Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Χριστουγεννιάτικη ζεστασιά

Αποτέλεσμα εικόνας για βιολιστής

Απόγευμα Χριστουγέννων και βγήκε
μια βόλτα στα λαμπερά δρομάκια της πόλης. 
Κρύο έκανε πολύ. 
Φόρεσε τα γάντια και την παλιά εσάρπα της μάνας της 
πάνω απ' το καμηλό της παλτό.
Έλαμπαν τα μπαλκόνια με μια πολυχρωμία που σκοτώνει.
Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. 
Όλα κλειστά, όλα αμπαρωμένα, 
εκτός από τις καφετέριες που βούιζαν σαν μελίσσι.

Είπε να πάρει το τρένο να κατευθυνθεί προς τη θάλασσα. 
Την αγαπούσε πολύ την αγριεμένη θάλασσα.
Έμοιαζε με την ένταση των παλμών της, 
χόρευε σαν το τρέμουλο των χειλιών της.
Σκέφτηκε πως η θάλασσα δεν θέλει καν στολίδια. 
Έχει τα κοχύλια της, τα φύκια της, τους αφρούς της
μα πάνω απ' όλα έχει τις γοργόνες της που για αιώνες σιγούν.

Το αποφάσισε στη θάλασσα θα πήγαινε 
εκεί που πληθαίνει το λιτό κι αυγαταίνει το ωραίο. 
Είναι Χριστούγεννα σήμερα και μόνο του δεν πρέπει να μείνει το κύμα.
Η αμαξοστοιχία αργούσε.
Ένας βιολιστής ανάδευε τα κέρματα στο καπέλο του.
Οι λίγοι ταξιδιώτες τον κερνούσαν γλυκά κι αχνιστά κρεατικά.
Υποκλινόταν κι έπαιζε εκστασιασμένος τις μουσικές του. 
Είναι τόσο όμορφο να βρίσκεσαι σε μια μισοάδεια πλατφόρμα 
με μόνη παρέα τους ήχους ενός ξεκούρδιστου βιολιού. 

Βούρκωσε απ' την τόση ευτυχία κι άλλαξε γνώμη στη στιγμή. 
Όχι δεν θα πήγαινε στη θάλασσα,
θα παρέμεινε εδώ παρέα με τον γηραιό βιολιστή. 
Μαζί να μιλήσουνε με τα θλιμμένα πρόσωπα των ταξιδιωτών.
Μαζί να μετρήσουνε τη χοάνη της μοναξιάς. 
Μαζί να ανοιγοκλείσουνε τα συρτάρια με τα σπασμένα αμύγδαλα. 
Ήταν η καλύτερη επιλογή 
κι άσε στο σπίτι τους άλλους χορευτικά και μουσικά να βλέπουν προγράμματα. 
Είχε στα ξυλιασμένα χέρια της όλη τη ζεστασιά του κόσμου. 
Στη θάλασσα θα πήγαινε αύριο να της πει τα μαντάτα.
Πήρε το δοξάρι κι άρχισε να παίζει.
Ο βιολιστής της χάρισε το μοναδικό του χαρτονόμισμα 
κι ένα χαμόγελο μικρού παιδιού που μια ζωή θα θυμόταν.

Έλαβε μέρος στο 22ο Συμπόσιο Ποίησης που έκανε θεσμό η φίλη Αριστέα
και της αξίζουν πολλά συγχαρητήρια!!! 

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Πρωινή σαγήνη

Αποτέλεσμα εικόνας για ξημέρωμα

Χάραξε στο σύμπαν των πουλιών
Στα ηλεκτρικά σύρματα τα μυστικά τους πεντάγραμμα
κρυφά μεταφέρουν, ο ουρανός να τα δεχτεί.
Τραβήχτηκε στα μαύρα πέρατα το δίχτυ της νύχτας
Ξημέρωσε.
Στο μέτωπο της γης λαμπύρισαν αίφνης
οι λεπίδες μιας πρωτόφαντης χαράς.
Χαρά του έφηβου πριν πάει στο ραντεβού με το πρώτο χάδι.

