Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Για μια βραδινή βόλτα...

Αποτέλεσμα εικόνας για βραδινη βόλτα

Καθάρισε το σπίτι,
έβγαλε απ' τους κάκτους τα αγριόχορτα,
κλάδεψε την παραφορτωμένη ελίτσα.
Χρόνια μονάχη, χρόνια αποκλεισμένη
σε ένα υγρό δυάρι κάπου στα Εξάρχεια.
Ο γάτος στην πολυθρόνα μισοκοιμισμένος γουργούριζε.
Βαρύς καιρός, με ένα ψιλόβροχο επίμονα σκεφτικό.
Είπε να παίξει την αγαπημένη της παρτιτούρα στο πιάνο,
να ηχήσει στο σπίτι η ζωή.
Δεν το έκανε, φοβήθηκε τη φωνή του γκιώνη
που είχε κουρνιάσει στο γερασμένο πεύκο
κι έδινε μαντεψιές.

Πήρε το ψαλίδι κι άρχισε να κόβει
την αγορασμένη πρόσφατα οργάντζα.
Θα έφτιαχνε ένα καινούργιο φόρεμα,
ταιριαστό με τα προγονικά σκουλαρίκια της.
Αυτοδίδακτη, χάιδευε το ύφασμα
κι αυτό ντροπαλά της μιλούσε.
Τέχνη είναι να συμβαδίζεις με το φως,
να κλαις μέσα σου και ξέφτια να μην αφήνεις στην καρδιά.

Θα το έραβε αύριο κι έτσι όμορφη
θα κατέβαινε τα σκαλοπάτια
Την αγαπούσε τη συνοικία της.
Αγαπούσε τα καφέ της, τα ταβερνάκια της
και τους πολύβουους δρόμους της.
Σίγουρα θα έκανε εντύπωση.
Σίγουρα θα αποσπούσε τα βλέμματα των νεαρών.
Είχε καιρό να βγει, σαν να κιτρίνισε λιγάκι το πρόσωπό της.

Την επομένη αφού έκανε όλα τα δέοντα το αποφάσισε,
έβαλε το βαρύ της άρωμα, χάιδεψε τον γάτο της,
τον πήρε αγκαλιά και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Είχε παρέα τ' αλητήρια άστρα.
Άφησε στην άκρη τα άγνωστα μειδιάματα,
τις κινήσεις και τις παραινέσεις.
Αυτή μαζί με το σκέτο καφέ
θα μάθαινε πως είναι να φιλιώνεις
με τους εφιάλτες, αντί στο δάσος μόνη να πλανιέσαι.
Μονάχα το αριστερό γοβάκι την παίδευε λίγο
και μια καρφίτσα που ξέχασε να βγάλει απ' το μπούστο.
Κατά τ' άλλα το γκαρσόνι της χάρισε
το πιο πλατύ χαμόγελο κι ο γάτος της ένα μικρό ξέφτισμα στην πιέτα.

