και μόχθο ψωμί.

Προικιό της γιαγιάς ήταν μαζί με τις 
ψάθινες καρέκλες στο ίδιο σκούρο χρώμα.
Ξύλο βαρύ, καρυδένιο που το πλάνισμα
το φίλησε και λείανε τις ακίδες του.
Κράτησε στην πλάτη του γεγονότα πολλά
Είδε πολέμους, μισεμούς, νόστους, 
αρραβωνιάσματα και ξόδια μικράτων.
Άντεξε, σε πολλά μικρά και μεγάλα νέα.
Έσφιξε δόντια σε αποχωρισμούς.
Δεν λύγισε σε αποκοτιές κι αλισβερίσια.
Ώσπου από μέσα τραύματα ένιωσε πολλά
Άλλωστε γνωστό είναι πως από μέσα
πέφτει η πόλη πάντα.

Το σαράκι ύπουλα το ξεγέλασε κι άνοιξε
την κλειδαριά της καρδιάς του και μπήκε.
Το κατάφαγε όπως η γη τρώει το σώμα 
αργά συντριπτικά και σταθερά.
Νομίζω πως η γιαγιά θα θρηνεί στα 
περιβόλια που ζει κι αν δεν λαθεύουν τα
αφτιά μου ως εδώ φτάνει τις νύχτες
ο λυγμός της πνιχτός απ' τα δάκρυα.

Έλαβε μέρος στο 29ο Συμπόσιο ποίησης όπου 
παρουσιάστηκαν σπουδαία ποιήματα. Χίλιες 
ευχαριστίες στην Πυργοδέσποινα για την 
άρτια διοργάνωση! 

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Η πραγμάτωση του ονείρου

Ξύπνησε ξεκούραστη δυόμισι η ώρα το πρωί.
Δεν είχε χορτάσει ύπνο αλλά ένιωθε μια γλυκιά 
έξαψη να διαπερνά το κορμί και να την γεμίζει
ενέργεια και με ένα σφρίγος αλλιώτικο από ποτέ.
Στο όνειρό της είχε έρθει πάλι ο άντρας της που
για χρόνια εφτά τον είχε χάσει στα τρίστρατα του 
σκότους.
-Τακτικός στις επισκέψεις του όπως πάντα, διερρήγνυε
θαρρετά τον σκληρό υμένα της νύχτας κι έρχονταν
να την γαληνέψει με την παρουσία του.-
Ήταν όμορφος και λεβέντης κι είχε έρθει απόψε σιμά
της για να δώσει μια παραγγελιά όπου της μηνούσε
με λόγια ξεκάθαρα την πιθυμιά του καθισμένος δίπλα
σε έναν άγγελο. 
Οι εντολές των πεθαμένων είναι νόμος και πρέπει
να εκτελούνται πάραυτα σκέφτηκε καθώς το κορμί
της μούδιασε ολόκληρο παραδομένο ακόμα στα δίχτυα
του ενυπνίου.
Εκεί στον ουρανό που ζει του λείπουν τα αρώματα
και τα λουλούδια της έλεγε και χωρίς αυτά πεθαίνει
εκατό θανάτους μαρτυρικούς κάθε μέρα και κάτι 
πρέπει να κάνει αυτή άμεσα, του Προμηθέα για να μην 
περνά τα βάσανα.
Της γύρευε λοιπόν να φυτέψει ζουμπούλια και ζαμπάκια 
στον τάφο του απ' άκρη σε άκρη και να πετάξει επιτέλους
μακριά αυτήν την ταφόπλακα γιατί πολύ τον βάραινε.
Μάλιστα στα χέρια του κρατούσε μια χάρτινη σακούλα
γεμάτη βολβούς σκεπασμένους με άνθη γαζίας.
Πάρ' τους της είπες για να μην τρέχεις στα μαγαζιά
κι αργήσεις, ανυπομονώ στο άρωμα τους να βυθιστώ.
Σκούπισε τον ιδρώτα απ' το μέτωπο της και μπήκε
στην κουζίνα να ψήσει καφέ.
Επάνω στο τραπέζι δίπλα στη φρουτιέρα είδε μια
σακούλα χάρτινη, δεν θυμόταν αποσπερνού να είχε
αφήσει κάτι εκεί πάνω.
Ανατρίχιασε ολόκληρη, έχασε τον βηματισμό της
κι έπεσε στη γωνιακή ανθοστήλη χτυπώντας
ελαφρά το κεφάλι της.
Σηκώθηκε έστρωσε την ζακέτα της και κατευθύνθηκε
προς το τραπέζι με την περίεργη σακούλα.
Διαπίστωσε πως ήταν ίδια ακριβώς με αυτή
του ονείρου.
Ένα ματσάκι γαζίες από πάνω και μέσα καμιά
πενηνταριά βολβοί την περίμεναν.
Άκουσε έναν υπόκωφο ήχο και κάτι σαν ψαλμωδίες.
Χωρίς να χάσει χρόνο, αν και άγρια νύχτα ακόμα,
πήρε την σακούλα, μια αξίνα και κίνησε για το κοιμητήριο.
Ένα αεράκι φυσούσε και της ανακάτευε τα μαλλιά .
Έφτασε στην πόρτα τράβηξε το μάνταλο και μπήκε
στο χώρο άφοβα.
Που και που κάποια καντηλάκια έκαιγαν με το φως του
χαμηλωμένο σαν τις πυγολαμπίδες πάνω στο χορτάρι.
Έφτασε στον τάφο όπου την περίμενε μια μεγάλη έκπληξη.
Η ταφόπλακα έλειπε κι ήταν πεσμένη πάνω στους κισσούς
Το ξεσκέπαστο μνήμα ήταν τώρα γεμάτο από τα λουλούδια
του ονείρου, σάστισε και βαστήχτηκε από τον σταυρό
για να μην πέσει.
Δεν πίστευε στα μάτια της, τσιμπήθηκε για να δει αν
ήταν ξύπνια, η καρδιά της κλωτσούσε δυνατά.
Μην σάλεψε και έβλεπε ξωτικά και οράματα; 
Πλησίασε, ήταν όντως πραγματικά άνθη και ανάδυαν μια
γλυκιά, βαριά ευωδιά.
Κοίταξε τη σακούλα, οι βολβοί ήταν εκεί κι η γαζία το ίδιο.
Λύθηκε στους λυγμούς καθώς είδε μια σκιά να περνά τη μάντρα.
Δεν τον πρόλαβα ψιθύρισε ήρθε όπως πάντα πρώτος.  

