Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Πρόσκληση

Αποτέλεσμα εικόνας για ζωή

Σήμερα μετά από καιρό
Ήπια μια μεγάλη κούπα ζεστό καφέ
Κάτι που συνήθιζες τα κρύα πρωινά
Κι εσύ να κάνεις
Ξέφευγαν οι δείκτες
Κι η ζωή με διεκδικούσε
Θυμήθηκα τα λόγια σου
Λόγια παρακλητικά
Που τα χάιδευε η στοργή της προστασίας:

-Κόψε τους κάθε λογής τυφλούς συλλογισμούς
Με το σκούρο πετράδι της νύχτας μην εμπλακείς 
Τα σχέδια στα πλαϊνά δόντια των φύλλων
Μη τ' ανιχνεύεις
Οι μάγισσες δεν κρατούν πάντα ψάθινη σκούπα
Οι δρόμοι -αν κι ανοιχτοί- μπερδεύουν το "τώρα"
Κι εκείνος ο καβαλάρης κομμένα έχει τα γκέμια
Μαύρος καβαλάρης μ' επίπεδο πρόσωπο
Μην τον κοιτάξεις θα γκρεμιστείς
Κρύψε τις ματιές σου στου ουρανού το βήμα
Άλλες γραφές μάθε να σε οδηγούν
Νέα γράμματα στο αλφαβητάριο της ζωής
Με πάθος περήφανα να προσθέσεις

Η αγάπη έφυγε
Η αγάπη δεν έφυγε ποτέ
Μένει το λεπτό άρωμα
Το ηχηρό "έλα"
Το επιθετικό "σε θέλω"
Η άδηλη ανάγκη
Άτακτα τοποθετημένη στο ακλόνητο "μαζί"

Σήμερα μετά από καιρό
Φύτεψα στο χώμα ένα δροσερό λουλούδι
Είχε το χρώμα των ματιών σου
Είχε τους χυμούς του μόχθου σου
Πολιορκημένο ήταν από τη ξηρασία της μοναξιάς
Του κάκτου λουλούδι;
Της λίμνης αχνός πρωινός;
Του ποταμού πέτρινο λάβαρο;
Ένα λουλούδι κλεισμένο σε δυο ζωές
Αργά να κυλούν οι ώρες στους ζυγούς
Άπιαστο να παραμένει το χαμόγελο πριν τη κραυγή
Τα λευκά μου χέρια παραμάσχαλα να παίρνεις
Κρυφά να σ' ανασαίνω πικρά να σ' αγαπώ

Η αγάπη δεν έφυγε
Η αγάπη στο σύμπαν τραμπαλίζεται
Πλέει στους ωκεανούς
Μικρός αστερίας γίνεται
Άγουρος καρπός
Στα στήθη της κοιλάδας
Μπροστά σου μια χαραυγή θα φανεί
Στεφανωμένη κι αιμορραγούσα
Με ένα τσαμπί σταφύλι στα χείλη υπερώριμο
Να σε ζητήσει για χορό!

Έλαβε μέρος στο 15 Συμπόσιο Ποίησης που  διοργάνωσε για άλλη μια φορά επιτυχώς η αγαπημένη μας φίλη Αριστέα

 

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Η μάχη των ρόδων

Αποτέλεσμα εικόνας για εκατόφυλλα τριαντάφυλλα

Γεμίζω τις φλέβες μου με χυμούς
Από εκείνους που ενδυναμώνουν
Τις εκατόφυλλες τριανταφυλλιές
Κάνοντάς τες πλούσια την άνοιξη να ανθίζουν
Και μες στις ξερολιθιές επιθετικά να μπερδεύονται
Σαν τις στρατιές των άτακτων αγγέλων
Πριν την κυριακάτικη προσευχή στο παρεκκλήσι
Γεμίζω τις φλέβες μου με βρόχινο νερό
Ανθοφορεί το σώμα ιάμβους
Ευωδιάζει το τρίχωμα ουρανό
Συσπώνται γοργά οι κοιλίες της καρδιάς
Μέθη γεμίζουν τα κύτταρα
Πολλαπλασιάζονται ριγούν μεστώνουν
Την έλευση των δροσοσταλίδων αναμένουν
Έναν έρωτα χοϊκό κι ανίκητο να υμνήσουν