Πάνω στο άρμα του πρόβαλε ο ήλιος
σκορπώντας τις ζεστές του γλώσσες στο αχνό γαλάζιο.
Χρυσάφι μάζευε το χώμα στις πόρους του
γλυκά να καρπίσει το σιτάρι, το τριφύλλι, το ξινόχορτο.
Βγήκα στη βεράντα με το θαύμα να μιλήσω
κι ήρθε μια δέσμη ηλιαχτίδων κι έδεσε
στους ώμους μου ένα απαστράπτον φουλάρι μεταξωτό.
Έλαμπα όπως λάμπουν τα ξάρτια της φρεγάτας
σαν μπαίνει αργά στο λιμάνι για να δέσει.

Κάθισα στην αιώρα του πεύκου.
Φύσαγε και το φόρεμά μου και μικρό γίνονταν ιστίο.
Ταξίδευα στη γεμάτη αινίγματα θάλασσα,
γύρω οργίαζε η ορχήστρα των τζιτζικιών και των εντόμων.
Εξαίσια αυγή που κόμπο - κόμπο μοίραζε 
το φως της στις αγριοσυκιές της ακτής.

Στο σπίτι η μητέρα ήταν απορροφημένη στις πρωινές ειδήσεις.
Κάποιοι μιλούσαν για την αποκατάσταση της αλήθειας.
(Μιας αλήθειας που τεχνηέντως αποσιωπούσαν)
Την δέσμια με βαριές αλυσίδες ασήκωτες
σαν τα πέτρινα χρόνια της φτωχής ηρωίδας
στην αγαπημένη εκπομπή της μαμάς.

Την προέτρεψα να βγει στην πρωινή δροσιά,
μια παρτίδα σκάκι να παίξουμε με τον ήλιο,
μια αλήθεια να του ψιθυρίσουμε στ' αυτί,
για μιαν ελπίδα που ζωντανή την κρατάμε για χρόνια
γιατί καλά γνωρίζουμε πως αν άμορφο γίνει είδωλο,
χαράμι θα πάνε τα αυγινά χαμόγελα
κι ο έφηβος που κουρνιάζει βαθιά μέσα μας
μονάχος του θα μείνει να ξιφουλκεί το αλλόκοτο κενό.

Έλαβε μέρος στο δρώμενο "Παίζοντας με τις λέξεις" που επάξια διοργάνωσε
η Μαρία μας με μια σειρά από αξιόλογες συμμετοχές  

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Αναμονή

Αποτέλεσμα εικόνας για Σκοτάδι

Άναψε τα φώτα του ουρανού για να σε βλέπω.
Βαθύ έπεσε το σκοτάδι στα μάτια μου
απ' όταν συγγένεψες με τα βαθιά φαράγγια.
Άλλαξαν συνήθειες και τα ρολόγια
και διαρκώς με τις νύχτες ξενοκοιμούνται.
Στένεψε το φως.
Έσβησε και το φανάρι του δρόμου.
Δεν μπορώ να διακρίνω πια τα λεπτά φρύδια της σελήνης

(Στο μπαλκόνι ο κισσός κάτι μουρμουρίζει
δεν του απαντάς κι εμένα εχθρεύεται.
Κυκλώνει τα μαλλιά μου.
Περισφίγγει τις γάμπες μου.
Κομίζει νέες ψηφίδες στο θλιβερό μανιτάρι του φόβου.)

Βγαίνω στην αυλή ξυπόλητη με άδεια τα χέρια.
Ήχους ακούω απόκοσμους, βουερούς.
Υπερχείλισε το πηγάδι του κήπου και με σιγοπνίγει.
Σκούρα νερά μολεύουν το σώμα μου,
καταπίνουν τις γωνίες των ματιών μου, με μεταμορφώνουν.

Σφίγγω το σάλι μου, κρύβω τα δάκτυλά μου στα κρόσσια.
Στο πλαϊνό βουνό γυρίζεται μια ταινία τρόμου.
Κρύβομαι στον πλαϊνό μαντρότοιχο, προσωπείο φοράω.
Αμυδρά διακρίνω τα μάτια σου ή μήπως είναι μια παράνοια;

Κάποιος κλαδεύει μες στο σκοτάδι το αγιόκλημα
Πήγα να του πιάσω κουβέντα, να του μιλήσω για σένα,
για τις ώρες που τραβούν νωρίς τις κουρτίνες, για τα σκούρα νερά,
αλλά δεν είχα φωνή, δεν είχα χέρια και τα μαλλιά μου στα νερά πνίγηκαν

Πώς θα επιστρέψω σπίτι χωρίς την εικόνα μου;
Κίτρινα δόντια φυτρώνουν στο χώμα σαν απειλή.
Πώς να ξεφύγω;
Σκοντάφτω, πέφτω, πληγώνομαι..
Μάκρυνε ο δρόμος κι οι πέτρες αναπνέουν βαριά.
Στείλε μου τουλάχιστον ένα αστέρι να μου ανοίξει την πόρτα. 