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

Η τιμωρός της νύχτας

Έκλεισα την νύχτα σήμερα έξω από το σπίτι.
Διπλοαμπάρωσα πόρτες και παράθυρα κι εκείνο
το μικρό παραθύρι της σοφίτας δεν ξέχασα να κλείσω
καταθλιπτικά να μην εισέρχεται το σκότος.
Διπλές έβαλα κλειδαριές να μην αντικρύζω το
φόρεμα της νύχτας με τις χρυσές πιτσιλιές.
Άναψα τρία κεριά στο μπρούτζινο κηροπήγιο.
Μάκραιναν οι σκιές μες το δωμάτιο σαν θεόρατα χέρια
που ποθούν αγκαλιές και φιλιά.
Σε θύμιζαν κι η καρδιά έπαιρνε να χτυπάει δυνατά.
Τσιτσίριζαν οι φλόγες κι έσμιγαν με την φωνή
του γρύλου που αποβραδίς είχε φωλιάσει κάτω
από το σκρίνιο.

Έπιασα να γράψω ένα ποίημα για τις χάρες της μέρας,
για το λυτρωτικό φως του ήλιου.
Οι λέξεις μου αντιστέκονταν, δεν έβγαιναν.
Εγώ που με τους στίχους ήμουν φίλη από παλιά
παιδεύτηκα πολύ.
Μάχη έδωσα πραγματική με το σκοτεινό πέπλο
της νύχτας που ήθελε μόνο γι' αυτή να μιλώ.
Τα αστέρια γοητευτικές μου χάριζαν λάμψεις
προσπαθώντας να με μεταπείσουν.
Η πανσέληνος σαν παραφουσκωμένο μπαλόνι,
της λήθης μου έφερνε νερό και δύο ερωτικά
κρατούσε φιλιά στο τασάκι της.
Δεν λύγισα κι επιδιόρθωσα τις κλειδαριές
που τα όντα της νύχτας θέλησαν ξεδιάντροπα
να παραβιάσουν.
Κόπιασα, μου πήρε χρόνο μα το ποίημα έμεινε ημιτελές.
Άκουγα απελπισμένη τους θρήνους του τη σιγαλιά
του σπιτιού να κυκλώνουν.

Πέρασε η ώρα κι άρχισε να γλυκοχαράζει.
Οι πόρτες κλειστές ακόμη, φοβόμουν το
σκότος που απέρχονταν σημάδι μην με βάλει
ξανά και μου κλέψει τις χρυσές πλεξούδες της μέρας
Ακούστηκε ένα πετεινάρι και οι κελαηδισμοί
από τα πτηνά του πρωινού όρθρου.
Άνοιξα τις θύρες, λίγο μου αντιστάθηκε
η κλειδαριά του φωταγωγού, λάβωσα τον
αντίχειρα μα τα κατάφερα.
Μπήκε περιχαρής η μέρα και κατέλαβε
τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και στο τέλος
πήγε και στρογγυλοκάθισε στο γραφείο.

Πήρα την πένα και με το χέρι της μέρας συνοδό
συνέχισα το ποίημα που είχα παρατήσει μόνο.
Αναθάρρησα καθώς το είδα να ζωντανεύει.
Άκουσα το γέλιο του, αφουγκράστηκα την ανασεμιά
του, ψηλάφησα τις φλέβες του.
Όμορφο βγήκε σαν το κεφάλι του ήλιου που
ανατέλλει απ' την θάλασσα φρεσκολουσμένο και με
βαμμένα άλικα τα κρόσσια του και σαν μυθική ηλιόπετρα.
Τώρα με τη βοήθεια του φωτός θα γράφω ποιήματα 
κι ερωτικούς θα σκαρώνω στίχους οι μουσικοί να τους 
παίρνουν τραγούδια να τους παίζουν στις καλοκαιρινές 
συναυλίες κάπου στην επαρχία.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Ο μνηστήρας

Στα όνειρα μου μιλάω με τους νεκρούς μου.
Έρχονται όλοι σε μια σύναξη κάτω από
τους πορτοκαλεώνες και με περιμένουν.
Συμβουλές μου δίνουν και ποτέ δεν παραλείπουν
το φιλί και το θωπευτικό χάδι να δώσουν.
Είναι ωραίοι και πάντα νέοι και ρωμαλέοι
Μου ζητούν νερό, κρασί κι εκείνα τα τρίγωνα
γλυκά της μαμάς τα σιροπιασμένα με το δάκρυ της.