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Το μήνυμα του καθρέφτη

Σχετική εικόνα

Άνοιξε την πόρτα της παλιάς αποθήκης, ένα χαρμάνι από συσσωρευμένη σκόνη
σκοροφαγωμένα έπιπλα και νοτισμένο χαρτί αγκάλιαζε το χώρο.
Στο λαμπατέρ μια αράχνη συνέχιζε απτόητη τη δημιουργία της με τα αινιγματικά της πόδια.
Στους τοίχους η μούχλα είχε απλώσει τους φαιούς της χάρτες, ταξίδευε το μάτι κι ανακάλυπτε
νέες χώρες.
Πάνω απ' τον κομό με τα ενθύμια καδραρισμένη η φιγούρα του προπάππου:
Καπετάνιος σε ποντοπόρα πλοία και μέγιστος παραμυθάς.
Σαν να της φάνηκε πως το μουστάκι του μεγάλωσε δέκα πόντους, απ' την τελευταία φορά που
είχε να πάει εκεί.
Σαν να της φάνηκε πως λειάνθηκαν οι ρυτίδες του.
Σίγουρα έδειχνε χρόνια νεότερος μετά από μια παρατεταμένη αποχή απ' τη ζωή.
Στο πάτωμα πεταμένος ένας παλιός τσελεμεντές,ένας οδοδείκτης με ξεφτισμένα ψηφία
και μια σπασμένη βεντάλια.
Προχώρησε στο εσωτερικό του χώρου, πάτησε ένα πλήκτρο στο πιάνο,
χάιδεψε ένα ψάθινο καπελίνο κι ετοιμάστηκε να καθίσει στη παλιά ξεκοιλιασμένη
πολυθρόνα.
Από εκεί μικρό παιδί ακόμα αγνάντευε τα ρόδινα σύννεφα της ανατολής, τυλίγοντας μπούκλες
τα μαλλιά της αγαπημένης της κούκλας.
Έστρεψε τα μάτια της στα παραγεμισμένα μπαούλα με τα οικογενειακά διακριτικά.
στην επίχρυση επιφάνεια τους.
Είχε καιρό να τα ανοίξει:
Εκεί τα φυλακτά, τα προικιά , τα ενέχυρα, οι ταφτάδες της Κυριακής, κι οι αλληλογραφίες
των συγγενών.
Είχε πολύ υγρασία εκείνο το πρωινό, τσίτωνε το δέρμα, γλύκαιναν οι μυς, κλοτσούσε κι η καρδιά
Πήρε το σάλι απ' το μπράτσο της πολυθρόνας, έκανε να το φορέσει  κι ένα πυκνό σύννεφο ομίχλης τύλιξε τα μαλλιά της.
Έβηξε δυνατά κι έκανε να ξεσκονίζεται με την ανάστροφο της παλάμης, ξενάβηξε με συριγμό.
Σηκώθηκε και βημάτισε δίπλα σε μια ντάνα με χαρτιά που κάλυπτε επίπεδα μια μικρή επιφάνεια.
Κιτρινισμένα χαρτιά δεμένα με μια σειρά από κοκκινωπές κορδέλες.
Δεν τα είχε ξαναπροσέξει. Πρώτη φορά τα έβλεπε στο χώρο.
Έσκυψε και έλυσε ένα από αυτά, χειρόγραφα ήταν με άριστα καλλιγραφικά γράμματα.
Διάβασε με μεγάλη περιέργεια.Ποιήματα, άλλα ομοιοκατάληκτα κι άλλα σε ελεύθερο στίχο.
Της άρεσαν και πολλά την εμπεριείχαν.
Άνοιξε και τις υπόλοιπες ντάνες. Κι άλλα ποιήματα. Όλα βαθυστόχαστα με κυρίαρχο το
ερωτικό στοιχείο.
Έστρεψε το βλέμμα απορημένη στον απέναντι καθρέφτη.
Ποιος τα είχε φέρει εδώ και ποιος να ήταν ο δημιουργός τους;
Όσο κι έψαξε πουθενά δεν κατάφερε να βρει υπογραφή ή ένα στοιχείο που θα μαρτυρούσε το δημιουργό τους.

-Τα διάβασες; Μάγισσες τα μοίραναν.
Η γιαγιά δεν ήθελε να τα διαβάσει κανένας. Είχε πει μάλιστα να τα πετάξει στη λίμνη.
Εγώ την απέτρεψα μετά από πολλά παρακάλια
(Η μορφή της μάνας της, της μιλούσε μέσα από τον καθρέφτη ολοζώντανα.)
-Μιλούν για έναν ανολοκλήρωτο έρωτα που πίσω του έκρυβε ένα ανομολόγητο μυστικό. Ποτέ δεν μου το αποκάλυψε.Απλά απαγόρευε στους πάντες να εισχωρήσουν στα γραπτά της και από πάντα
τα έκρυβε κάτω από το στρώμα της με κανένα να μην φιλιώσουν βλέμμα.
Με αίμα γράφτηκαν αυτά τα ποιήματα, με αίμα και πύον καυτό, γι αυτό μην τα αγγίζεις τη μνήμη της αν τιμάς.Εγώ τα απόθεσα εδώ μετά την αποδημία.