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Μονομάχος

Αποτέλεσμα εικόνας για βόλοι

Ωριμάζοντας νόμιζα πως έπαιρνες
το κόκκινο του ροδιού στα μάγουλα.
Ήσουν το δεύτερο φεγγάρι του Αυγούστου
που είχα κρυμμένο στη σάκα μου,
τότε που με ποδιά μαθητική κι αψεγάδιαστο γιακά
προσηλωμένη μετρούσα τις πλάκες στα πεζοδρόμια
της μικρής μου πόλης:
(μ' αγαπάς δεν μ' αγαπάς)
Ανάλαφρα περπατούσα, με πέλματα που 'καίγαν,
σπαθίζοντας το γέλιο της φοινικιάς στα ολάνθιστα παρτέρια,
αμολώντας νοερούς χαρταετούς
στα ασπροσέντονα τ' ουρανού, καθάριο να σε βρει η μέρα.

Όμορφοι καιροί με δασκάλους αυστηρούς και κρύους
σαν τα καλοκαιρινά χιόνια που ξέμειναν
στις κορφές των αρσενικών βουνών και δεν λεν να λιώσουν.
Χλομιάζαμε μπροστά στη λευκή κόλλα,
μόνο εσύ χαμογελούσες και ψαλίδιζες περιστέρια
κάτω απ' το θρανίο.
Περιστέρια και άσπρες χήνες.
Θαρρώ πως πετούσες ψηλά πολύ,
- το ΄βλεπα -
φέρνοντας κελαηδισμούς στις χλομές αίθουσες,
μυρωδιές από αγριοτριανταφυλλιές και φιγουράτα νεραντζάνθια.

Κάποτε σε μια βόλτα μου χάρισες ένα γυάλινο βόλο.
Ώρες τον περιεργαζόμουν, ακτινοβολούσε σαν τα μάτια σου.
Πήγα σπίτι κι αμίλητη κλείστηκα στο πλυσταριό.
Κυλούσε το σαπούνι, κυλούσε κι ο βόλος
κι έκανα πως δεν ήξερα.
Τα ήξερα όμως όλα, απλά δεν σε χόρταινα,
απλά δεν σε ξεχνούσα.
Έπαιρνα μικρά ινδιάνικα βέλη και στόχευα ίσια στην αυλή σου.

Δεν με έπαιρνες όμως είδηση καθόλου.
Πάντα κάτι σκάλιζες:
Μια πέτρα, ένα ξύλο, μια φλογέρα, μια καρυδιά.
Αόρατη γινόμουν κι ερχόμουν κοντά σου,
να σου σφουγγίξω το αίμα απ' τα χείλη,
να σου πάρω ένα φευγαλέο φιλί.
Εσύ, κλειστό βιβλίο άδειαζες αχόρταγα το ποτήρι της σιωπής.
Δεν με αφουγκραζόσουν, πώς να αγγίξεις το αφανές;
Καρδιοχτυπούσα και διάβαζα τα μάτια
της μικρής Μαντόνας, να παρηγορηθώ.
Τσούλαγε ο βόλος κι εγώ έπαιρνα τη θέση του μονομάχου.
Στο κουτάκι με τα σπίρτα κλεισμένος
ένας άγουρος έρωτας συντρόφευε τις αγρύπνιες μου.

Έλαβε μέρος στο 21ο Συμπόσιο ποίησης που διοργάνωσε με επιτυχία
η ακούραστη Αριστέα μας στη σελίδα της "Η ζωή είναι ωραία"  

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Σταγόνες πάχνης

Αποτέλεσμα εικόνας για χαϊκού

Λεπτό μαντήλι,
να μπαίνει το σιτάρι
της λειτουργίας.

Ισχνή ομίχλη,
μες στη στιλπνότητα
του πρώτου χιονιού.

