Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ko-uta


Πρωτόγνωρο τραγούδι
παίζω στη λύρα
φανέρωμα αγάπης
μπρος στα σκαλιά σου.

*
Φιλί σου φανερώνω
χείλη αρμυρά
η θάλασσα το φέρνει
γοργά σε σένα.

*
Φανέρωμα σελήνης
πέπλα ανοίγει
η μάγισσα χορεύει
βότανα κρατά.

*
Φανέρωμα αυγούλας
δροσοσταλίδες
τα βλέφαρα σκεπάζουν
τρέχει το δάκρυ.

*
Νιογέννητο ελάφι
λάγνο το κορμί 
φανέρωμα της κόρης 
τρέμουλο ζωής.

*
Με δαγκωνιά μεγάλη
κόβει το μήλο
φανέρωμα της σάρκας
χυμοί στα χείλη.

*
Ερωτευμένη κόρη
τρέχει στ' αμπέλι
τη ρόγα φανερώνει 
λεπτό το τσίτι.

*
Μυστική η αγάπη 
βαθιά στη καρδιά 
χαρτιά την φανερώνουν 
μάτι μπεσαλή.

*
Βάρκα αργοσαλεύει
ψηλό τακούνι 
τη γάμπα φανερώνει
λιγνό το κορμί. 

*
Τρέχει σαν την λαφίνα
αγάπη πρώτη
έρωτα φανερώνει
λάγνο το μάτι.

*
Πετά μες τα σύννεφα
ο νους χαμηλά
τον οίστρο φανερώνει
τρανός ποιητής.

*
Απομεινάρια στάχτης
πέφτει η σκεπή 
φανέρωμα της θλίψης
αποκαΐδια.

*
Λιγοθυμιά τον πιάνει 
μπροστά στη θέα 
αγκάθια φανερώνει 
ρόδο μυριστό.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Επέλαση

Τα παιδικά μας μεσημέρια φώλιαζαν στα χνούδια 
της αγκινάρας σε εκείνες τις άγριες με τα αιχμηρά αγκάθια 
που ο πατέρας στους όχτους του κήπου είχε φυτέψει.
Δεν ζητούσαν πολλές φροντίδες λίγο σκάψιμο και βρόχινο
νερό για να δώσουν αγκιναράκια μεσούσης της άνοιξης.
Παίρναμε την τροχισμένη λεπίδα, παιδιά ακόμα, και 
κατεβαίναμε στον κήπο για να κόψουμε τα αγκαθωτά κεφάλια. 
Αθόρυβα και κρυφά από τον πατέρα και τη μητέρα 
γίνονταν η επιδρομή αυτή.

Ο πατέρας ήταν απασχολημένος με τα
κηπευτικά και τα δέντρα στο τελευταίο στρατώνι του κήπου.
Βοάνιζε το σπανάκι, τα αντίδια, το σέλινο, 
τα ιταλικά και τα α αγριοράδικα. 
Πνευμόνι γερό και πέτρα τα μπράτσα του μάχονταν 
τη γη, ζωή να της δώσει.
Τα τσαπίσματα του ακούγονταν ως την πέρα γειτονιά
με τους τρεις αδιάφορους καφενέδες.
Εκεί οι αργόσχολοι έπαιζαν κολτσίνα, τριανταένα, ξερή 
κι έπιναν ανέρωτο το ούζο χωρίς μεζέ και κάποιοι 
άλλοι ρουφούσαν άπληστα τους διπλούς σκέτους καφέδες
για να διώξουν την πρωινή μέθη απ' τα σώματα. 

Κόβαμε λοιπόν τις αγκινάρες και τις ξεφυλλίζαμε.
Τα χέρια μας συνηθισμένα στο αίμα δεν τρόμαζαν καθόλου.
Δεν πετούσαμε τα φύλλα, μας έθελγε 
το άσπρο γλυκόστιφο ημικύκλιο στην άκρη.
Βάφονταν τα χείλη μας και τα δόντια μας μαύρα.
Χαμογελούσαμε μπροστά στον καθρέφτη των δροσοσταλίδων.
Είμασταν χοϊκοί κι ωραίοι σαν τους αρχαίους πήλινους κούρους.
Σαν φτάναμε στην καρδιά ξετρελαινόμασταν 
με δοντάκια σκεπάρνια την ροκανίζαμε κι η επέλαση του μαύρου 
μας καταλάμβανε εξ ολοκλήρου. 

Το χνούδι το κρατούσαμε στις τσέπες μας κι αίφνης 
μαλλιάζαμε πρόωρα, αγριεύαμε.
Στην τρίτη αγκινάρα γινόμασταν άντρες, φούσκωναν 
οι τσέπες μας όλο και πιο πολύ απ' το χνούδι.
Ανεβαίναμε στο σπίτι στιφοί, όμορφοι κι ερωτευμένοι με την ζωή.
Μας έβλεπαν οι μανάδες και μας σταύρωναν, έπαιρναν 
τα σφουγγάρια μας έπλεναν, έτριβαν τη γλώσσα, τα χείλη, 
τα δόντια, ανησυχούσαν, το χρώμα έφευγε κι έμπαινε στα μάτια τους.
Γίνονταν όμορφες μαυροματούσες και ξανθές 
και τις νιώθαμε αργά αργά να μεταμορφώνονται 
σε απείραχτες κορασίδες.
Μονολογούσαν λόγια ακατάληπτα  κι έκαναν 
πως δεν πρόσεχαν τις φουσκωμένες τσέπες μας.