Κουβέντα ξεκινάμε κάτω από τα δέντρα.
Γύρω όλα λάμπουν κι ένας λαμπρός ήλιος
τους ραίνει με χρυσόσκονη απ' το πουγκί του.
Όμορφοι και λαμπεροί βγάζουν τότε κάτι
τεράστια μαντήλια κι αρχίζουν το χορό.
Λυγίζουν με χάρη τα σώματα τους και πάντα
άρχος του χορού είμαι εγώ.
Τους παρακαλώ να μου αλλάξουν θέση
μα ανένδοτοι αυτοί δεν παίρνουν κουβέντα.

Χαμογελούν και χτυπούν παλαμάκια
καθώς εγώ χορεύω, ένας μάλιστα κάνει υπόκλιση
μπροστά μου και μου χαρίζει ένα ολόχρυσο
δαχτυλίδι με πέτρες από καθαρό ρουμπίνι
και με ζητάει θερμά σε γάμο.
Δεν αρνούμαι τουναντίον θαυμάζω το δώρο.
Το περνώ στο μεσαίο δάχτυλο κι αυτός
μια αγκαλιά ζεστή μου ανοίγει, το σώμα
μου ερωτικά ξυπνάει, μεθύσι σωστό.
Έτσι ξεκινούν τα αρραβωνιάσματα και ένα
τρικούβερτο γλέντι με πολλά χάλκινα και έγχορδα
όργανα λαμβάνει χώρο.

Όταν ξυπνάω το πρωί ψαύω τα δάκτυλα και
βρίσκω το δακτυλίδι στην ίδια πάντα θέση.
Δεν είναι παράνοια αλλά μία πραγματικότητα
ισχυρή η δέσμευση μου με τον ωραίο νεκρό.
Έχω ακόμα την ζεστασιά στον ώμο μου από
το τυχαίο μας άγγιγμα.
Ανυπόμονη περιμένω να έρθει η νύχτα για να
τους συναντήσω, αρραβωνιαστικιά να μπω
στο χορό με ελεύθερα τα πέλματα.
Έτσι ζω μια δεύτερη ζωή λαμπερή κι έγχρωμη
γιατί οι νεκροί μου φορούν πάντα
ζωηρόχρωμα ρούχα σχεδιασμένα από διάσημους
μόδιστρους κι έχουν έναν δεύτερο δικό τους ήλιο
που ανάβει φωτιές του Αϊ - Γιαννιού στο πρόσωπο μου.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Οι ηττημένοι ποιητές

Κάθε που μεστώνουν τα αμύγδαλα
οι ποιητές στέκονται κάτω από το
δέντρο και ζητούν να δοκιμάσουν
τον καρπό τους.
Το πράσινο μέρος βγαίνει εύκολα
μα σαν φτάσουν προς τα μέσα ζητούν
τρόπους για να σπάσουν το σκληρό περίβλημα
τον τραγανό καρπό για να γευτούν.

Άλλοι χρησιμοποιούν μια θαλασσόπετρα
που πάντα έχουν στην κατοχή τους.
Άλλοι πάλι βολεύονται με μια ποταμίσια πέτρα
που από παιδιά ακόμα σέρνουν μαζί τους.
Και υπάρχουν κι οι τελευταίοι που με τα
δόντια προσπαθούν να σπάσουν το περίβλημα.
Αυτοί είναι οι ποιητές του μέλλοντος, οι
ηττημένοι ποιητές που σώμα θυσιάζουν.

Αφανείς, χωρίς ματαιοδοξία σταλιά, 
οι στίχοι τους, αλλοπαρμένους θα έχουν αναγνώστες.
Αυτούς η ιστορία θα τους ανταμείψει κι ένα
λογύδριο ή ένας ανδριάντας μέλλεται να
τους δοθεί όταν πλέον τα άσπρα κόκκαλα τους
στο οστεοφυλάκιο θα φυλάσσονται.
Οι υπόλοιποι σκοινί ικριώματος θα γίνουν,
προσάναμμα σε τζάκια φτωχικά 
κι ίσως θαρρώ βεντάλιες στις αυγουστιάτικες 
βόλτες πλάι στις προκυμαίες.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

Καρδιά στα σπάργανα


Εδώ ας σταθώ στην άκρη της πολιτείας,
εδώ που σταματά η κίνηση και η βουή
κόβει. Στα σκοτεινά να πάω δρομάκια της
να αποκοιμίσω την καρδιά μου.
Αδούλωτη καρδιά σκληρή απ' το στέμμα
των αγγέλων φωτισμένη και λαμπερή
σαν ήλιος καλοκαιρινός ασπρουλιάρης.
Θα κάτσω στα ασβεστωμένα σκαλοπάτια
της εκκλησίας χώρο να βρίσκει η ψυχή τα
ανομήματα της να μετρά και τα βαριά κρίματα
να απαριθμεί κλαίγοντας.
Φρέσκος ασβέστης και μια υποψία βασιλικού
να με τυλίγει σαν το τούλι που σκεπάζει την
φρεσκοψημένη μπομπότα του φτωχού αγωγιάτη
μετά απ' την μάχη του με τα κρόσσια της ελιάς.