-Φύγε μακριά κόρη μου, είδα τη ψυχή της να σπαράζει παραδίπλα σαν περιστέρι πληγωμένο και σαν παιδί ορφανό.


Έλαβε μέρος στο "Παίζοντας με τις λέξεις" που για μια άλλη φορά διοργάνωσε άψογα
η αγαπημένη μας Μαρία με ιδιαίτερα ποιοτικές συμμετοχές κι αξιόλογα αποτυπώματα γραφής 

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Προσκύνημα

Αποτέλεσμα εικόνας για Κακοτράχαλα μονοπάτια

Με πέλματα γυμνά βάδιζε.
Κακοτράχαλα μονοπάτια που σ' οδηγούν
σε απόκρημνα μέρη, γιγάντων κονάκια.
Εκεί η φλαμουριά, ο ασπάλαθος κι η άγρια μέντα.
Βάδιζε για ώρες πολλές,
εκλιπαρούσε για μιαν ανάσα παραπάνω, για ένα χτύπο χαλαρό.
Μάτωσαν τα πόδια, ξεγλιστρούσαν τα χέρια σαν χέλια σκοτεινά.
Κέντραρε το ραβδί της σε πέτρες ριζιμιές,
εκεί που οι προγονοί της θυσίες πρόσφεραν στους γαλήνιους θεούς.
Οι κορφές πάντα την συγκινούσαν
ήταν σαν να προσέφευγε προσκυνητής,
στων σύννεφον τα ταπεινό παρεκκλήσι.

Τα παπούτσια της χάθηκαν στους πολέμους και τις οδομαχίες.
Τα μικρά σκαρπίνια της μαμάς, άβολα ήταν.
Ο παππούς της το 'λεγε με παρρησία:
"Αν γυμνώσεις το σώμα σου, καθάριος γίνεται ο ορίζοντας,
απλόχωρη η σπηλιά, μες στους γκρεμνούς με αίμα να γράψεις τα ονείρατα,
στην κρήνη να φτάσεις Μικρές να γευθείς Αθανασίες".
Ήξερε ο γέροντας, μιας και φιλιωμένος ήταν
με τις δεντρογαλιές και τα αρπακτικά,
με τον μανδραγόρα και την κουφοξυλιά.
Ανακάτευε τον ασβέστη κι αγάλματα ξεπρόβαλαν αρχαϊκά
με χυτούς μηρούς στην επιφάνεια.

Σαν θα νύχτωνε απάγκιο θα 'βρισκε στων δρυών το πεζούλι,
λίγο να ξετυλίξει το νήμα του ύπνου σαν υφάδι ολοπόρφυρο.
Αύριο με της δροσιάς το ίαμα θα 'κλεινε τις πληγές της όλες.
Απώτερος στόχος της το δείλι κορφές να πατούσε,
τα αγάλματα του παππού της να θυμηθεί
κι εκείνα τα σκιάχτρα να ντύσει με χλαμύδα.
Τα πουλιά να μην φοβούνται και κατεβαίνουν,
στις σκιερές του κόσμου πύλες.

Ετήσιο προσκύνημα.
Θέλει η ζωή φλόγα κι αίμα αχνιστό στον ακρόλιθο να σε φέρει.
Εκεί να μοιραστείς των αγγέλων τη γλώσσα και να τη διαβάσεις.
Των σύννεφων τα εξαπτέρυγα στα χέρια να πάρεις,
μύστης να γίνεις του κραταιού.
Σαν το μικρό παιδί που βυζαίνει το κεντρί της παλλόμενης καρδιάς.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

δεκαεφτά χρώματα (χαϊκού)

Αποτέλεσμα εικόνας για Ασημι Ελιά

Με χέρια γυμνά
ψηλαφίζω τους κάκτους
στα όνειρά μου.