Πάνω στο μίσχο
του μαραμένου κρίνου,
μια πεταλούδα.

Νιούτσικη μουριά
πλαταίνει τον ίσκιο σου,
σμήνος σπουργιτιών.

Μικρή λεμονιά,
πώς σκόνταψε τ' άρωμα
σε δυο σου φύλλα;

'Άγουρος καρπός
στου κοριτσιού τα στήθη,
ώριμος μοιάζει.

Σ' όχθη ποταμού,
δροσίζει τα φύλλα του
σπασμένο κλαρί.

Σπάει το ρόδι,
κι η γη ανεβάζει
ευθύς ρουμπίνια!

Κύκλους διαγράφει
γαλάζια πεταλούδα,
στις καλαμποκιές

Άβολες στέκουν,
ακόμα κι οι ομπρέλες
μέσα στη μπόρα!

Πύρινο τάσι,
απόψε το φεγγάρι
κοίτα μην καείς!

Κάτω απ' τα φύλλα,
καταφύγιο βρίσκει
μυρμηγκοφωλιά.

Κρύσταλλα λάμπουν
στης λίμνης τον καθρέφτη·
έλα να πλυθείς                                                              

Πέταγμα πουλιού
και σκίζεται το πλέγμα
της φυλακής του.

Δεν φτάνω το μπλε
τ' ουρανού ν΄ακουμπήσω,
ξεφτούν οι κορφές.

Ο καβαλάρης
σπιρούνισε τ' άλογο,
ή μήπως βρέχει;

Δες το μετάξι,
πως τρίζει στον αέρα
σαν φύλλο ξερό.

Σαν λιβελούλα,
στης νύχτας τα κατώγια
πετά η ψυχή.

Καθώς βραδιάζει...
φεγγίζουν στα μάρμαρα
χλωμά καντήλια

Καμένη πλαγιά,
να 'ρθουν τα χαμομήλια
μ' άσπρες τις φούστες.

Σαν ομπρελίνα
στέκουν τα χαμομήλια,
μετά τη βροχή.

Ξάφνου το κύμα
ανέβασε στο βράχο,
προβιές αλατιού.

Πάνω στην πέτρα,
τις πληγές της σκόρπισε
μια παπαρούνα.

Άθικτη πόρτα
σε σπίτι γκρεμισμένο,
τρέμει το κενό.

Στην τρικυμία
παλιό ιστιοφόρο
φιγούρες κάνει.

Δυο πασχαλίτσες
στην τριανταφυλλιά μου
θήραμα ψάχνουν




Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Για μια βραδινή βόλτα...

Αποτέλεσμα εικόνας για βραδινη βόλτα

Καθάρισε το σπίτι,
έβγαλε απ' τους κάκτους τα αγριόχορτα,
κλάδεψε την παραφορτωμένη ελίτσα.
Χρόνια μονάχη, χρόνια αποκλεισμένη
σε ένα υγρό δυάρι κάπου στα Εξάρχεια.
Ο γάτος στην πολυθρόνα μισοκοιμισμένος γουργούριζε.
Βαρύς καιρός, με ένα ψιλόβροχο επίμονα σκεφτικό.
Είπε να παίξει την αγαπημένη της παρτιτούρα στο πιάνο,
να ηχήσει στο σπίτι η ζωή.
Δεν το έκανε, φοβήθηκε τη φωνή του γκιώνη
που είχε κουρνιάσει στο γερασμένο πεύκο
κι έδινε μαντεψιές.

Πήρε το ψαλίδι κι άρχισε να κόβει
την αγορασμένη πρόσφατα οργάντζα.
Θα έφτιαχνε ένα καινούργιο φόρεμα,
ταιριαστό με τα προγονικά σκουλαρίκια της.
Αυτοδίδακτη, χάιδευε το ύφασμα
κι αυτό ντροπαλά της μιλούσε.
Τέχνη είναι να συμβαδίζεις με το φως,
να κλαις μέσα σου και ξέφτια να μην αφήνεις στην καρδιά.

Θα το έραβε αύριο κι έτσι όμορφη
θα κατέβαινε τα σκαλοπάτια
Την αγαπούσε τη συνοικία της.
Αγαπούσε τα καφέ της, τα ταβερνάκια της
και τους πολύβουους δρόμους της.
Σίγουρα θα έκανε εντύπωση.
Σίγουρα θα αποσπούσε τα βλέμματα των νεαρών.
Είχε καιρό να βγει, σαν να κιτρίνισε λιγάκι το πρόσωπό της.