Εδώ ας σταθώ στην άκρια των συναλλαγών
και των συνθλίψεων έτσι για να απαλύνονται
οι πόνοι που για κελί τους μόνιμο έχουν διαλέξει
το κορμί μου.
Ένας υπεραιωνόβιος μοναχός να γίνω που ξέχασε
να μετρά τα χρόνια του και με τρέμοντα χέρια
ξύνει το κερί απ' τα στασίδια ψέλνοντας κοντάκια
για την Οσία Ξένη με φωνή εγγαστρίμυθη.
Ξένη κι εγώ με ένα κουβάρι στα χέρια
πλεκτά να φτιάχνω ζακετάκια για να ζεσταθούν
κάποτε οι φαβέλες με τους ξηλωμένους τσίγκους
και τις χάρτινες υπάρξεις.

Απόκαμα σε βουερούς να γυρίζω δρόμους.
Με τρομάζει το πλήθος των αγνώστων.
Με αποσπά η νευρικότητα των αποστολών.
Με τρελαίνει κι αυτή η σειρήνα των ασθενοφόρων
και των γαμήλιων τελετών.
Το χέρι μου κουράστηκε σημεία να ψάχνει
μήπως και βρει κάπου την καρδιά να στεγάσει,
με σπάργανα Του μικρού Ιησού να την ντύσει.
Δεν με ακολουθούν τα πόδια γέρνει και
το κεφάλι, πόσο χαμηλά άλλο να πέσει;
Κούνια ζητάω να ρίξω σε πλάτανο σκιερό
για να παίξει το παιδί που μέσα μου κατοικεί.
Έχει λίγα ασθενικά δέντρα γύρω, μία μουριά,
μια κουτσουπιά, μια χαμοελιά κι ένα
αδύναμο πλατάνι.

Τι να διαλέξω που να μου κάνει;
Μην είδατε τον σταυρό μου;
Πολλά τα ανομήματα, βαριά η καρδιά,
τσιμέντο τα πόδια πώς να με βαστάξει το
κλαρί, λιανό που είναι τόσο;
Καιρός να πετάξω τα καμένα χαρτιά.
Καιρός να αποσπάσω το συρματόπλεγμα.
Επείγει να ελαφρώσει ο όγκος του αίματος.
Εδώ ας σταθώ ανάλαφρη με νέους ώμους γερούς
και ποιος ξέρει ίσως αντέξει το μίζερο δέντρο
την τρίκλωνη τριχιά,
Η νέα μου καρδιά τα πρώτα της να κάνει
βήματα και στον κόσμο των αθώων
χαμογέλιων να υψωθεί σαν γροθίτσα νεογνού.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Σκιά μου είσαι

 Έλα να σου μάθω τους βηματισμούς 
που κάνει ο γλάρος πάνω στο κύμα
πριν εφορμήσει αδίστακτος στην πλέουσα  
λεία του.
Έλα να σου δείξω το συρτάκι που 
χορεύει ο πουνέντες ανάμεσα στις
καλαμιές θορυβώντας.
Στις όχθες να πάμε αγκαλιασμένοι
τα παραλίμνια να συλλέξουμε αρώματα.
Να μουδιάζουν τα μέλη μας ηδονικά
από την επαφή.

Έλα όπως παλιά σαν σκιά φροντισμένη.
Να βγει ο γρύλος από την κρύπτη του
τα άρματα του να κρεμάσει στης ζωής
μας το δέντρο.
Μπροστά στα πόδια μας να σταθεί
να του ζητήσουμε να βρει και να λύσει 
το πανάρχαιο αίνιγμα.
Καρτέρεψε την απάντηση με τα χείλη να 
συσπώνται ελαφρά μετά απ' το γόνιμο φιλί.

Έλα σαν τροβαδούρος σε κάστρο μεσαιωνικό.
Η ζωή μας ένα χαρτονόμισμα στα χέρια του μικρού 
Χρήστου που δε ξέρει πως να το ξοδέψει...
Η ζωή ένα ράμφος που δαγκάνει κι αν δεν
χορτάσει συνωμοτεί με τα μύρα των 
λουλουδιών της ακτής.
Έλα με το σύθαμπο τότε που ξυπνούν 
τα νυχτολούλουδα στις αυλές με το λεπτό 
γαρμπίλι.
Οι πατημασιές μας στην άμμο είναι οι
στερνές ανάσες των πεθαμένων μπρος
στα λυμένα πέδιλα του βαρκάρη.

Γραμμένο πριν δεκαπέντε χρόνια που σήμερα
ανακάλυψα σε ένα κιτρινισμένο χαρτί..

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Οι θάλαμοι των νοσοκομείων

Τα ερτζιανά μετέφεραν μπαλάντες
ερωτικές και ροκ κομμάτια μεταλλικά
σαν τα κουμπιά του νεκρού, τα διαβρωμένα 
απ' το αλάτι μιας αθέατης θάλασσας.
Όλα μιλούσαν για ένα ανεκπλήρωτο έρωτα
μυστικό και άρπαγα με στολή καψαλισμένη.
Καταμεσίς στη νεροδεσιά παρατεταγμένοι  
Άλλοι αργοπέθαιναν, άλλοι έκλαιγαν μουδιασμένοι
και οι πιο συνετοί σφύριζαν αδιάφοροι
σαν να ήταν αλήτες στα πρόθυρα της τρέλας.