Ανάστατες σήκωναν τα καπάκια από τα πηγάδια
και βουτούσαν μέσα τα απονήρευτα 
κορίτσια μην τα βατέψει ο πρώιμος ξεσηκωμός μας.
Έκλειναν και σφράγιζαν με κουρέλια τα στόμια των 
πηγαδιών κι έκαιγαν μοσχοκάρφια κανέλα μαστίχα και λιβάνι 
για να φύγει το κακό. 
Με ραβδιά μαστίγωναν αλύπητα τα φυτά.
Ύστερα πήγαιναν στις πλατείες
τους ιερωμένους και τους ντελάληδες να φωνάξουν  
τον οίστρο μας να καταλαγιάσουν
κι ολούθε να διαλαλήσουν τα μυστικά ξαφνιάσματα 
που κρύβαμε στην τσέπη μας.
 

Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

Αισθαντικές μυρωδιές

Το ραδιόφωνο έπαιζε ελαφρές μπαλάντες,
τα λουλούδια του μπαλκονιού της διεγιές είρονταν κι έβγαζαν 
ανασαιμιές ανακούφισης και υγείας τέρψη.
Δυνάμωσε κι άλλο τη μουσική και ξάφνου οι μυρωδιές 
των νυχτολούλουδων πήραν τις στράτες και 
περιπλανήθηκαν πάνω από τα σπίτια της μικρής πολίχνης. 
Τα παιδιά χαμογελούσαν στον ύπνο τους σφίγγοντας 
το αρκουδάκι τους κι αλλάζοντας πλευρό, ζερβά να κοιμηθούν.
Παραμιλούσαν και πρόφεραν λατρευτικά λόγια 
για τις γιαγιάδες τους που τύλιγαν με κόκκινα νήματα 
τη γλώσσα τους και χατίρι δεν τους χάλαγαν ποτέ. 

Οι μικρομάνες που θήλαζαν τα μωρά τους 
ανέβαζαν ξάφνου πλούσιο το γάλα της ζωής. 
Τα βρέφη χόρταιναν, πιπίλιζαν το δάκτυλο τους
και μόσχο έβγαζαν από το στόμα τους.
Γέμιζε το σπίτι μυρωδιές, τα νυχτολούλουδα
υποψιασμένα ανέβαζαν κι άλλο τις νότες τους, 
γυρόφερναν τα σπίτια ακάματα και όλο πιο μεθυστικά γίνονταν.
Οι μανάδες έμεναν ξάγρυπνες, έψηναν καφέ και 
νυχοπατούσαν μην και ξυπνήσουν τους άντρες 
με τα τριχωτά στήθη και τις καθιστές ελιές στην πλάτη.
Έρεε το γάλα στην κοιλιά τους, στα χέρια τους 
και στα αδύναμα πέλματα τους.
Χαμογελούσαν, δεν σκουπίζονταν κι έτσι άσπρες 
και γαλαχτερές που ήταν έμοιαζαν με τα κρινάκια της άμμου
και με τα άσπρα μαγιάτικα τριαντάφυλλα. 

Ξυπνούσαν οι άντρες, τις κοιτάζαν απορημένοι.
Έσκιζαν τα πουκάμισα τους, τις κουρτίνες, μάζευαν τα υγρά 
ματαίως όμως η ροή συνεχίζονταν ώσπου κάλυπτε τα χαλιά, 
τα πλακάκια, τους τοίχους, τα σώματά τους
Ερωτικό πάθος ξεχείλιζε απ' τα μάτια τους και τα χείλη τους.
Οι γυναίκες μιλούσαν προς τα μέσα και γελούσαν δυνατά.
Πλάγιαζαν μαζί τους και τα κρινάκια αίφνης πολλαπλασιάζονταν  
μέσα απ' τους ηδονικούς σπαραγμούς των κορμιών. 
Με το λυκαυγές αποχωρούσαν τα νυχτολούλουδα 
στέγνωναν τα σπίτια, οι μικρομάνες καθαρές τώρα 
με ροδαλά μάγουλα έψηναν δεύτερο καφέ.
Οι άντρες ανακουφισμένοι παρατούσαν 
τις δουλειές της ημέρας κι έμεναν σπίτι 
μαγικά για να ζήσουν τα πάθια του έρωτα.

Τα παιδιά τραβούσαν για το σκολειό  έχοντας 
στο αυτί τους κι από ένα άσπρο κρινάκι.
Έπαιρναν τις πένες έγραφαν ποιήματα, χάραζαν σχέδια 
με καρδιές, ερωτιδείς και βέλη πολλά δηλητηριώδη.
Που μυαλό και κέφι για μάθημα και ορθογραφία.
Όταν επέστρεφαν το μεσημέρι δεν πεινούσαν και οι 
σάκες τους ήταν παραφουσκωμένες με ολόασπρα λουλούδια.
Οι γονείς τα φιλούσαν σταυρωτά κι οι γιαγιάδες έλυναν το 
κόκκινο νήμα τους και παραμύθια αλλόκοτα άρχιζαν 
να τους λένε για κάποια άνθη που ξεμυάλιζαν τους μεγάλους 
αλλά και τα ίδια τις φεγγερές νύχτες του καλοκαιριού.
Όλοι καρτερούσαν με ελπίδα το σκοτάδι 
που λάγνα θα τους έφερνε όνειρα, μαγικές μουσικές 
και παραδείσιες μυρωδιές από τα αποδράσαντα  
νυχτολούλουδα του στενού μπαλκονιού της.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

Το τρομαγμένο ελάφι

haibun

Το χωριό έσφυζε από ζωή. Ο πολύς κόσμος που μετείχε στις γιορτές του συκολόγου έμοιαζε με το πολύβουο μελίσσι που ξέφυγε από την κυψέλη και κρεμάστηκε από το κλαδί μιας γέρικης ελιάς. Παντού ακούγονταν φωνές παιδικές που μαζί με τις γκάιντες των τζιτζικιών έκαναν τους γέροντες στους καφενέδες να μειδιούν ευχαριστημένοι. 

Βαριά σύννεφα
απόμακροι κεραυνοί-
παίγνια του θέρους.