Την επομένη αφού έκανε όλα τα δέοντα το αποφάσισε,
έβαλε το βαρύ της άρωμα, χάιδεψε τον γάτο της,
τον πήρε αγκαλιά και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Είχε παρέα τ' αλητήρια άστρα.
Άφησε στην άκρη τα άγνωστα μειδιάματα,
τις κινήσεις και τις παραινέσεις.
Αυτή μαζί με το σκέτο καφέ
θα μάθαινε πως είναι να φιλιώνεις
με τους εφιάλτες, αντί στο δάσος μόνη να πλανιέσαι.
Μονάχα το αριστερό γοβάκι την παίδευε λίγο
και μια καρφίτσα που ξέχασε να βγάλει απ' το μπούστο.
Κατά τ' άλλα το γκαρσόνι της χάρισε
το πιο πλατύ χαμόγελο κι ο γάτος της ένα μικρό ξέφτισμα στην πιέτα.

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Το μήνυμα του καθρέφτη

Σχετική εικόνα

Άνοιξε την πόρτα της παλιάς αποθήκης, ένα χαρμάνι από συσσωρευμένη σκόνη
σκοροφαγωμένα έπιπλα και νοτισμένο χαρτί αγκάλιαζε το χώρο.
Στο λαμπατέρ μια αράχνη συνέχιζε απτόητη τη δημιουργία της με τα αινιγματικά της πόδια.
Στους τοίχους η μούχλα είχε απλώσει τους φαιούς της χάρτες, ταξίδευε το μάτι κι ανακάλυπτε
νέες χώρες.
Πάνω απ' τον κομό με τα ενθύμια καδραρισμένη η φιγούρα του προπάππου:
Καπετάνιος σε ποντοπόρα πλοία και μέγιστος παραμυθάς.
Σαν να της φάνηκε πως το μουστάκι του μεγάλωσε δέκα πόντους, απ' την τελευταία φορά που
είχε να πάει εκεί.
Σαν να της φάνηκε πως λειάνθηκαν οι ρυτίδες του.
Σίγουρα έδειχνε χρόνια νεότερος μετά από μια παρατεταμένη αποχή απ' τη ζωή.
Στο πάτωμα πεταμένος ένας παλιός τσελεμεντές,ένας οδοδείκτης με ξεφτισμένα ψηφία
και μια σπασμένη βεντάλια.
Προχώρησε στο εσωτερικό του χώρου, πάτησε ένα πλήκτρο στο πιάνο,
χάιδεψε ένα ψάθινο καπελίνο κι ετοιμάστηκε να καθίσει στη παλιά ξεκοιλιασμένη
πολυθρόνα.
Από εκεί μικρό παιδί ακόμα αγνάντευε τα ρόδινα σύννεφα της ανατολής, τυλίγοντας μπούκλες
τα μαλλιά της αγαπημένης της κούκλας.
Έστρεψε τα μάτια της στα παραγεμισμένα μπαούλα με τα οικογενειακά διακριτικά.
στην επίχρυση επιφάνεια τους.
Είχε καιρό να τα ανοίξει:
Εκεί τα φυλακτά, τα προικιά , τα ενέχυρα, οι ταφτάδες της Κυριακής, κι οι αλληλογραφίες
των συγγενών.
Είχε πολύ υγρασία εκείνο το πρωινό, τσίτωνε το δέρμα, γλύκαιναν οι μυς, κλοτσούσε κι η καρδιά
Πήρε το σάλι απ' το μπράτσο της πολυθρόνας, έκανε να το φορέσει  κι ένα πυκνό σύννεφο ομίχλης τύλιξε τα μαλλιά της.
Έβηξε δυνατά κι έκανε να ξεσκονίζεται με την ανάστροφο της παλάμης, ξενάβηξε με συριγμό.
Σηκώθηκε και βημάτισε δίπλα σε μια ντάνα με χαρτιά που κάλυπτε επίπεδα μια μικρή επιφάνεια.
Κιτρινισμένα χαρτιά δεμένα με μια σειρά από κοκκινωπές κορδέλες.
Δεν τα είχε ξαναπροσέξει. Πρώτη φορά τα έβλεπε στο χώρο.
Έσκυψε και έλυσε ένα από αυτά, χειρόγραφα ήταν με άριστα καλλιγραφικά γράμματα.
Διάβασε με μεγάλη περιέργεια.Ποιήματα, άλλα ομοιοκατάληκτα κι άλλα σε ελεύθερο στίχο.
Της άρεσαν και πολλά την εμπεριείχαν.
Άνοιξε και τις υπόλοιπες ντάνες. Κι άλλα ποιήματα. Όλα βαθυστόχαστα με κυρίαρχο το
ερωτικό στοιχείο.
Έστρεψε το βλέμμα απορημένη στον απέναντι καθρέφτη.
Ποιος τα είχε φέρει εδώ και ποιος να ήταν ο δημιουργός τους;
Όσο κι έψαξε πουθενά δεν κατάφερε να βρει υπογραφή ή ένα στοιχείο που θα μαρτυρούσε το δημιουργό τους.