Αντίο να πεις
στο ουράνιο τσέρκι,
ψεύτικε ήλιε.

Ασημοελιά
πόσες δεν μου χάρισες,
χρυσές κρησάρες.

Κοντά μου έλα
χρυσοπράσινο φύλλο,
δες με κρυώνω

Με μάτια υγρά,
σκιτσάρω ανεμώνες
στο τελάρο μου.

Καθώς προχωράς,
σκίζεις την ομπρέλα σου
στο νύχι της γης.

Αναβοσβήνεις
κυλώντας μες στα νέφη,
λαμπρό φεγγάρι.

Μέσα στις φτέρες,
χάθηκε το σκαρπίνι
του υπνοβάτη.

Απειλητικές
απόψε το φεγγάρι,
ρίχνει βελονιές.

Αχτίδες κλέβω
αργυρό μου φεγγάρι,
γυμνό να κυλάς.

Μ' ασημοκλωστή
στο μπολερό της νύχτας,
κεντίδια φτιάχνω.

Πράσινο χρώμα
στο μπουλούκι της φύσης,
πρωταγωνιστής.

Πέρα να θωρείς
η οθόνη τ' ουρανού
μίκρυνε πάλι.

Στήνω ξόβεργες
να πιάσω το φεγγάρι,
νύχτα μην αργείς.

Μέσα στα κλαριά,
το μάτι του βίσονα
περιστρέφεται.

Περιπολίες
στ' ουρανού το περβόλι,
στήνουν τα πουλιά.

Πως μπερδεύτηκες
ανάμεσα στις φτέρες,
άμυαλο πουλί.

Μια συστοιχία
περίπλοκων σχημάτων,
τέμνει τον καμβά.

Πόλεμο στήνεις
αναίμακτα στους δρόμους,
λευκό φεγγάρι.

Πως μπερδεύτηκες
στου αγκαθιού τη μύτη,
άγουρο ρόδι.

Με μια κίνηση
φτάσαν οι ελαφίνες,
στο πυκνό δάσος.

Στο στερέωμα,
ξεπρόβαλαν οι ρίζες
μες απ' τα κλαριά.

Στις νεροσυρμές,
κυλίστηκαν τα κλαριά
κι έμπλεα φεύγουν.

Ανεμπόδιστα,
ουρανούς κυριεύουν
χάρτινα πουλιά.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Ύστερα λόγια

Αποτέλεσμα εικόνας για Ύστερα λόγια

Σαν χτυπάει ο βοριάς να προσέχεις τις ακίδες στην πόρτα,
βελόνες γίνονται και βρίσκουν ίσια στο στήθος των ανύποπτων πουλιών.
Προχτές ξεψύχησε ένα περιστέρι κι ένας κότσυφας μονήρης
έσερνε ένα αργό μοιρολόι ως αργά το απόγευμα.
Ήρθε στον ύπνο μου ο λυγμός του σαν αναφιλητό μικρού αγοριού πριν κοιμηθεί.
Σκοτείνιασαν οι εσοχές στο πιάνο και τα κρόσσια στις κουρτίνες θάμπωσαν.
Μην ξεχνάς αντίθετα να πηγαίνεις στον αέρα, με προσοχή να διαβάζεις
τα μηνύματα που σου στέλνουν οι υπερφίαλοι νεκροί.
Μες στο μαντήλι μου κρατάω δυο κόκκους λιβανιού
κι ένα αποξηραμένο λεμόνι απ' το περβόλι δίπλα στο ποτάμι.
Μην με ρωτήσεις τι τα θέλω.
απάντηση δεν υπάρχει.
Κάποτε με αποκαλούσες μάγισσα κι αερικό
κι εγώ κρυφά χάιδευα την ξεχτενισμένη κόμη της λίθινης κόρης.
Σου ζητούσα επίμονα να αλλάξεις την ταμπέλα στον περίβολο.
Φοβόμουν το άσπρο χρώμα κι αυτό το κόκκινο πάντα με κηλίδωνε στην κνήμη.