Στην πλακόστρωτη πλατεία με τους τρεις εκατόχρονους πλάτανους όλα ήταν έτοιμα για το πανηγύρι. Οι μουζικάντηδες δοκίμαζαν τα όργανα τους κάτι που έκανε το τσούρμο των παιδιών να ξεσπούν σε ατέλειωτα παλαμάκια αλλά και χαχανητά. Τα τραπέζια γεμάτα κόσμο κι η οσμή της ψητής μπουζοπούλας ερέθιζε τους ουρανίσκους.

Γέρικη συκιά
θεόρατοι οι κλώνοι-
μέλι οι καρποί.

Σαν έπεσε το δειλινό το πανηγύρι ξεκίνησε. Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν ιδρωμένα με τους κατρούτσους στα χέρια. Οι κλαριντζήδες έδιναν ρέστα με τα φουσκωμένα τους μάγουλα κατακόκκινα από την υπερπροσπάθεια. Δεν άργησαν να αρχίσουν οι χοροί. Έβγαιναν τα μαντήλια και ο τσάμικος γνώριζε δόξες από τους χορευτές που μάγευαν με τις φιγούρες τους ψηλά στον αέρα.

Άμαξα περνά
σκονισμένος ο δρόμος-
παύουν τζιτζίκια.

Το κρασί έρεε σαν ποτάμι όλη την νύχτα. Όταν τα όργανα σώπασαν κι οι πανηγυρτζήδες αρχίσαν να αποχωρούν ένα ελάφι βρέθηκε ατυχώς κρυμμένο στην κουφάλα του πιο γηραιού πλάτανου. Είχε τα μάτια όλο τρόμο κι έτρεμε σύγκορμο. Το πήραν αγκαλιά το χάιδεψαν κι όταν αυτό ηρέμησε λίγο έγινε μπουχός τρέχοντας προς το βελανιδοδάσος.

Σμήνη τα πουλιά
πετούν οι συκοφάγοι-
τρελό γιορτάσι

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Γλεντοκόπια

 haibun


Πριν τα μέσα του συκολόγου μήνα ξεκίνησαν οι διακοπές στο εξοχικό, μακριά από την βουή της πόλης. Ένα ελαφρύ αεράκι εμπόδισε την ζεστή να τυραννά το κορμί. Η αυλή γεμάτη με λογής λουλούδια και δέντρα. Στο κέντρο της αυλής δίπλα στο γιασεμί και την βουκαμβίλια κυρίαρχη η συκιά ήταν στις δόξες της με τους πεντάγλυκους καρπούς της.


Ώριμα σύκα

πλησιάζουν οι σφήκες -

ζουζουνίσματα.


Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στο μικρή κωμόπολη. Τα καφενεία γεμάτα και τα παιχνίδια των παιδιών ατελείωτα. Η αυλή βρίσκονταν στο κέντρο και πάντα ήταν ανοιχτή για να υποδεχτεί τους διαβάτες και κυρίως το παιδομάνι που στο μάτι έβαζε τους καρπούς από την κατάφορτη συκιά και σε τίποτα δεν το είχε να ανεβαίνει πάνω της για να γευτεί τους πιο ώριμους καρπούς.


Γέρνει ο ήλιος

μοσχοβολιά γιασεμιού -

δίπλα κατιφές.


Τα βράδια στην πλατεία δεν έπεφτε καρφίτσα. Σχεδόν πάντα μια ορχήστρα  θα υπήρχε να παίζει τα μακρόσυρτα τραγούδια που έφερναν κέφι και ζωντάνια στο πλήθος. Με την συνδρομή του κρασιού πραγματικά το γλέντι άναβε. Η πίστα ήταν γεμάτη με πολλές δίπλες από χορούς, πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα και ιδρωμένα μαντήλια.


Αχτίδες θέρους

κουβάρια μαζεύονται -

ρόδα στο βουνό.


Οι γυναίκες με τα ψηλά τακούνια ίσα που συγκρατιόνταν όρθιες. Κάποιες τολμηρές τα έβγαζαν και τα πετούσαν μακριά για να συνεχίσουν ξυπόλητες να χορεύουν. Ερωτικά βλέμματα ανταλλάζαν με τους κρυφούς τους έρωτες. Ενώνονταν τα χέρια και οι καρδιές σφυροκοπούσαν δυνατά. Τα γλέντια κρατούσαν ως το ξημέρωμα τότε μόνο που βάραιναν τα βλέφαρα κι έκλειναν.


Βγήκαν τα τζίνια

πολύχρωμα παρτέρια-

καμβάς ζωγράφου.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Τα κεκτημένα του έρωτα

Πρωινό Κυριακής κι εσύ έπλενες 
τα χαλιά στην βεράντα.
Γυμνά τα πόδια να στραφταλίζουν οι σταγόνες 
του νερού στις γάμπες σου και στους χάρτες
των γονάτων σου.
Υγρός και όμορφος με το παντελόνι ανεβασμένο
ως τους μηρούς και το μακό φανελάκι ποτισμένο
μες τον ιδρώτα να διαγράφει το στήθος, τις πλάτες,
τους ώμους και τα μυώδη σου μπράτσα.

Σε κοιτούσα πίσω από το παράθυρο κι ήμουν 
η μόνη που έβλεπα το φωτοστέφανο που κύκλωνε 
τα ατίθασα καστανά μαλλιά σου.
Έλαμπες σαν όπως σε φώτιζε εκείνη η λάμπα 
πετρελαίου που έφερες στο σπίτι κι ήταν 
η μοναδική σου κληρονομιά από το παρελθόν.
Άλλοτε πάλι μου θύμιζε τον φανοστάτη της πλατείας 
πλάι στο ξύλινο παγκάκι εκεί που καθόμουν 
μεθυσμένη και μηνύματα σου έστελνα κι ανάσες του έρωτα
πρωτόγνωρες σε κερνούσα.