-Τα διάβασες; Μάγισσες τα μοίραναν.
Η γιαγιά δεν ήθελε να τα διαβάσει κανένας. Είχε πει μάλιστα να τα πετάξει στη λίμνη.
Εγώ την απέτρεψα μετά από πολλά παρακάλια
(Η μορφή της μάνας της, της μιλούσε μέσα από τον καθρέφτη ολοζώντανα.)
-Μιλούν για έναν ανολοκλήρωτο έρωτα που πίσω του έκρυβε ένα ανομολόγητο μυστικό. Ποτέ δεν μου το αποκάλυψε.Απλά απαγόρευε στους πάντες να εισχωρήσουν στα γραπτά της και από πάντα
τα έκρυβε κάτω από το στρώμα της με κανένα να μην φιλιώσουν βλέμμα.
Με αίμα γράφτηκαν αυτά τα ποιήματα, με αίμα και πύον καυτό, γι αυτό μην τα αγγίζεις τη μνήμη της αν τιμάς.Εγώ τα απόθεσα εδώ μετά την αποδημία.

-Φύγε μακριά κόρη μου, είδα τη ψυχή της να σπαράζει παραδίπλα σαν περιστέρι πληγωμένο και σαν παιδί ορφανό.


Έλαβε μέρος στο "Παίζοντας με τις λέξεις" που για μια άλλη φορά διοργάνωσε άψογα
η αγαπημένη μας Μαρία με ιδιαίτερα ποιοτικές συμμετοχές κι αξιόλογα αποτυπώματα γραφής 

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Προσκύνημα

Αποτέλεσμα εικόνας για Κακοτράχαλα μονοπάτια

Με πέλματα γυμνά βάδιζε.
Κακοτράχαλα μονοπάτια που σ' οδηγούν
σε απόκρημνα μέρη, γιγάντων κονάκια.
Εκεί η φλαμουριά, ο ασπάλαθος κι η άγρια μέντα.
Βάδιζε για ώρες πολλές,
εκλιπαρούσε για μιαν ανάσα παραπάνω, για ένα χτύπο χαλαρό.
Μάτωσαν τα πόδια, ξεγλιστρούσαν τα χέρια σαν χέλια σκοτεινά.
Κέντραρε το ραβδί της σε πέτρες ριζιμιές,
εκεί που οι προγονοί της θυσίες πρόσφεραν στους γαλήνιους θεούς.
Οι κορφές πάντα την συγκινούσαν
ήταν σαν να προσέφευγε προσκυνητής,
στων σύννεφον τα ταπεινό παρεκκλήσι.

Τα παπούτσια της χάθηκαν στους πολέμους και τις οδομαχίες.
Τα μικρά σκαρπίνια της μαμάς, άβολα ήταν.
Ο παππούς της το 'λεγε με παρρησία:
"Αν γυμνώσεις το σώμα σου, καθάριος γίνεται ο ορίζοντας,
απλόχωρη η σπηλιά, μες στους γκρεμνούς με αίμα να γράψεις τα ονείρατα,
στην κρήνη να φτάσεις Μικρές να γευθείς Αθανασίες".
Ήξερε ο γέροντας, μιας και φιλιωμένος ήταν
με τις δεντρογαλιές και τα αρπακτικά,
με τον μανδραγόρα και την κουφοξυλιά.
Ανακάτευε τον ασβέστη κι αγάλματα ξεπρόβαλαν αρχαϊκά
με χυτούς μηρούς στην επιφάνεια.