Κλείσε τα παντζούρια, τα πελέκησε προχτές ένας ξυλοκόπος.
Χάσκουν από παντού και θαρρείς πως μοιάζουν
με εξώθυρες κάστρων που τις πλάνισαν οι οι λόγχες των επιδρομέων.
Στο μεντεσέ τους βρήκα χτες  ένα απολιθωμένο φύλλο,
άγνωστο πως βρέθηκε εκεί,
το κρατάω καλά φυλαγμένο στη βιτρίνα με τ' ασημικά.
Παρατηρώντας το σήμερα είχα τη ψευδαίσθηση πως λάμπει
σαν το φρεσκογυαλισμένο μανουάλι στο ξωκλήσι του Άη Λια
Μιλάω πολύ το ξέρω και κάποιες φορές υπερβάλλω,
καθώς έκανε κι η μητέρα όταν ξεχορτάριαζε τις πεζούλες τις Κυριακές,
πριν ακόμα ξεφουρνίσει το ψητό απ' τον πλίθινο ξυλόφουρνο.
Ξέρεις στις πέτρες φυτρώνουν τα πιο σπάνια λουλούδια,
εκείνα που δεν τα συμπεριλαμβάνουν τα παιδικά φυτολόγια
κι ούτε τα παρουσιάζουν τα μαρτυρολόγια των αναλογίων.

Πάρε το καπέλο απ' το τραπέζι της αυλής, ψιχαλίζει
κι είναι σαν να δακρύζει το γείσο του διστακτικά.
Ξεσκόνισε και το λαμπατέρ του σαλονιού,
οι αποψινοί καλεσμένοι μας σαν φωτεινές φιγούρες να μοιάζουν.
Ακούς την καμπάνα πάνω στο λόφο;
Αύριο έχουν γιορτή οι στρατοκόποι,
αυτοί που έχασαν την πυξίδα κι άσκοπα περιπλανώνται στις συστάδες.
Ανάμεσα στη σχισμάδα του βουνού εντόπισαν μια αγριοβιολέτα,
θέλησαν να την ξεριζώσουν αλλά μια αύρα στοργική τους εμπόδισε,
ή μάλλον μια ανασαιμιά πληγωμένου πουλιού αν δεν απατώμαι...
Ομόρφυνε ο κόσμος όπως ομορφαίνει ο λόγγος την Άνοιξη,
έτσι που γλυκαίνουν οι καρποί στις αγριοαχλαδιές πριν πέσουν στο χώμα.
Όταν βραδιάσει θα σου δώσω ένα φιλί στο μέτωπο,
μόνο πρόσεχε τη φωτιά, αθέατη είναι παγίδα
κι έτσι δυνατά που φυσά μπορεί και να κάψει το χέρι της λήθης.
Μην βιάζεσαι...
Ακριβά θα σου φέρω στολίδια.
Μακρινά θα σου τάξω ταξίδια,
κι αυτοί οι κορμοί στο σοκάκι σαν πλεούμενα δεν δείχνουν;
Καιρός να πούμε καλό κατευόδιο στους αθάνατους μέντορες
και που ξέρεις ίσως μας χαρίσουν εκείνη τη στήλη με τους χρησμούς.
Είναι φωτεινός ο κόσμος σήμερα.
Πλησιάζει η ώρα των αποκαλύψεων
κι εγώ φρέσκια κρατάω τη μνήμη μου σαν το χνούδι των νεοσσών πριν φτερουγίσουν!