Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

Αισθαντικές μυρωδιές

Το ραδιόφωνο έπαιζε ελαφρές μπαλάντες,
τα λουλούδια του μπαλκονιού της διεγιές είρονταν κι έβγαζαν 
ανασαιμιές ανακούφισης και υγείας τέρψη.
Δυνάμωσε κι άλλο τη μουσική και ξάφνου οι μυρωδιές 
των νυχτολούλουδων πήραν τις στράτες και 
περιπλανήθηκαν πάνω από τα σπίτια της μικρής πολίχνης. 
Τα παιδιά χαμογελούσαν στον ύπνο τους σφίγγοντας 
το αρκουδάκι τους κι αλλάζοντας πλευρό, ζερβά να κοιμηθούν.
Παραμιλούσαν και πρόφεραν λατρευτικά λόγια 
για τις γιαγιάδες τους που τύλιγαν με κόκκινα νήματα 
τη γλώσσα τους και χατίρι δεν τους χάλαγαν ποτέ. 

Οι μικρομάνες που θήλαζαν τα μωρά τους 
ανέβαζαν ξάφνου πλούσιο το γάλα της ζωής. 
Τα βρέφη χόρταιναν, πιπίλιζαν το δάκτυλο τους
και μόσχο έβγαζαν από το στόμα τους.
Γέμιζε το σπίτι μυρωδιές, τα νυχτολούλουδα
υποψιασμένα ανέβαζαν κι άλλο τις νότες τους, 
γυρόφερναν τα σπίτια ακάματα και όλο πιο μεθυστικά γίνονταν.
Οι μανάδες έμεναν ξάγρυπνες, έψηναν καφέ και 
νυχοπατούσαν μην και ξυπνήσουν τους άντρες 
με τα τριχωτά στήθη και τις καθιστές ελιές στην πλάτη.
Έρεε το γάλα στην κοιλιά τους, στα χέρια τους 
και στα αδύναμα πέλματα τους.
Χαμογελούσαν, δεν σκουπίζονταν κι έτσι άσπρες 
και γαλαχτερές που ήταν έμοιαζαν με τα κρινάκια της άμμου
και με τα άσπρα μαγιάτικα τριαντάφυλλα. 

Ξυπνούσαν οι άντρες, τις κοιτάζαν απορημένοι.
Έσκιζαν τα πουκάμισα τους, τις κουρτίνες, μάζευαν τα υγρά 
ματαίως όμως η ροή συνεχίζονταν ώσπου κάλυπτε τα χαλιά, 
τα πλακάκια, τους τοίχους, τα σώματά τους
Ερωτικό πάθος ξεχείλιζε απ' τα μάτια τους και τα χείλη τους.
Οι γυναίκες μιλούσαν προς τα μέσα και γελούσαν δυνατά.
Πλάγιαζαν μαζί τους και τα κρινάκια αίφνης πολλαπλασιάζονταν  
μέσα απ' τους ηδονικούς σπαραγμούς των κορμιών. 
Με το λυκαυγές αποχωρούσαν τα νυχτολούλουδα 
στέγνωναν τα σπίτια, οι μικρομάνες καθαρές τώρα 
με ροδαλά μάγουλα έψηναν δεύτερο καφέ.
Οι άντρες ανακουφισμένοι παρατούσαν 
τις δουλειές της ημέρας κι έμεναν σπίτι 
μαγικά για να ζήσουν τα πάθια του έρωτα.

Τα παιδιά τραβούσαν για το σκολειό  έχοντας 
στο αυτί τους κι από ένα άσπρο κρινάκι.
Έπαιρναν τις πένες έγραφαν ποιήματα, χάραζαν σχέδια 
με καρδιές, ερωτιδείς και βέλη πολλά δηλητηριώδη.
Που μυαλό και κέφι για μάθημα και ορθογραφία.
Όταν επέστρεφαν το μεσημέρι δεν πεινούσαν και οι 
σάκες τους ήταν παραφουσκωμένες με ολόασπρα λουλούδια.
Οι γονείς τα φιλούσαν σταυρωτά κι οι γιαγιάδες έλυναν το 
κόκκινο νήμα τους και παραμύθια αλλόκοτα άρχιζαν 
να τους λένε για κάποια άνθη που ξεμυάλιζαν τους μεγάλους 
αλλά και τα ίδια τις φεγγερές νύχτες του καλοκαιριού.
Όλοι καρτερούσαν με ελπίδα το σκοτάδι 
που λάγνα θα τους έφερνε όνειρα, μαγικές μουσικές 
και παραδείσιες μυρωδιές από τα αποδράσαντα  
νυχτολούλουδα του στενού μπαλκονιού της.

2 σχόλια:

  1. Μιας μέρας βιώματα δοσμένα με το δικό σου ποιητικό οίστρο, Ελένη μου.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μιας ζωής αποστάλαγμα θα έλεγα Γιάννη μου!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή