Πρωινό Κυριακής κι εσύ έπλενες
τα χαλιά στην βεράντα.
Γυμνά τα πόδια να στραφταλίζουν οι σταγόνες
του νερού στις γάμπες σου και στους χάρτες
των γονάτων σου.
Υγρός και όμορφος με το παντελόνι ανεβασμένο
ως τους μηρούς και το μακό φανελάκι ποτισμένο
μες τον ιδρώτα να διαγράφει το στήθος, τις πλάτες,
τους ώμους και τα μυώδη σου μπράτσα.
Σε κοιτούσα πίσω από το παράθυρο κι ήμουν
η μόνη που έβλεπα το φωτοστέφανο που κύκλωνε
τα ατίθασα καστανά μαλλιά σου.
Έλαμπες σαν όπως σε φώτιζε εκείνη η λάμπα
πετρελαίου που έφερες στο σπίτι κι ήταν
η μοναδική σου κληρονομιά από το παρελθόν.
Άλλοτε πάλι μου θύμιζε τον φανοστάτη της πλατείας
πλάι στο ξύλινο παγκάκι εκεί που καθόμουν
μεθυσμένη και μηνύματα σου έστελνα κι ανάσες του έρωτα
πρωτόγνωρες σε κερνούσα.
Έμενα για λίγο απαθής να σε κοιτάζω και τίποτα άλλο
δεν ήθελα εκτός σου να θωρώ.
Τα επισκίαζες όλα.
Το τραπέζι με τους κάκτους, τις γλάστρες με τις πετούνιες,
τα γαρύφαλλα, τα σαρκοβόρα φυτά κι εκείνο το άγιο γιασεμί
που ανέβαινε στα ξύλα της πέργκολας.
Απομακρύνονταν όλα και μόνο εσύ έμενες τα κάδρα
της καρδιάς να στολίζεις και στο δέρμα μου το άρωμα σου
ιεροτελεστικά να αποθέτεις με τις πολλές του πικρές νότες.
Σαν τέλειωνες δεν έμπαινες στο σπίτι ξέροντας
πως πολλά είχα στο νου μου να κάνω εγώ.
Μάζευα γρήγορα τις δουλειές και καταπιανόμουν
με το κύριο έργο μου.
Το σπίτι γεμάτο αποχτενίδια με προκαλούσαν να τα
συγκεντρώσω.
Το ήξερες, το υποψιαζόσουν πως κάθε βράδυ έρχονταν
οι νεράιδες, οι δρυάδες των δασών κι η ωραία μαγιοπούλα
με τους εφτά τόμους βιβλία, τα φίλτρα της και τα μαγιοβότανα της.
Φαντάζομαι πως ήταν ερωτευμένη μαζί σου, λάγνο
το βλέμμα της το μαρτυρούσε ξεκάθαρα.
Δεν ζήλευα καθώς αυτή με τα φίλτρα της παράτεινε μέσα
στην νύχτα τις ώρες του μεγάλου έρωτα μας.
Με φροντίδα μεγάλη σκυμμένη μάζευα τα αποχτενίδια
κι ήταν πολλά κάθε μέρα.
Μακριές ξανθές τρίχες υπερκόσμιες στόλιζαν τα χέρια μου.
Έλεγα πως ήταν κεραυνοί κι άλλοτε πάλι αχτίνες αστεριών
που ξέφυγαν απ' τα ουράνια κι ήρθαν εδώ αποκαμωμένες
από το ταξίδι μαζί μας για να ζήσουν.
Είχα πολλά να κάνω με αυτά τίποτα δεν μου ξέφευγε.
Γέμιζα μπαούλα, μαξιλάρια και μικρά μαρτυρικά έπλεκα
να τα φορώ στο χέρι κι εσύ να τα θαυμάζεις.
Μια μέρα θέλησα να πλέκω μια μακριά πλεξίδα.
Το έκανα, ταίριαζε με το ξανθό μου κεφάλι και πλούτιζε
την κόμη μου.
Αραίωσαν τα μαλλιά μου με τον χρόνο κι εγώ παιδούλα
γινόμουν χάρη σ' αυτή, ξετρελαινόμουν κι ο καθρέφτης
κομμάτια γίνονταν μην αντέχοντας την ωραιότητα μου.
Με αγαπούσες κι έλεγες πως το χρυσάφι έχω όλου του κόσμου
και υποσχέσεις αγάπης αιώνιες μου έδινες.
Έμπαινες στο σπίτι στεγνός πια και στα μαξιλάρια μου ξάπλωνες.
Κοιμόσουν κι όνειρα παραδείσια έβλεπες.
Κάποια στιγμή στο ενύπνιο σου, μου είπες πως εδώ
δεν χωράς και πως έπρεπε να φύγεις.
Τρόμαξα, εσύ δεν θυμόσουν τίποτα απ' αυτά που ξεστόμισες.
Δεν στα αποκάλυψα φοβόμουν μην τους δρόμους
πάρεις που οδηγούν στις πηγές του ποταμού
ή βρεγμένος στην βάρκα ανέβεις με την χρυσή πλεξούδα μου
να κρατάς για οβολό.
Με νύχια και με δόντια σε κρατώ κοντά μου.
Στρώνω το κρεβάτι μας με της λεβάντας τα σεντόνια.
Τελευταία ένα αφράτο σου έφτιαξα πάπλωμα με
τα αποχτενίδια της μικρής μάγισσας κι ας αντίζηλος μου ήταν.
Σφαλνώ τις πόρτες.
Σου κρύβω τα κλειδιά.
Διπλοκλείνω τα παντζούρια κι ακόμα και τις κλειδαρότρυπες
φροντίζω να κλείνω ερμητικά.
Δεν θα βρεις τρόπο διαφυγής, φρούριο το σπίτι το έκανα για σένα.
Εσύ εδώ με τις σταγόνες του νερού να στραφταλίζουν
στα πόδια σου.
Εσύ εδώ με το ιδρωμένο σου μπλουζάκι και τ' άρωμα σου.
Εσύ κοντά μου με το στενό σου παντελόνι
γεμάτο πιτσιλιές αθανασίας.
Την χρυσή πλεξούδα την έκρυψα κάτω από την μασχάλη.
Οβολό δεν θα βρεις, ταξίδι δεν θα κάνεις.
Οι θύρες έκλεισαν αγάπη και το ζεστό μας πάπλωμα
δεν θα σε αφήσει επ' ουδενί να το αποχωριστείς.
Στο ενύπνιο σου να σε ακούω να μου υπόσχεσαι
αιώνια πίστη και αν το θες στους θεούς των ερώτων
πλήρη υποταγή να δείχνεις χωρίς όρους και συνθήκες
που με συνθλίβουν.
Εσύ εδώ να μένεις κι εγώ η κλειστή μπουκαπόρτα,
μια αγκαλιά να σε κρατά σφιχτά το ταξίδι σου στο πέραν
για πάντα να ακυρώνεις.