Τα ερτζιανά καθήλωναν τα προαύλια
των απόμερων εκκλησιών.
Ο πληθυσμός αριθμούσε
έναν καντηλανάφτη, έναν γόη, μία
κυρία με μπικουτί με ροζ γάντια
κι έναν οξύθυμο άντρα που χτυπούσε
μια γιγάντια καμπάνα.
Παραδομένοι όλοι στην ακρόαση
της μουσική σαν το γκρίζο ψάρι στο καθήκον του
ανοιχτά του ωκεανού.
Εξαίρεση ο καντηλανάφτης που έφτυνε
σπόρους πασατέμπου στα γυαλοκοπημένα
σκαλιά.

Τα ερτζιανά αρκούντως έφταναν
στις περιστοιχισμένες αίθουσες των
νοσοκομείων, αρχές φθινοπώρου.
Έξω ξεντύνονταν τα δέντρα.
Έξω το χωνί του λελεκιού συνόδευε θαρρείς
το μουσικό πανδαιμόνιο.
Στους υγρούς θαλάμους η απουσία
φορούσε ένα σκοτεινό πρόσωπο, διαιρεμένο
Η μουσική διαπερνούσε ασφυκτικά
τα σώματα των πρωινών φύλλων και
τις λευκές μπλούζες των νοσοκόμων και
των ασθενών την τρύπια κλεψύδρα.
Κύματα αρχέγονης ηδονής χτυπούσαν
τα φρυγανισμένα φύλλα, τις λευκές μπλούζες
και των ασθενών τη μακρόχρονη λύπη
σε βαθμό υπερθετικό.

Κάποιος να γυρίσει αλλού το κουμπί οι
μπαλάντες να μην παθιάζουν άλλο
τα πλήθη που σατανικά μειδιούν μπροστά 
σε επάργυρους καθρέφτες.
Φέρε τρεις βεντάλιες να ακούσω τον ήχο
τους, κόψε μια μαργαρίτα να σε διαβάσω,
κρύψε μια αράχνη στο χέρι να αναρριχηθώ,
βάλε στο σακάκι την παραδαρμένη ψυχή 
και μάζεψε αυτές τις μελωδίες που
εμβολίζουν το σώμα και μεταβάλλουν
τις επιθυμίες σε εφιάλτη με μαύρες τις μπότες.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Τα διπλά κλειδιά

Ξημερώθηκα μπροστά στην ωραία
πύλη της αγάπης.
Δυο σπαθιά κρατούσα στα χέρια.
Ένα το δικό μου κι ένα το δικό σου.
Καλογυαλισμένα ήταν και με την λαβή
αιχμηρή και λαμπερή σαν το ψαλίδι της
αστραπής που πέφτει πάνω στο αιωνόβιο
δέντρο στην κραταιά γη του Ψηλορείτη
και του καψαλίζει τον κορμό αλλά αυτό αντέχει.

Το ένα από αυτά στην γαλανομάτα λήθη
έχει στήσει καρτέρι τον άσπρο της λαιμό
να πάρει άμποτε πλησιάσει τον ναό του έρωτα.
Ξέρω πως σε βαθιά πηγάδια ζει και με την
σελήνη συνομιλεί.
Τα μάγουλα της σκεπασμένα είναι
από αρμυρισμένα της δάκρυα και φαιά στάχτη.
Πάνω της στοιχηματίζει ο θάνατος με την
γκρίζα ομπρέλα του και τα μακρυμάνικα ρούχα.

Το άλλο σπαθί πόλεμο έχει ανοίξει με τις
αρχαίες σειρήνες.
Το τραγούδι τους εκκωφαντικό να μην ακουστεί
στα μέρη μας και την μπαλάντα του έρωτα
σκεπάσει με την απατηλά του κελεύσματα.
Πολλά έγραψα τραγούδια του έρωτα που
τον εξυμνούν σαν τους αρχαγγέλους των θρησκειών.
Τις χαραυγές τα τραγουδώ πάνω στα πλοιάριο
καταμεσίς του αφρισμένου πόντου.
Ακούν οι γλάροι κι έρχονται σιμά μου.
Ακούν τα δελφίνια και πιρουέτες στήνουν
στο κύμα με το λατρευτό τους σώμα.
Ακούς κι εσύ κι αγαπάς τις λέξεις με
τα πολλά φωνήεντα και τις ερωτικές
συνευρέσεις πάνω στα άλικα ρόδα των βουνών.

Δεν ξεχνώ, δεν αποστατώ κι εναργής πάντα
τα σπαθιά μου προτεταμένα κρατώ.
Βοηθοί μου οι φίλοι μου που αποβραδίς
ετοιμάζουν το στάρι με τα κουφέτα και
την λεπτή πούδρα της ζάχαρης.
Η μνήμη ποτέ να μην χάνει την ζαριά 
με αντίπαλο τον Αίολο άνεμο που πληγώνει 
τις ασπίδες των απόντων.
Δυνατά να βγαίνει στον κόσμο με πολλές
δέσμες ώριμων σταχυών στα μελανά απ' τα
λάγνα φιλιά χέρια.
Στην πύλη της αγάπης διπλές να φτιάχνει κλειδαριές
κανείς άλλος να μην εισέλθει.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

Επὶ ματαίῳ

Αρτιμελές δεν έχω σώμα.
Ανάπηρη και πολυτραυματίας
τριγυρίζω σε ένα αχανές και
αδιέξοδο τούνελ με την ασθενική
μου φύση να φωνάζει και να διεγείρεται.
Από καιρούς έσκαψα στο χώμα την 
ολοφυρόμενη καρδιά μου να βρω.
Παντού στριφογυριστές ρίζες, στοές 
μερμηγκιών και λείψανα προϊστορικών
ζώων.
Τους χτύπους της άκουγα σιγανά.
Την πλησίαζα μα αυτή διαρκώς
απομακρύνονταν παίζοντας κρυφτό
με έναν τρόπο παιγνιώδη κι επίμονο.
Δεν κατάφερα ούτε ένα πόρο της
να ξαναφέρω πίσω, πόρπη στο στήθος
να τον βάλω.

