Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

η θυσία


Πυράκανθοι και ρόδα φύτρωναν στα χέρια σου
Χέρσα η γη σαν την πικραμένη μικρή  Περσεφόνη
Απομυζούσε  τους χυμούς από τις ρίζες της  αγριελιάς
Και απ τον φλεγόμενο δίκταμο του σκιερού δάσους
Γκρεμνοί ακολουθούσαν το διάβα σου
Αλπινιστές με θείους χιτώνες σε προσπερνούσαν
Καθηλωμένοι στωικά στις αξίες της υψιπετούς ιδέας
Παρέκαμπτες  την ανηφόρα των αγαλμάτων
Με βουβές ικεσίες στην απόξενη παρουσία
Των συρμών που ένα απόβραδο πικρά εγκατέλειψες
Σμίλευες στα ακροδάκτυλα  σου με τέχνη περισσή
Μιαν ανάσα από τη μάχη των ερωτευμένων
Σωμάτων,  ίαμβοι των περιχαρακωμένων πόθων
Αντανακλούσαν στις περσίδες του χάους
Μικρούς ερωδιούς και αισθαντικές Αφροδίτες
Μάζευες τους ιστούς και τα πέπλα της βροχής
Στη κατερχόμενη κολασμένη πέτρα των χειλιών σου
Σαν αλιέας που εξορκίζει τον μύθο της τραμουντάνας
Σε λιμένες και παράκτιες πόλεις με αμύθητους πόνους
Ο θησαυρός του αδικοχαμένου παλαίμαχου Τρίτωνα
Ανέδυε  αρμυρισμένα φύκια και εμβόλιμες νύχτιες ζωές
Φουσκοθαλασσιές  κατακρατούσαν όστρακα αγγέλων
Χνώτιζαν το διπλό γυαλί του αβυσσαλέου πόντου
Και υγρές κηλίδες μετασχημάτιζαν το σόλο του κάστρου
Σε ήχους και κρεσέντο ενός γεναριάτικου ημεροδειχτίου
Μουσικοί αναδίπλωναν τις νότες τους στην πληγωμένη άρπα
Ορατόρια και όρθρους ανέσυρε το κρύο σκάφος της αορτής
Μελετούσες θανάτους και πικρές ομολογίες μικρών παρθένων
Έπειτα χρησμούς απήγγειλες στα αδέσποτα πετεινά
Κρύωνε ο αέρας, κρύσταλλοι προεξείχαν από τα μάτια
Και τα μεσοφόρια της ασημένιας καταιγίδας
Μοναχικός κι απρόσμενος έδινες ραντεβού
Στο μαρτυρικό εκκλησάκι με τις μούσες του Νότου
Ακροβολώντας σε εικόνες βυζαντινές
Λατρείες και αναθήματα από το καιρό της αμπέλου
Ευλαβικά σιωπούσες σε υστερότοκες μικρές στιγμές
Προσφέροντας θυσία το κόκκινο μαχαίρι
Μιας περγαμηνής θαλάσσιας ανεμώνης
Πυράκανθοι και ρόδα φύτρωναν στα χέρια σου
Καθηλωμένος πάντα στις αξίες της υψιπετούς ιδέας
Κι ώριμος για την θυσία της δωδέκατης νυχτερινής
Στου έρωτα το στερνό χοροστάσι αρχάγγελος ήχος