Ήξερα πως μια δεύτερη φύση
Έκρυβα μέσα μου
Μάλλον τη δική σου
Χρώματα νέγρικα άνθη της πέτρας
Γλυφά νερά κι έρημοι εκτενείς
Φύση μπερδεμένη
Αμφίσημη να με παιδεύει
Ωστόσο συχνά καταφέρναμε
Να συγχρονιστούμε
Αφηνόμασταν στην τρέλα
Πετούσαμε τα ρούχα ψηλά
Σαν νιώθαμε το χνώτο της νιότης
Στο γδαρμένο τζάμι της μοίρας
Υγρό να μας ακουμπά
Στο ίδιο κελί εγκλωβισμένοι
Με μισό καρβέλι απαντοχής στα δύσκολα
Με ένα δικράνι εργασίας στην αυλή
Κι ένα κομμάτι ουρανού για τα όνειρα
Όνειρα χωρίς περιορισμό
Τρεμουλιαστά
Σαν φωτάκια πυγολαμπίδας
Σε δρόμο κατηφορικό
Ώρα βραδινή με καλή παρέα
Κι άλλοτε απόρθητα μεγάλα
Σε ένα κόσμο που μέτρα δεν χωρούν
Να πλέει το κορμί
Να φεγγρίζει η καρδιά απ' τα αισθήματα
Μεγάλες ώρες σημαδεμένες
Από τ' ασημένια σφυράκια των μικρών μας θεών
Ξαφνικά το μαύρο
Μας κύκλωσε
Ποια διαφυγή;
Στους πίνακες κηλίδες αίματος
Στο χαλί κομμένες οι πλεξίδες της Γενοβέφας
Στο πικ απ επαναλαμβανόμενες σονάτες
Μονότονα να παίζουν
Ακόμα κι η καρφίτσα που μου δώρισες
Πήρε το χρώμα του χαλκού
Μόνο ένα ποίημα δεν έχασε
Την πρωτινή του ομορφιά
Δεν ψεύτισε δεν ρυτίδωσε δεν ασχήμισε
Είναι το δικό μας παραγώνι
Με τα χρυσά δοντάκια
Να χουχουλιάζει η καρδιά φως κι άσβεστη χαρά κάθε που νυχτώνει