Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Το μαρτυρικό δέντρο

                 Για τα παιδιά της Γάζας

Οι μανάδες κάθε που
μάτωνε ο ήλιος
συγκεντρώνονταν κάτω
από το πυλύκλωνο δέντρο. 
Ήταν φυτρωμένο στη μέση
μιας μικρής πλατείας. 
Γύρω ερείπια, κλαυθμοί
και βογκητά από ένα πλήθος
που αδυνατούσε να κρατήσει
τα δάκρυα του καθώς ξέθαβε
μια ανάπηρη κούκλα μέσα 
απ' το τραχύ τσιμέντο. 

Κάθε δείλι στο δέντρο
υποδοχέα έρχονταν τα
πουλιά για να απαγκιάσουν.
Ήταν οι ψυχές των παιδιών
που πουλιά γίνονταν κι έφταναν
στο δέντρο να βρουν ανάπαυση. 
Ούτε ένα κλαδί δεν έμενε
αδειανό, ούτε μία μάνα
χωρίς μνήμα και θρήνο. 

Τα αλλόκοτα αυτά πουλιά
δεν ήξεραν να κελαηδούν
παρά μόνο να σωπαίνουν. 
Κυρτές οι μανάδες
μοιρολογούσαν
χτυπώντας τα στήθη
και τις ρίζες πότιζαν 
με αρμυρό δάκρυ.
Φορούσαν μαύρα μακριά
φορέματα κι είχαν
ξεπλεγμένα τα μαλλιά τους. 
Το δέντρο αδυνατούσε να
απορροφήσει όλους αυτούς
τους ποταμούς δακρύων. 
Ασυγκράτητος ο πόνος
ξεχείλιζε ολοτρόγυρα. 

Η πλατεία μεταμορφώνονταν
σε πλωτή λίμνη. 
Έβγαινε με τη βάρκα
χαιρέκακος κι αιμοδιψής
ο χάρος και θέριζε ανηλεώς.
Διάλεγε κατά το πλείστον
τις μικρομάνες με τα 
σκισμένα απ' τη λύπη μάγουλα. 
Τραβούσε μια φαλτσέτα 
στο χρώμα του υδραργύρου
και έπαιρνε ψυχές. 
Μόνο η Φατμέ αγνώριστη
καθώς ήταν γλίτωσε
το διωγμό είχε βλέπεις
γεράσει μέσα σε μια ώρα 
όταν έχασε και τα τρία 
της σπλάχνα στον τελευταίο
τυφλό βομβαρδισμό. 

https://youtu.be/scl3nAnrIfI?si=DIMe6mXlPxUTPSgW

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι...*

Κοντά σου έβλεπα αστέρια
εκεί που δεν υπήρχαν. 
Λαμπροί αστερισμοί 
καταδικασμένοι στην αφάνεια
για τους άλλους σε εμένα
πλούσια δίνονταν. 
Έτσι να έκανα να απλώσω
τα χέρια και θα τους έπιανα.
Αυτοί να στολίζουν 
την ποδιά μου και τον μπούστο
μου. 
Στα μαλλιά μου να στέκουν
σαν στέμμα βασιλικό και σαν
τιάρα πάμφωτη. 
Ο θρόνος μου μια ριζιμιά
πέτρα που αλμυρό νερό 
δεν την γλύφει. 

Επιτελείς είχα κοντά σου πολλούς.  
Μια ολόκληρη στρατιά από
μικροσκοπικούς ανθρώπους. 
Αυτοί να καλλωπίζουν το σπίτι
μου, να βουρτσίζουν τα άλογα
και να κινούν για μυθικές 
εκστρατείες. 
Η Ελένη στην άκρη να κεντά
μαντήλια και να ράβει ντάνες 
από πουκάμισα μεταξωτά. 
Η Ελένη η καλύτερη μου
φίλη, η μπιστική μου παρέα. 
Αυτή κι εγώ ξεχωριστές 
μέσα από τα αλαλάζοντα 
ευήθη πλήθη, με τους 
πιο ωραίους επιβήτορες 
και με τα πιο όμορφα
στρογγυλοπρόσωπα παιδιά. 
Ο κόσμος μου μια απέραντη
επικράτεια που κανείς άλλος
στρατηλάτης δεν αξιώθηκε
να κατέχει. 

Κοντά σου έβγαινα στα πιο 
γόνιμα κι εύχαρη μέρη, 
σ' αυτά που μόλις με τα ακρόνυχα 
μου στο μέτωπο τα χάιδευα 
μού αντιγύριζαν φιλιά. 
Εκεί οι δροσιές, 
οι στριφογυριστοί ποταμοί, 
οι κρουνοί από νερό αναβλύζον
και τα αφύλακτα πηγάδια. 
Οι αποθήκες μας γεμάτες
σιτηρά κανείς να μην πεινάσει. 
Πεταλούδες και άνθη τριγύρω 
να πνίγομαι στην ομορφιά
και δυο μικρές παρθένες
να βγαίνουν στο φως και
να νυμφεύονται τον ήλιο. 

Εσύ ο ουρανός κι εσύ η χώρα μου. 
Εσύ οι αστερισμοί και τα ανοιχτά πηγάδια. 
Εσύ ο καλός ο σίτος και η σπιρτάδα του νου. 
Εσύ το μόνο φιλί καρδιάς
που άλλος κανείς δεν γνώρισε. 

*Ο τίτλος είναι στίχοι της Μαρίας Πολυδούρη.