Έμενα για λίγο απαθής να σε κοιτάζω και τίποτα άλλο 
δεν ήθελα εκτός σου να θωρώ. 
Τα επισκίαζες όλα.
Το τραπέζι με τους κάκτους, τις γλάστρες με τις πετούνιες,
τα γαρύφαλλα, τα σαρκοβόρα φυτά κι εκείνο το άγιο γιασεμί 
που ανέβαινε στα ξύλα της πέργκολας.
Απομακρύνονταν όλα και μόνο εσύ έμενες τα κάδρα 
της καρδιάς να στολίζεις και στο δέρμα μου το άρωμα σου 
ιεροτελεστικά να αποθέτεις με τις πολλές του πικρές νότες.

Σαν τέλειωνες δεν έμπαινες στο σπίτι ξέροντας
πως πολλά είχα στο νου μου να κάνω εγώ. 
Μάζευα γρήγορα τις δουλειές και καταπιανόμουν 
με το κύριο έργο μου.
Το σπίτι γεμάτο αποχτενίδια με προκαλούσαν να τα 
συγκεντρώσω.
Το ήξερες, το υποψιαζόσουν πως κάθε βράδυ έρχονταν
οι νεράιδες, οι δρυάδες των δασών κι η ωραία μαγιοπούλα 
με τους εφτά τόμους βιβλία, τα φίλτρα της και τα μαγιοβότανα της.
Φαντάζομαι πως ήταν ερωτευμένη μαζί σου, λάγνο
το βλέμμα της το μαρτυρούσε ξεκάθαρα.
Δεν ζήλευα καθώς αυτή με τα φίλτρα της παράτεινε μέσα 
στην νύχτα τις ώρες του μεγάλου έρωτα μας.

Με φροντίδα μεγάλη σκυμμένη μάζευα τα αποχτενίδια 
κι ήταν πολλά κάθε μέρα.
Μακριές ξανθές τρίχες υπερκόσμιες στόλιζαν τα χέρια μου.
Έλεγα πως ήταν κεραυνοί κι άλλοτε πάλι αχτίνες αστεριών 
που ξέφυγαν απ' τα ουράνια κι ήρθαν εδώ αποκαμωμένες 
από το ταξίδι μαζί μας για να ζήσουν.
Είχα πολλά να κάνω με αυτά τίποτα δεν μου ξέφευγε.
Γέμιζα μπαούλα, μαξιλάρια και μικρά μαρτυρικά έπλεκα
να τα φορώ στο χέρι κι εσύ να τα θαυμάζεις.

Μια μέρα θέλησα να πλέκω μια μακριά πλεξίδα.
Το έκανα, ταίριαζε με το ξανθό μου κεφάλι και πλούτιζε 
την κόμη μου. 
Αραίωσαν τα μαλλιά μου με τον χρόνο κι εγώ παιδούλα 
γινόμουν χάρη σ' αυτή, ξετρελαινόμουν κι ο καθρέφτης 
κομμάτια γίνονταν μην αντέχοντας την ωραιότητα μου.
Με αγαπούσες κι έλεγες πως το χρυσάφι έχω όλου του κόσμου
και υποσχέσεις αγάπης αιώνιες μου έδινες.

Έμπαινες στο σπίτι στεγνός πια και στα μαξιλάρια μου ξάπλωνες.
Κοιμόσουν κι όνειρα παραδείσια έβλεπες.
Κάποια στιγμή στο ενύπνιο σου, μου είπες πως εδώ 
δεν χωράς και πως έπρεπε να φύγεις.
Τρόμαξα, εσύ δεν θυμόσουν τίποτα απ' αυτά που ξεστόμισες.
Δεν στα αποκάλυψα φοβόμουν μην τους δρόμους
πάρεις που οδηγούν στις πηγές του ποταμού
ή βρεγμένος στην βάρκα ανέβεις με την χρυσή πλεξούδα μου 
να κρατάς για οβολό.

Με νύχια και με δόντια σε κρατώ κοντά μου.
Στρώνω το κρεβάτι μας με της λεβάντας τα σεντόνια.
Τελευταία ένα αφράτο σου έφτιαξα πάπλωμα με 
τα αποχτενίδια της μικρής μάγισσας κι ας αντίζηλος μου ήταν.
Σφαλνώ τις πόρτες.
Σου κρύβω τα κλειδιά. 
Διπλοκλείνω τα παντζούρια κι ακόμα και τις κλειδαρότρυπες 
φροντίζω να κλείνω ερμητικά.
Δεν θα βρεις τρόπο διαφυγής, φρούριο το σπίτι το έκανα για σένα.

Εσύ εδώ με τις σταγόνες του νερού να στραφταλίζουν 
στα πόδια σου.
Εσύ εδώ με το ιδρωμένο σου μπλουζάκι και τ' άρωμα σου.
Εσύ κοντά μου με το στενό σου παντελόνι 
γεμάτο πιτσιλιές αθανασίας.
Την χρυσή πλεξούδα την έκρυψα κάτω από την μασχάλη.
Οβολό δεν θα βρεις, ταξίδι δεν θα κάνεις.
Οι θύρες έκλεισαν αγάπη και το ζεστό μας πάπλωμα 
δεν θα σε αφήσει επ' ουδενί να το αποχωριστείς. 
Στο ενύπνιο σου να σε ακούω να μου υπόσχεσαι 
αιώνια πίστη και αν το θες στους θεούς των ερώτων  
πλήρη υποταγή να δείχνεις χωρίς όρους και συνθήκες 
που με συνθλίβουν.
Εσύ εδώ να μένεις κι εγώ η κλειστή μπουκαπόρτα, 
μια αγκαλιά να σε κρατά σφιχτά το ταξίδι σου στο πέραν
για πάντα να ακυρώνεις.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Όλεθρος

Τάνκα 

Όλεθρος φωτιάς 
καψαλισμένα δέντρα 
μαύροι οι καπνοί
σκάνε τα κουκουνάρια 
καίγεται η φούστα μου.