Ευάλωτη και χωρίς μνήμη ύστερα 
στα βουνά κατέφυγα τις καψαλισμένες
φτερούγες μου να ψάξω, τα πλευρά
να μην πονούν με τον νοτιά.
Βράχια ακλόνητα τις έκρυβαν στα
στήθη τους.
Καλέμι πήρα, νύχια αντέτεινα μα μόνο
κάποια θρύψαλα γυαλιού και γούβες
στεγνού αλατιού μου παρουσιάστηκαν μπροστά.
Απουσίες με κύκλωσαν, άρπαγες αετοί
με κυνήγησαν κι ένας μαύρος καβαλάρης
με παρακολουθούσε
Ούτε ένα μικρό φτεράκι δεν πήρα μαζί μου.
Μόνο μια δροσιά ένιωσα στα πέλματα
απ' την επαφή με τις υγρές φτέρες και τα βρύα.

Αίολη κι αμφίσημη στα ποτάμια κατέληξα
την ψυχή μου να φέρω πίσω, τα βαθιά
της τραύματα να θεραπεύσω με τα
δάκρυα των νεράιδων.
Βότσαλα με έδιωξαν, ρουφήχτρες με
κατάπιαν κι οι δρόμοι της πέστροφας
κλειστοί ήταν.
Κύκλους έκανα στο νερό, πάγωνα και
τουρτούριζα με τα χέρια μου αδειανά
τις ραφές της ψυχής δεν ψηλάφησα.
Έτσι άμορφη και ατελής πορεύτηκα
ανάμεσα στις καλαμιές έχοντας κοντά 
μόνο την φωνή μου μικρά να φτιάχνω
τραγούδια με δύσκολα ρεφρέν.

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

haibun

 Ο στολισμός

Ξύπνησε αχάραγα. Έβαλε την μάλλινη ζακέτα της και βγήκε στο μπαλκόνι. Κοίταξε γύρω, ενώ μια νιφάδα ήρθε και κάθισε περιπαικτικά στο αριστερό της φρύδι, όλα τα μπαλκόνια δεξιά αριστερά ήταν στολισμένα. Παραφωνία το δικό της. Χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκε στο πατάρι κι έβγαλε την κούτα με τα λαμπιόνια. Γρήγορα τα κρέμασε. Έλαμψε η κουπαστή λες και πάνω της κάθισε μια πλειάδα από πεφταστέρια που αναβόσβηναν. 


Νιφάδες χιονιού

σπουργίτης τιτιβίζει-

χάντρα το μάτι.

Στο σαλόνι δέσποζε ένα γυμνό πανύψηλο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Χωρίς δεύτερη κουβέντα πήρε τις πολύχρωμες μπάλες, τις γιρλάντες και τα μικροσκοπικά φωτάκια κι άρχισε να το στολίζει. Δεν αφιέρωσε πολύ ώρα σε λίγο όλα γύρω της έλαμπαν λες και ήρθε κάποια μάγισσα και με το ραβδί της μεταμόρφωσε το σκηνικό. Στο αστέρι της κορφής έβαλε τα πιο πολλά φωτάκια έτσι που να λάμπει πιότερο και να δείχνει τον δρόμο προς την χαρά της γιορτής.


Άδειο παγκάκι

κρούστα λεπτή του πάγου -

τριγμοί στο χώμα.

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

haibun

 Χειμερινή επέλαση


Η μέρα ξημέρωσε συννεφιασμένη και μουντή. Μια πλειάδα από νέφη έκλειναν τον δρόμο του ήλιου. Έπαιρναν διάφορες μορφές. Κάποια έμοιαζαν με τεράστια χέρια ανοιχτά που ποθούσαν εφήμερες αγκαλιές και κάποια άλλα πάλι έφερναν σε μορφή τεράστιων αγαλμάτων που στέκονταν ορθά μπροστά σε ένα πλήθος περιηγητών που τα θαύμαζαν με το στόμα ανοιχτό.

Τσούζει το κρύο
χειμώνιασε στην πόλη-
χοντρά τα γάντια.

Κατά το μεσημέρι δεν άργησαν τα αραιά σύννεφα να πάρουν μια πιο πυκνή όψη και σιγά σιγά να γίνονται απειλητικά φορώντας ένα σκούρο μελανό χρώμα. Έφυγαν οι σχηματισμοί κι οι οι εφήμερες μορφές κι ο ουρανός κατέβηκε κάτω προς τη γη μοιάζοντας σαν χαμηλοτάβανο ανήλιαγο κατώι.

Ξέσπασε βροχή
κρυώνει ο καστανάς -
σβήνει η φουφού.