Σήμερα στον κήπο μου
Έκανε περατζάδα ένα λαβωμένο σπουργίτι
Ράμφιζε το χώμα
Ξεχορτάριαζε τα νεκρά καύκαλα
Ένας σπουργίτης μοναχικός
Δίπλα στο πέτρινο πηγάδι
Ήχος νερού
Κελαηδισμοί
Φτερουγίσματα
Και ρόδα πολλά ρόδα                
Ένας ολάνθιστος όχτος με ρόδα
Ν' απλώνει η ευτυχία τα μπρισίμια της γιαγιάς
Να καλαφατίζει ο χρόνος της ζωής το μερεμέτι
Κι εγώ να συνομιλώ μαζί τους παρηγορητικά
Πετραδάκια να πετάω στον πόνο
Να λαβώνω τις κρύες λαμαρίνες της λήθης
Αλαφρωμένη
Στο χαμόγελο του φεγγαριού ν' ακουμπώ το δείκτη
Σώπασε μη μιλάς
Κοιμάται η Ροδάνθη πλάι στο βάθρο του αγάλματος

Γεμίζω τα υψώματα με διχάλες παιδικές
Ψέματα μου είπανε οι μοίρες
Κοινό ήταν το όνομά τους
Περιφρονητικό το βλέμμα τους
Κι εκείνος ο πανάρχαιος κρίκος
Που στις ανασκαφές βρήκα
Έκρυβε όλη της γης τη σοφία
Και μου τον άρπαξαν
Μα εγώ θα γεμίσω τις φλέβες μου με σκούρο αίμα
Κι ύστερα εξαγνισμένη θα μπω στην πομπή
Τι κι αν γκρεμίστηκε το ιερατείο
Τι κι αν λεηλατήθηκε η σκηνή των θεάτρων
Μπροστά θα σταθώ στο στηθαίο των αναμνήσεων
Να καταθέσω την οργή των λέξεων
Εκείνες που ψέλλιζε το πεινασμένο παιδί
Μπροστά στην κορνίζα της μάνας του
"Ήρθε η ώρα να σηκωθείς άνθισαν τα ρόδα στα παρτέρια"
Σώπασε μη μιλάς
Κοιμάται η Ροδάνθη πλάι στο βάθρο του αγάλματος

Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

1ο δρώμενο χαϊκού




Νωθρός στο σύρμα
-πανόπτης του απείρου-
διανέμει το φως

Ψηλά στο σύρμα,
μονάχο κατοπτεύει
της γης τον παλμό

Αμυδρό στίγμα,
ηλεκτροφόρα στέλνει
φορτία στη γη

Στιγμές έπαρσης
κρεμασμένες στο σύρμα,
φορούν ουρανό

Θαμπός ουρανός,
ηλεκτρισμένο στέλνει
στη γη το άγγελμα

Κρουστές φτερούγες
αμφιταλαντεύονται
πριν το ταξίδι

Βραχύς ο χρόνος,
σαν πλάνος ταξιδευτής
τα νέφη τέμνει

Στάσου για λίγο!
οι άνεμοι θερίζουν
άγουρα φτερά

Κλειστές φτερούγες
σ' απόρθητα φρούρια
ασφαλίζονται

Βιαστικά φύγε,
σπιρούνι του ανέμου
φορτία κυλούν

Κόντρα στο γκρίζο
φορτία φυλακίζει,
φτερωτός θεός

Ποτάμι μαύρο,
ανέβα στη σέλα του
κι ασήμωσέ το

Φιδιού συριγμός
γητεύει την κοιλάδα,
ξυπνά το νερό

Ψάχνεις το ξόρκι
στη κούπα της κοιλάδας,
τσιγγάνα ροή

Κρυφοί στεναγμοί
Στις χλωρασιές της όχθης,
Κρατάς μυστικό;

Τρέμουλο νερού
πιρόγες ξεσηκώνει:
Αρχαίος χορός

Φιδίσιος ίσκιος,
στο στέρνο της κοιλάδας
καιροφυλακτεί

Τρίξιμο πέτρας...
νεροσυρμές βουνίσιες
γλυπτά σμιλεύουν

Νερά στο ψύχος,
σαν γίγαντες έγκλειστοι
άκαμπτα στέκουν

Στο μέγα ύψος,
γυμνή νεροσταγόνα
ενδύεται φως

Δες πως ουρλιάζει,
η ψυχή του καταρράκτη
κερματισμένη

Αλλάζεις δέρμα,
μα ποτέ δεν θέλησες
άλλο μαίανδρο

Σε νερού συρμό,
ξεχνάει το βατράχι
τον κοασμό του

Με χέρια υγρά,
η θάλασσα μπατσίζει
γέροντα βράχο

Τα δύο πρώτα έλαβαν μέρος στο 1ο δρώμενο χαϊκού 
που επιτυχώς διοργάνωσε η φίλη Μαρία Νικολάου
(τα υπόλοιπα συμμετέχουν στον σχηματισμό 24αδας
καθώς έτσι συνηθίζω να τα αναρτώ)