Για τα παιδιά της Γάζας
Οι μανάδες κάθε που
μάτωνε ο ήλιος
συγκεντρώνονταν κάτω
από το πυλύκλωνο δέντρο.
Ήταν φυτρωμένο στη μέση
μιας μικρής πλατείας.
Γύρω ερείπια, κλαυθμοί
και βογκητά από ένα πλήθος
που αδυνατούσε να κρατήσει
τα δάκρυα του καθώς ξέθαβε
μια ανάπηρη κούκλα μέσα
απ' το τραχύ τσιμέντο.
Κάθε δείλι στο δέντρο
υποδοχέα έρχονταν τα
πουλιά για να απαγκιάσουν.
Ήταν οι ψυχές των παιδιών
που πουλιά γίνονταν κι έφταναν
στο δέντρο να βρουν ανάπαυση.
Ούτε ένα κλαδί δεν έμενε
αδειανό, ούτε μία μάνα
χωρίς μνήμα και θρήνο.
Τα αλλόκοτα αυτά πουλιά
δεν ήξεραν να κελαηδούν
παρά μόνο να σωπαίνουν.
Κυρτές οι μανάδες
μοιρολογούσαν
χτυπώντας τα στήθη
και τις ρίζες πότιζαν
με αρμυρό δάκρυ.
Φορούσαν μαύρα μακριά
φορέματα κι είχαν
ξεπλεγμένα τα μαλλιά τους.
Το δέντρο αδυνατούσε να
απορροφήσει όλους αυτούς
τους ποταμούς δακρύων.
Ασυγκράτητος ο πόνος
ξεχείλιζε ολοτρόγυρα.
Η πλατεία μεταμορφώνονταν
σε πλωτή λίμνη.
Έβγαινε με τη βάρκα
χαιρέκακος κι αιμοδιψής
ο χάρος και θέριζε ανηλεώς.
Διάλεγε κατά το πλείστον
τις μικρομάνες με τα
σκισμένα απ' τη λύπη μάγουλα.
Τραβούσε μια φαλτσέτα
στο χρώμα του υδραργύρου
και έπαιρνε ψυχές.
Μόνο η Φατμέ αγνώριστη
καθώς ήταν γλίτωσε
το διωγμό είχε βλέπεις
γεράσει μέσα σε μια ώρα
όταν έχασε και τα τρία
της σπλάχνα στον τελευταίο
τυφλό βομβαρδισμό.
https://youtu.be/scl3nAnrIfI?si=DIMe6mXlPxUTPSgW