Μπουμπουνητά ακούστηκαν κι ένα δίχτυ αστραπών εμφανίστηκε στην σκούρα παλέτα του ουρανού. Ο βοριάς θύμωσε και φουσκώνοντας τα μάγουλα του ξεφυσούσε διαρκώς λυγίζοντας τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Δεν άργησε να έρθει η βροχή με τις πρώτες χοντρές σταγόνες της να ξυπνήσει το υπνωτισμένο χώμα.

Χοντρή η κάπα
χειμώνας παρελαύνει -
άστεγο πουλί.

Αυλάκια σχηματίστηκαν στους δρόμους βγήκαν οι ομπρέλες και οι μπότες απ' τις ντουλάπες για να αναλάβουν δράση. Κάποια παιδιά μαγεμένα απ' την βροχή βγήκαν στα σοκάκια. Φώναζαν οι μανάδες κι έτρεχαν να τους δώσουν αδιάβροχα. Ανυπάκουα αυτά έκαναν του κεφαλιού τους. Δεν τα πείραζε που είχαν βραχεί ως το κόκκαλο και αρέσκονταν να πλατσουρίζουν στις λακκούβες με ιαχές κι ασταμάτητα γέλια.

Λάμψη αστραπής
βάρυναν τα σύννεφα-
έρχεται μπόρα.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

Χωρίς περίσκεψη

Θέλησα να μπω στον κόσμο σου τον εαυτό μου 
να συναρμολογήσω και τα λάγνα να βρω φιλιά που 
μαζί σου κάποτε πήρες.
Μακρύς ο δρόμος ως εκεί.
Πολλά συνάντησα εμπόδια και δρόμοι
αχάρακτοι με περίμεναν.
Στην παλαίστρα μπήκα του φόβου με καρδιά 
τρέμουσα και με γάντια φθαρμένα.
Πέτρες με κυνήγησαν αιχμηρές σαν μαχαίρια.
Ιστοί αράχνης με έπνιξαν και μου έφραζαν τα μάτια.
Κάποια σκάρτα ποιήματα μου αφαίρεσαν τη φωνή.
Αέρηδες με παλιά χοντροπάπουτσα με έβγαζαν εκτός
πορείας και στην θάλασσα με οδηγούσαν μες την
αρμύρα των κυμάτων να πνιγώ.
Τους ξεγέλασα ξόρκια προφέροντας κι οδηγίες της γης.

Αναμαλλιασμένη σε τρίστρατα άγνωστα έφτασα.
Οδηγό είχα το ένστικτό και την βαριά μυρωδιά σου 
που κάποτε θελκτική μού ήταν.
Μακριά από τα γήινα σε βρήκα, κιθαρωδός
απέλπις μουσικές καταχθόνιες να παίζεις.
Για φρουρούς είχες βάλει στην πύλη σου 
δυο αφηνιασμένα και μακρύτριχα σκυλιά.
Υλακές με κυνήγησαν και με φόβισαν.
Νύχια μου κατέσχισαν τα πόδια και δόντια 
κοφτερά μου άρπαξαν τον άγιο άρτο και 
τον σφαγμένο κόκορα κι έμεινα νηστική 
με το ταγάρι άδειο και τρύπιο.

Χαμένη έψαξα την άλλη είσοδο να βρω 
μπροστά σου για να αναμετρηθώ. 
Σε βρήκα με το στόμα ξεραμένο και στιφό
απ' την φενάκη.
Ταμπουρωμένος σε πέτρινο πύργο κρυβόσουν.
Βρισιές εξαπέλυες με παρατεταμένα τα φωνήεντα,
ειδικά τα άλφα και το ύψιλον. 
Ποιήματα ανομοιοκατάληκτα πρόφερες σαστισμένος
που ποτέ δεν είχα ξανακούσει.
Δεν έκανα πίσω και τις πληγές μου έδεσα πρόχειρα 
με γάζες ποτισμένες στο χλωροφόρμιο. 

Ήρθα κοντά σου υπό των ήχων των υλακών.
Με υποδέχτηκες με λυτά τα μακριά σου μαλλιά,
με σπασμένα γόνατα και μάτι αγριεμένο για τσιγάρο.
Το σώμα μου είχες αλώσει και νήματα 
μπερδεμένα εξείχαν από τις στιγμές μας που 
άλλοτε με ερωτικά χάδια τις έντυνες.
Θέλησα να βρω την άκρη και δυο μεγάλα 
πλεκτά να φτιάξω λίγο να ζεστάνω τα πέλματα.
Αδίκως όμως μέσα τους μπλέχτηκα σαν έντομο που
ανίδεο πέφτει στους αδιόρατους ιστούς μιας γριας αράχνης.

Εκλιπαρούσα να με σώσεις. 
Τα φιλιά ζητούσα πίσω και τα τρωτά μου μέλη 
να μου επιστρέψεις αλώβητα.
Απαθής με κοιτούσες.
Υπεροπτικά με ανέλυες μετρώντας στα δάκτυλα
τις τυχόν προδοσίες μου.
Τότε κατάλαβα πως μια κρύα προ καιρού μου είχες 
χτίσει φυλακή.
Αλυσοδεμένη μέσα της κλείστηκα χωρίς ανάσα και μιλιά.
Οι πληγές αφόρμισαν και τρέχουν. 
Ποτίστηκαν με αίμα οι γάζες. 
Αργά αργά σε έναν εγκλεισμό επώδυνο και φρικτό
με ξοδεύεις, θυσία ενός έρωτα σκοτεινού.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

Δισυπόστατη φύση

Στα δαιδαλώδη μονοπάτια του νου μου
έχτισα έναν άνθρωπο απόψε.
Χρεία τον είχα μεγάλη, το άλλο μου
μισό ήθελα να γενεί, τις πληγές να γιατρέψει.
Ανολοκλήρωτη καθώς ήμουν στρώσεις
στρώσεις ψυχή και υπόσταση του έδωσα.
Γκρίζα του διάλεξα μάτια.
Πλατύ του χάρισα στέρνο.
Μυώδη άκρα του βρήκα και για καρδιά
ένα ροδοπέταλο απ' την τριανταφυλλιά
του κήπου μου με δυο δροσοσταλίδες
επάνω σκέφτηκα να του δώσω, όμορφα
να πάλλεται στα αριστερά του κόσμου μου.