*
Σκάνε οι βόμβες 
ξεπηδούν μανιτάρια
κλαίνε τα παιδιά 
του ολέθρου μηχανές 
οσμή θανάτου φέρουν. 

*
Κλαίει το παιδί 
σφιχτά κρατά το χέρι  
πυκνοί οι καπνοί 
ξεμαλλιασμένες μάνες 
συντρίμμια του ολέθρου.

*
Βαρούν τουφέκια 
κανόνια φλόγες βγάζουν
μάχη μαίνεται 
νεαρά πέφτουν κορμιά 
θύματα του ολέθρου.

*
Θεριά οι φλόγες 
πανύψηλα έλατα 
ζοφερό μέλλον 
μαύρο περνά κοράκι 
νέα ολέθρου φέρνει.

*
Όλεθρος φωτιάς 
καίγεται ο οικισμός 
κάτοικοι θρηνούν 
καψαλισμένη κούκλα 
κρατά το κοριτσάκι.

*
Θεάτρου σκηνή 
αδειανά καθίσματα 
κουδούνι τρίτο 
το δάκρυ των ηθοποιών 
μαρτυρά τον όλεθρο.

*
Στάρια καίγονται 
σταυροκοπιούνται μάνες 
λίγο το ψωμί 
παιδιά σκελετωμένα
όλεθρος χτυπά τη γη. 


*
Άδεια πλατεία 
πολιτικάντης μόνος 
στόμφος στον λόγο
γέλωτες στα μπαλκόνια 
τον όλεθρο δεν βλέπει. 

Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Έξοδος

haibun

Τράβηξε τρεις τζούρες από το τσιγάρο και βγήκε από το σπίτι. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Ασέληνη νύχτα με μυριάδες αστέρια να τρυπούν τον καμβά της. Το σκυλί της την ακολούθησε για λίγα μέτρα κι έπειτα επέστρεψε στο καθήκον του. Ήταν ο φρουρός της ταπεινής κατοικίας της με τα πολλά βασιλικά και τα ανυπότακτα σκυλάκια. Ακούραστη μια μελισσούλα αντλούσε χυμούς.

Τρίζει η άμμος
το βήμα ανάλαφρο-
τριζόνι σιωπά.

Κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα με ένα ζουζούνισμα στο αυτί. Οι δρόμοι λασπωμένοι μετά το χτεσινό μπουρίνι που χτύπησε το νησί. Στα πόδια της φωσφόριζαν κίτρινες οι γαλότσες της. Απέφευγε τις λακκούβες και βάδιζε ίσα στις φραγκοσυκιές που στις θεόρατες παλάμες τους κρατούσαν τους ώριμους καρπούς τους. Προσεχτικά με τα γάντια της έκοψε κάμποσους.

Λαλούν αηδόνια
γεμάτα τ' αρμυρίκια-
κρίνοι στην άμμο.

Οι ήχοι της νύχτας διάχυτοι. Κάποια επίμονα τζιτζίκια διεκδικούσαν κι άλλο χρόνο απ' το εφήμερο τους διάβα. Οι φίλοι τους, τα τριζόνια, συνόδευαν την ορχήστρα τους. Ένα πεφταστέρι ξεχύθηκε προς τη γη για να τα αγκαλιάσει. Έσμιξε με τις πυγολαμπίδες που είχαν στήσει γλέντι πάνω στον γεμάτο ξερά χόρτα παράδρομο που έβγαζε στον μικρό όρμο.

Σπαθί γλαδιόλας
προτάσσει τα άνθη του-
μαχητές ξυπνούν.

Έφτασε στα βράχια που περικύκλωναν τον όρμο και ξεκίνησε το έργο της. Γούβες αλατιού περιμετρικά κρατούσαν στην αγκαλιά τους το θησαυρό τους. Μάζεψε αρκετό, βρεγμένο ακόμα, και γέμισε την πάνινη σακούλα. Στον κήπο της ανοιγμένοι οι κολοκυθοανθοι την περίμεναν. Θα τους έψηνε στο φούρνο με μυρωδικά και θα τους νοστίμιζε με τους κρυστάλλους του αλατιού.

Βοά το κύμα
σμιλεύεται ο βράχος-
βροχή θερινή.

Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

Η ωραία τρελή

Βγήκε με το ελαφρύ της φόρεμα στην θεοσκότεινη νύχτα. 

Πουθενά ούτε ένα αστέρι μα ούτε καν φεγγάρι 

παρά ένας χαμηλωμένος και συννεφιασμένος ουρανός 

σαν βαριά πατατούκα σε σώμα ορεσίβιων βοσκών. 

Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν ακόμα, αδιαφόρησε, 

αυτή ένα μόνο σκοπό είχε, να διώξει τη μέθη απ' τη καρδιά

και τα σύντομα όνειρα της να τα βάλει λίγο σε τάξη. 

Βοηθός της η δροσερής αύρα που σεργιάνι είχε βγει, 

νύχτα του Αυγούστου, εκεί κοντά στον μόλο. 

Απαλά τις βάρκες κι ερωτικά πέρα δώθε τις νανούριζε 

και στον δρόμο των μακρινών ταξιδιών που ποτέ δεν έκαναν 

με ένα νεύμα τις έβγαζε παίρνοντας τες αγκαζέ 

κι ανάβοντας όλα τα φώτα στα φινιστρίνια.


Στα στενά σοκάκια της πόλης ουδείς.