Σαν θα νύχτωνε απάγκιο θα 'βρισκε στων δρυών το πεζούλι,
λίγο να ξετυλίξει το νήμα του ύπνου σαν υφάδι ολοπόρφυρο.
Αύριο με της δροσιάς το ίαμα θα 'κλεινε τις πληγές της όλες.
Απώτερος στόχος της το δείλι κορφές να πατούσε,
τα αγάλματα του παππού της να θυμηθεί
κι εκείνα τα σκιάχτρα να ντύσει με χλαμύδα.
Τα πουλιά να μην φοβούνται και κατεβαίνουν,
στις σκιερές του κόσμου πύλες.

Ετήσιο προσκύνημα.
Θέλει η ζωή φλόγα κι αίμα αχνιστό στον ακρόλιθο να σε φέρει.
Εκεί να μοιραστείς των αγγέλων τη γλώσσα και να τη διαβάσεις.
Των σύννεφων τα εξαπτέρυγα στα χέρια να πάρεις,
μύστης να γίνεις του κραταιού.
Σαν το μικρό παιδί που βυζαίνει το κεντρί της παλλόμενης καρδιάς.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

δεκαεφτά χρώματα (χαϊκού)

Αποτέλεσμα εικόνας για Ασημι Ελιά

Με χέρια γυμνά
ψηλαφίζω τους κάκτους
στα όνειρά μου.

Αντίο να πεις
στο ουράνιο τσέρκι,
ψεύτικε ήλιε.

Ασημοελιά
πόσες δεν μου χάρισες,
χρυσές κρησάρες.

Κοντά μου έλα
χρυσοπράσινο φύλλο,
δες με κρυώνω

Με μάτια υγρά,
σκιτσάρω ανεμώνες
στο τελάρο μου.

Καθώς προχωράς,
σκίζεις την ομπρέλα σου
στο νύχι της γης.

Αναβοσβήνεις
κυλώντας μες στα νέφη,
λαμπρό φεγγάρι.

Μέσα στις φτέρες,
χάθηκε το σκαρπίνι
του υπνοβάτη.

Απειλητικές
απόψε το φεγγάρι,
ρίχνει βελονιές.

Αχτίδες κλέβω
αργυρό μου φεγγάρι,
γυμνό να κυλάς.

Μ' ασημοκλωστή
στο μπολερό της νύχτας,
κεντίδια φτιάχνω.

Πράσινο χρώμα
στο μπουλούκι της φύσης,
πρωταγωνιστής.

Πέρα να θωρείς
η οθόνη τ' ουρανού
μίκρυνε πάλι.

Στήνω ξόβεργες
να πιάσω το φεγγάρι,
νύχτα μην αργείς.

Μέσα στα κλαριά,
το μάτι του βίσονα
περιστρέφεται.

Περιπολίες
στ' ουρανού το περβόλι,
στήνουν τα πουλιά.

Πως μπερδεύτηκες
ανάμεσα στις φτέρες,
άμυαλο πουλί.

Μια συστοιχία
περίπλοκων σχημάτων,
τέμνει τον καμβά.

Πόλεμο στήνεις
αναίμακτα στους δρόμους,
λευκό φεγγάρι.

Πως μπερδεύτηκες
στου αγκαθιού τη μύτη,
άγουρο ρόδι.

Με μια κίνηση
φτάσαν οι ελαφίνες,
στο πυκνό δάσος.

Στο στερέωμα,
ξεπρόβαλαν οι ρίζες
μες απ' τα κλαριά.

Στις νεροσυρμές,
κυλίστηκαν τα κλαριά
κι έμπλεα φεύγουν.

