haibun
Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμη. Η αυγή σαν καλή νοικοκυρά είχε ήδη απλώσει τα ροζ σεντόνια της να αεριστουν και καμαρωνε περήφανα το προικιο της. Αραιά σταχτιά σύννεφα έκρυβαν τα τελευταία εναπομείναντα αστέρια. Αχνό ακόμα το φως διεκδικούσε τα πρωτεία απ'την νύχτα.
Σπαθί κρατάει
του θέρους η αυγουλα-
αίμα στα βουνά.
Γαληνεμενη η θάλασσα με σκούρο γκρι φόρεμα ανυπομονούσε να έρθει ο ήλιος να την ντύσει στα γαλάζια, πανώρια να υποδεχτεί την νέα μέρα. Που και που λευκές και ασημένιες γάζες απλώνονταν στα νερά της αποθωντας το γκρίζο της φόντο που η γκαρνταρόμπα της νύχτας της είχε προσφέρει.
Ξυπνούν οι κρίνοι
το κύμα έχουν πλάι-
πλερια ευωδιά.
Τα ροζ σεντόνια της αυγής πήραν σιγά σιγά να χρυσιζουν. Το φως ολοένα και δυναμωνε και το χρυσό μάτι του ήλιου έστελνε τις αχτίδες του πρόσχαρα στον κόσμο. Ξεχώριζαν πια οι ελιές, τα κυπαρίσσια και τα κοντά αμπέλια. Χρυσισε κι η θάλασσα πριν ντυθεί στα γαλάζια και φιλόξενα υποδεχτεί τις πρωινές τράτες.
Άπλετο το φως
κοιμούνται τα τριζόνια-
βοή τζιτζικιών.
Τα κοκκορια αφού επιτέλεσαν το πρωινό τους καθήκον πήραν να ασχοληθούν με το σκάλισμα της γης προσπαθώντας να βρουν πέτρες και σκουλικακια την γκουσια να γεμίσουν πριν η κυρά τους ξυπνήσει και φέρει χρυσό το καλαμπόκι στις ταιστρες. Ομορφονια η μέρα ξεκινούσε το ταξίδι της βάφοντας με κοκκιναδι τα αισθησιακά της χείλη.
Ροζ ορτανσίες
δροσοσταλιδες κρύβουν-
πάνω στα φύλλα.