Ο Μορφέας είχε κάνει πολύ καλά την δουλειά του

κι είχε βυθίσει στα σκοτεινά του πέπλα κάθε ύπαρξη

ζωντανή αλλά και νεκρή.

Αποκοίμισε βαθιά μωρά, δασύτριχους έφηβους, μικρομάνες  

και άντρες που με τα στιβάνια τους κοιμήθηκαν 

καθώς απ' τον ιδρώτα είχαν γίνει ένα με το πέλμα τους και τη γάμπα τους. 

Είχαν δοθεί ψες στο χορό κατά το γαμήλιο γλέντι που έγινε στην πλατεία 

τη γεμάτη με δράκαινές, τρεχούμενα νερά και λιγωτικά νυχτολούλουδα.  


Περιπλανήθηκε στην πόλη ώσπου έφτασε στα άκρια της.

Σιγή στο κοιμητήριο, μπήκε στο εσωτερικό του.

Οι νεκροί είχαν ανοίξει τις πλάκες και είχαν βγει έξω 

για να απολαύσουν τον μεθυστικό ύπνο πλάι στις ντάλιες 

που η σάρκα τους τις είχε πλούσια θρέψει 

και κάλυπταν με τα ιώδη άνθη τους όλο τον χώρο απ' άκρη σε άκρη.

Καλόβολοι οι νεκροί δεν απαιτούσαν τίποτα παρά μόνο

να απωλέσουν την μνήμη και τα κονταροχτυπήματα του έρωτα

να αποφύγουν καθώς το αίμα τους έμοιαζε με εκείνη του πάγου 

την χοντρή κρούστα που τους κρατούσε ζωντανούς.

Μετρημένοι οι ήχοι κι οι κινήσεις έσπαγαν την σιγή των κυπαρισσιών.  

Ένας ευτραφής γέροντας  ροχάλιζε δυνατά, 

μια δεσποσύνη παραμιλούσε με λόγια ακατανόητα, 

ένας νεαρός υπνοβατούσε παίζοντας μπάλα με το κρανίο της τρελής

κι ένας φάλτσος τραγουδιστής εγκωμίαζε τα σαρκοβόρα φυτά

και τα αδύναμα άνθη της μαγιάτικης παπαρούνας .


Γεμάτη εικόνες έφυγε από το κοιμητήριο, πλησίαζε η αυγή 

και οι νεκροί είχαν ξυπνήσει κι αποσύρονταν στις τρύπιες τους κάσες.

Περιμάζεψε μόνο το ορφανό κρανίο και το έβαλε στην τσάντα της.

Μπήκε στην πόλη που σιγά σιγά άρχισε να ξεφεύγει από τον λήθαργο.

Στάθηκε στο καφέ με τα πολλά γκράφιτι κυρίως φιδιών.

Χαρούμενο το γκαρσόνι την κέρασε ένα σκέτο καφέ 

με συνοδευτικό κουλουράκια κανέλλας και βανίλιας.

Τον ευχαρίστησε και παράχωσε στην τσάντα της ένα κουλουράκι.

Ήταν η πρώτη πελάτης κι όλοι στην πόλη γνώριζαν πόσο 

γουρλού ήταν εξ ου και το κέρασμα του καφέ άλλωστε.

Έμεινε εκεί μια ώρα περίπου και κανείς πελάτης δεν φάνηκε.

Έκανε να φύγει και τότε ξαφνικά έπεσε πάνω 

σε μία ακέφαλη γυναίκα με μακριά καπαρντίνα.

Βάδιζε με προτεταμένα τα χέρια για να βλέπει στο σκοτάδι. 

Φοβόταν μην τσακιστεί και πέσει πάνω στην τζαμόπορτα.

Την πλησίασε και με κινήσεις ακριβείας της άρπαξε την τσάντα.

Πήρε το κρανίο και το φόρεσε στο ωραίο της σώμα. 

Τώρα είχε πια το φως της κι οι κίνδυνοι είχαν απομακρυνθεί.


Η ωραία τρελή έφυγε κι αυτή τράβηξε για το σπίτι.

Άνοιξε και μπήκε μέσα, το νιαούρισμα της γάτας την καλοδέχτηκε.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τότε έντρομη παρατήρησε 

πως αντί για το φόρεμά της φορούσε την καπαρντίνα της τρελής.

Έκανε να την βγάλει μα επ' ουδενί δεν ξεκολλούσε απ' το σώμα της.

Κοιμήθηκε με αυτήν κι όταν ξύπνησε διαπίστωσε πως ήταν ολόγυμνη.

Πάνω στην συρταριέρα της είδε στερεωμένο το κρανίο με δυο κεριά 

χωμένα στους οφθαλμούς που έβγαζαν τρεμουλιαστές φλόγες. 

Παραλογίστηκε όταν αντίκρυσε κρεμασμένη απ' τον καλόγερο την καπαρντίνα.

Στο μπράτσο της καρέκλας ήταν ακουμπισμένο το φόρεμα μούσκεμα στον ιδρώτα.

Η ωραία τρελή την ακολούθησε και την πέρασε στην αντιπέρα όχθη.

Στο πάτωμα κείτονταν μια μαρμάρινη πλάκα με χαραγμένο πάνω

το όνομά της και με την προσθήκη με έντονα γράμματα της φράσης:

Απεβίωσε σήμερον.

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Η ζωή της πέτρας

Έχεις δει πέτρα να αγκομαχάει όταν σε χέρια παιδιού

βρεθεί και στο σημάδι παίρνει δεκαοχτούρες και ταπεινά σπουργίτια.

Έχεις δει βράχο ξεμπράτσωτο που σε αλατιού γούβες σκύβει

και κρυστάλλους αλατιού μαζεύει να νοστιμίζει το ψωμί 

του εργάτη και του φτωχού ψαρά την κακαβιά. 