Δύσκολο μου φάνηκε έργο.
Παιδεύτηκα άρωμα ζωής να του εμφυσήσω.
Τα κατάφερα τελικά χάνοντας πολλές
ρανίδες αίματος κι ανάσες μα δεν
παράτησα ούτε μια στιγμή την
δημιουργία μου.
Σαν τον γλύπτη που δαμάζει το
μάρμαρο τον κούρο για να πλάσει ένιωσα.

Τώρα αυτάρκης και δυνατή καλό
συνομιλητή τον έχω και σύντροφό μου.
Μου διαλέγει την τροφή μου, τα ρούχα μου
τα μαγικά του έρωτα λόγια και
τους δρόμους που φτάνουν στην καρδιά
μου ανοίγει για να τους διαβώ περήφανη.
Τον προσέχω κι αυτός μου δίνεται
αμαχητί μέχρι το τελευταίο του κύτταρο.

Μέσα στο σώμα μου τον έκλεισα και
μεγαλοπρεπής αισθάνθηκα δημιουργός.
Αυτός γράφει τα ποιήματα μου.
Αυτός χορεύει γύρω από την φωτιά.
Αυτός ξεσηκώνει της νύχτας τον καμβά
και σε αστρικά με πάει ταξίδια.
Άτρωτος είναι και ωραίος σαν την ίριδα
με τα χυμώδη άνθη.
Δεν θα τον σπαταλήσω στης καθημερινότητας
την ανίερη πλήξη και σε κανένα δεν θα τον
γνωρίσω, εντός μου θα ζει ολοκληρωμένος
και ομοτράπεζος του έρωτα τον βωμό
να υπηρετεί και τη θράκα των οδυνών αεί
να συντηρεί. 

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Άγνωρος τόπος

Σε μια κρύπτη ψηλά στα βουνά κοιμόσουν.
Εκεί το φρούριο σου.
Εκεί ο απόρθητος χώρος σου.
Εκεί το περιφραγμένο υποστατικό σου.
Λευκά λινά σεντόνια σε σκέπαζαν και
πότε πότε κρουστά φτερά σου τα έκανες
και ταξίδευες στα αλπικά τοπία μαζί
με τους χρυσαετούς και τις γερακίνες.
Φιλιά απλόχερα χάριζες στις κορφές
κάθε που χάραζε κι αιμάτινες άπλωνες
γάζες ο κόσμος να ομορφαίνει σαν την
κόρη που κοκκινογάλαζα έχει μάγουλα
και χίλιους καθρέπτες στην τσέπη ο ήλιος
εκεί να λούζεται παίρνοντας μύρα απ' τα μαλλιά της.

Σε νερομάνες βουνίσιες έπλενες τα ρούχα σου.
Επιμελώς έβραζες την στάχτη καθάριος
κι όμορφος να βγαίνεις στα τρίστρατα.
Απόκοσμος σαν τους ωραίους νεκρούς
ψηλά ζούσες και λίθινη είχες πόρτα ληστές
ή βάρβαροι μην σου κλέψουν το φως που διαφέντευες.
Ολόκληρος μέσα στις λάμψεις και στης αστραπής
τις δέσμες έκοβες το ψωμί πάνω στην πέτρα
και το σκληρό κατσικίσιο κρέας για να γευματίσεις.
Αρωματικά είχες βότανα και με νερό
γάργαρο που έφερνες από τους καταρράκτες
έψηνες το ρόφημα σου.
Ζήλευαν οι αετοί κι εσύ τους απωθούσες
με τις σταυρωτές λόγχες των ελάτων.

Στους κάμπους δεν καταδεχόσουν να πας.
Εκεί τα έλη, τα τραυματισμένα ποιήματα,
τα γλυφά νερά και οι αθετημένες
υποσχέσεις.
Παρότι εσύ μακριά από τα ανθρώπινα
ζούσες εγώ με χάρτες μαγικούς
στο χέρι σε ξαναβρήκα περιχαρής.
Εύκολα εντόπισα την αναπνοή σου.
Εύκολα μυρίστηκα το αίμα σου.
Εύκολα λούστηκα το ανέσπερο φως σου.
Εδώ θα μείνω και των άστρων το βιλαέτι
θα εγκαταλείψω επηρμένη απ' τη δόξα
του έρωτα.
Οι αετοί σου με γνώρισαν κι οι γερακίνες
δρόμους στρωτούς μου άνοιξαν.
Μόνοι εμείς θα χτυπάμε τα σήμαντρα
του Αη Λια και στο πανηγύρι μαζί με
τις Ναϊάδες θα μαθαίνουμε καθαρά πως
λύνονται τα ξόρκια του αθάνατου νερού.