Έχεις δει ακροβούνια να αντέχουν το χιόνι και στα σπλάχνα τους 

τις ρίζες να καλοδέχονται απ' τα έλατα, τις οξιές, τις φλαμουριές

και τα αήττητα πουρνάρια.

Έχεις δει αγκωνάρια δίπλα στους ποταμούς που πλάτη βάζουν

στην μέντα, στους κισσούς, στις καλαμιές και στα θεόρατα πλατάνια.

Και μήπως πρόσεξες τα πέτρινα γιοφύρια που ψυχές 

τα κατοικούν που με λαδάκι και βάλσαμο τις πληγές τους καλύπτουν.


Έχουν ιστορία οι πέτρες, ανοχή  και βαριά κληρονομιά.

Πάνω τους ο γλύπτης με το καλέμι του ζωή τους εμφυσά 

και μορφές άγιες γίνονται  του κόσμου σκαλίζει.

Ρήτορες που για βάθρο τις έχουν τον μεγάλο να πουν λόγο 

σε πλήθη ανακράζοντα μπροστά στην λεπίδα της αλήθειας.

Κι ακόμα αναλογίζομαι τις μαρμάρινες κόρες και τους 

κούρους που στα βάθη της θάλασσας βρίσκονται ναυαγισμένες.

Φωλιές των ψαριών γίνονται και των κοραλλιών υποστήριγμα,

προσμένοντας αιώνες τώρα τα δίχτυα ενός ψαρά ή το έμπειρο

μάτι των σφουγγαράδων στην επιφάνεια να τις φέρει.


Οργίζονται οι πέτρες, πονούν κι άλλοτε πάλι φιλικό 

γίνονται προσκεφάλι την κούραση του αρματολού να πάρουν 

δίπλα στο καριοφίλι, στα σταυρουδάκια της μάνας και 

στα ζεστά φιλιά της αγαπητικιάς.

Καρτερικές οι πέτρες, βότσαλα γίνονται στις απόκρημνες ακτές 

που σκούνες τις πλησιάζουν με ναύτες αγριωπούς με μακριά γένια.

Εκεί ακουμπούν το προσφάι τους και σε κώνους τις στήνουν 

φωτιά να ανάψουν τα κουρασμένα τους χέρια να ζεστάνουν 

και το κρι κρι να ψήσουν που αλάτι στην γλώσσα και στα 

σπλάχνα του έχει αποθηκεύσει.


Είναι αισθαντικές οι πέτρες πάνω τους ο βασιλικός, το γεράνι, 

η αρμπαρόριζα και ο διπλός κατιφές σε καντούνια νησιών 

και σε αγροτόσπιτα.

Κι ακόμα οι λείες από αυτές, επιφάνεια γίνονται να 'ρθει ο ζωγράφος 

με τα εκτυφλωτικά χρώματα και τα πινέλα την ζωή να αποτυπώσει.

Πάνω τους η κυκλαμιά, το καράβι, του νεκρού το πρόσωπο και

τα πυργόσπιτα με τους τρείς ορόφους και τις πολεμίστρες.

Πάνω τους ελεήμον το βλέμμα της γοργόνας, το χτένι της κυράς 

και της Παναγίας το μεγάλο μάτι.


Ζουν αιώνια οι πέτρες.

Σπήλαια και δρακόσπιτα γίνονται και αρχαίες στήλες που ένδοξους 

στίχους ποιητών φιλοξενούν και στρατοκόπων  παραγγέλματα.

Στο χωράφι το υνί τις παραμερίζει αφράτο να γίνει το χώμα 

έτσι που να υποδεχτεί τον σπόρο του δίκοκκου σταριού,

γέννημα να γίνει και τροφή στα μαυρισμένα από την πείνα μάτια

στις παραγκουπόλεις της γης. 

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

Αποπλάνηση

Θέλησα να αιχμαλωτίσω το βλέμμα σου 

τα βάθια του εαυτού σου να εξερευνήσω.

Πήρα διχάλες παιδιών από ξύλο οξιάς

τις παιδικές μου μνήμες να αναστήσω

που σαν ταύρος μαινόμενος στην αρένα 

με προκαλούσαν να μπω.

Δεν τα κατάφερα, οι σπίθες μου έκαψαν 

την διχάλα, μύριζε η καμένη οξιά κι έλεγα 

πως ήμουν σε ένα αποτεφρωμένο δάσος 

χωρίς ελάφια και πουλιά, χωρίς τους εκδρομείς.


Το βλέμμα σου δύστροπο έγινε, το πλησίασα 

το μπέρδεψα με νήματα αδύνατον να το συλλάβω,

ξεμπέρδεψε τα νήματα και λαβές έβγαλε σαν μαχαίρια.

Έκανα προσπάθεια να απομακρυνθώ μα το  

κοντομάνικο μαχαίρι ίσα στην καρδιά με βρήκε.

Αιμορραγούσα, κανείς δεν το έβλεπε, προς τα μέσα 

έτρεχε η πληγή αίμα και πύον, πώς να γιατρευτώ; 


Πρόστρεξα στην μάγισσα μου, αυτή που στους 

ποταμούς ζει κι έχει για σπίτι της ένα ολάνθιστο νούφαρο.

Διάβασε την σφαίρα, γιατροσόφια και φίλτρα μου έδωσε

το σοκ του σώματος να εξευμενίσει και τα σκοτάδια του έρωτα

με φως αστρικό να φωτίσει, έτσι που σαν θεά να μοιάζω 

με χιλιάδες βέλη στα χέρια κι ένα καλόβολο άλογο 

που με τα φτερά των ποδιών του θα με έφερνε κοντά σου πάλι.


Δεν παραιτήθηκα στιγμή, ξόβεργες έστησα και δόκανα

πλάι στις ακτές σου έβαλα το βλέμμα σου να κατακτήσω.

Ήρθες σαν τον μαΐστρο που κατατρώει τους βράχους.

Δεν με είδες, στο πιο ψηλό αρμυρίκι ο Πήγασος με πήγε  

Κατόπτευα τις κινήσεις σου.

Η ανάσα σου με ζέσταινε.

Στο χαλασμένο σου ρολόι μετρούσα τα δευτερόλεπτα.


Περπατούσες στις ακτές αμέριμνος.

Τα δυο σου μάτια πύλες θεϊκές που βγαίνει το δισκοπότηρο

με τον άρτο και το νάμα.

Μέθυσες.

Εκεί ήταν που σε συνέλαβα.

Πιάστηκες στις ξόβεργες, στο δόκανο χρυσαφένιες άφησες 

τις σπίθες των ματιών σου. 

Αόμματος πετούσες βότσαλα λαβώνοντας μέδουσες, 

χελιδονόψαρα και τα μακριά πλοκάμια των χταποδιών.  


Το βλέμμα σου στα χέρια μου σαν καρδιά που πάλλεται

και διάπλατα ανοίγει στα μυστικά σου μονοπάτια με οδήγησε.

Σε γνώρισα.

Σε φυλάκισα.

Σε γλύκανα με φιλί.

Τις σπίθες δεν φοβήθηκα στιγμή.

Κουβάρια τις μάζεψα κι άρχισα να πλέκω με βελόνες 

ασημένιες αποξαρχής το στρώμα που πλαγιάσαμε 

την πρώτη νύχτα, τότε που τ' αστέρια πυγολαμπίδες έγιναν στη γη.


Αήττητη τώρα σε παρακολουθώ και κοντά μου σε φέρνω.

Με τις σπίθες που περίσσεψαν αραχνούφαντο φόρεμα έφτιαξα,

φουλάρια πολλά και και πουκάμισα αδειανά της Ελένης.

Στο σώμα σε φορώ. 

Όμορφη γίνομαι. 

Και με το πουκάμισο στις εκστρατείες με το φαρί πηγαίνω.

Είσαι εδώ, σε ταΐζω, σου φτιάχνω μύθους και ερωτικά 

ποιήματα σου απαγγέλω.


Τις λίγες σπίθες που δεν σπατάλησα πίσω στις επιστρέφω. 

Το φως σου βρίσκεις και με τα βότσαλα παύεις 

τους κόσμους μου να πληγώνεις.

Πάνω τους ζωγραφίζεις μέδουσες, χελιδονόψαρα, χταπόδια 

και καράβια τρικάταρτα.

Στους ποταμούς τα αφήνεις κι όταν στην Αχερουσία πύλη θα μπουν 

οβολούς δε θα σου ζητήσουν και τον βαρκάρη 

με τα κοντομάνικα μαχαίρια θα σκοτώσω. 

Εκείνα που με σημάδευες παιδούλα ακόμα 

και στις σπηλιές σου με οδηγούσες εξιλαστήριο θύμα 

στους θεούς των ερώτων να με δώσεις.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2022

gogyoka

(Το δέντρο του Τενερέ στάθηκε για δεκαετίες στην έρημο ρίχνοντας ρίζες βαθιές 36 μέτρα υπόγειες φλέβες νερού να βρει. Τελικά χτυπήθηκε από ένα φορτηγό και έπεσε. Φυλάσσεται σε μουσείο κι ένα μεταλλικό στην ίδια θέση το αντικατάστησε.)

Βαθύριζο δέντρο της άκαρπης ερήμου
Σκιά πάνω στην άμμο φευγαλέα ο ήλιος την διαπερνά
Απλώθηκαν οι φυλλωσιές χορός των φύλλων ξεκινά
Αχόρταγα σε φλέβα νερού μεταλαμβάνει.
Θαύμα της φύσης εφήμερο που το απρόβλεπτο τη ζωή συντρίβει.

*
Η έρημος πλήγωσε τα πόδια τρύπια σανδάλια
Διαβάτης λιγνή σκιά βρίσκει αναπάντεχη δέντρου φυλλωσιά
Πεσκίρι με σχέδια τετράγωνα ανοιχτό
Λιγοστό το φαγί δύσκολα σε χορταίνει
Κουκούτσι στο χώμα βυθίζεται μελλοντικός φίλος στην μοναξιά.

*
Αμολιέται με πείσμα η ρίζα βαθιά στο χώμα
Πολλά τα μέτρα υδάτινη προβάλει φλέβα νερού
Έρημος παντού αφιλόξενη στοά του ήλιου
Μόνο μια σκιά δροσίζει καμηλιέρηδες
Ασθμαίνουν τα ζώα δίπλα στα αποδημητικά πουλιά.

*
Βαρύ όχημα την ζωή διαιρεί θάνατο σπέρνει
Μεταλλικό στήθηκε δέντρο καταμεσής στην έρημο
Γαμψά τα νύχια των πουλιών το επισκέπτονται
Ξύλινα κλαδιά στο μουσείο φύλλα δεν πετούν
Ο αγώνας δάφνες δεν έδρεψε μάταιος κόπος.

*
Αγωνιώδης η παλαίστρα της ζωής
Καλύπτρες σαν φτυάρια σκάβουν την γη
Δροσερό το νερό τιτάνιος αγώνας δόθηκε
Ξεπροβάλουν φύλλα στα κλαδιά
Η έρημος φιλικό γίνεται άντρο κοσμογονίας θαύμα.

*
Στρώμα άμμου στα φύλλα αέρας την αποδιώχνει
Χάρμα οφθαλμών το πράσινο ζωνάρι σκιά χαρίζει
Διαβάτης ανακούρκουδα κάθεται
Άδικά η καμήλα χορταράκι ονειρεύεται
Αφιλόξενος τόπος με μια μόνο πινελιά ζωής μέσα στην αμμοθύελλα.