Ανεμπόδιστα,
ουρανούς κυριεύουν
χάρτινα πουλιά.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Ύστερα λόγια

Αποτέλεσμα εικόνας για Ύστερα λόγια

Σαν χτυπάει ο βοριάς να προσέχεις τις ακίδες στην πόρτα,
βελόνες γίνονται και βρίσκουν ίσια στο στήθος των ανύποπτων πουλιών.
Προχτές ξεψύχησε ένα περιστέρι κι ένας κότσυφας μονήρης
έσερνε ένα αργό μοιρολόι ως αργά το απόγευμα.
Ήρθε στον ύπνο μου ο λυγμός του σαν αναφιλητό μικρού αγοριού πριν κοιμηθεί.
Σκοτείνιασαν οι εσοχές στο πιάνο και τα κρόσσια στις κουρτίνες θάμπωσαν.
Μην ξεχνάς αντίθετα να πηγαίνεις στον αέρα, με προσοχή να διαβάζεις
τα μηνύματα που σου στέλνουν οι υπερφίαλοι νεκροί.
Μες στο μαντήλι μου κρατάω δυο κόκκους λιβανιού
κι ένα αποξηραμένο λεμόνι απ' το περβόλι δίπλα στο ποτάμι.
Μην με ρωτήσεις τι τα θέλω.
απάντηση δεν υπάρχει.
Κάποτε με αποκαλούσες μάγισσα κι αερικό
κι εγώ κρυφά χάιδευα την ξεχτενισμένη κόμη της λίθινης κόρης.
Σου ζητούσα επίμονα να αλλάξεις την ταμπέλα στον περίβολο.
Φοβόμουν το άσπρο χρώμα κι αυτό το κόκκινο πάντα με κηλίδωνε στην κνήμη.

Κλείσε τα παντζούρια, τα πελέκησε προχτές ένας ξυλοκόπος.
Χάσκουν από παντού και θαρρείς πως μοιάζουν
με εξώθυρες κάστρων που τις πλάνισαν οι οι λόγχες των επιδρομέων.
Στο μεντεσέ τους βρήκα χτες  ένα απολιθωμένο φύλλο,
άγνωστο πως βρέθηκε εκεί,
το κρατάω καλά φυλαγμένο στη βιτρίνα με τ' ασημικά.
Παρατηρώντας το σήμερα είχα τη ψευδαίσθηση πως λάμπει
σαν το φρεσκογυαλισμένο μανουάλι στο ξωκλήσι του Άη Λια
Μιλάω πολύ το ξέρω και κάποιες φορές υπερβάλλω,
καθώς έκανε κι η μητέρα όταν ξεχορτάριαζε τις πεζούλες τις Κυριακές,
πριν ακόμα ξεφουρνίσει το ψητό απ' τον πλίθινο ξυλόφουρνο.
Ξέρεις στις πέτρες φυτρώνουν τα πιο σπάνια λουλούδια,
εκείνα που δεν τα συμπεριλαμβάνουν τα παιδικά φυτολόγια
κι ούτε τα παρουσιάζουν τα μαρτυρολόγια των αναλογίων.

Πάρε το καπέλο απ' το τραπέζι της αυλής, ψιχαλίζει
κι είναι σαν να δακρύζει το γείσο του διστακτικά.
Ξεσκόνισε και το λαμπατέρ του σαλονιού,
οι αποψινοί καλεσμένοι μας σαν φωτεινές φιγούρες να μοιάζουν.
Ακούς την καμπάνα πάνω στο λόφο;
Αύριο έχουν γιορτή οι στρατοκόποι,
αυτοί που έχασαν την πυξίδα κι άσκοπα περιπλανώνται στις συστάδες.
Ανάμεσα στη σχισμάδα του βουνού εντόπισαν μια αγριοβιολέτα,
θέλησαν να την ξεριζώσουν αλλά μια αύρα στοργική τους εμπόδισε,
ή μάλλον μια ανασαιμιά πληγωμένου πουλιού αν δεν απατώμαι...
Ομόρφυνε ο κόσμος όπως ομορφαίνει ο λόγγος την Άνοιξη,
έτσι που γλυκαίνουν οι καρποί στις αγριοαχλαδιές πριν πέσουν στο χώμα.
Όταν βραδιάσει θα σου δώσω ένα φιλί στο μέτωπο,
μόνο πρόσεχε τη φωτιά, αθέατη είναι παγίδα
κι έτσι δυνατά που φυσά μπορεί και να κάψει το χέρι της λήθης.
Μην βιάζεσαι...
Ακριβά θα σου φέρω στολίδια.
Μακρινά θα σου τάξω ταξίδια,
κι αυτοί οι κορμοί στο σοκάκι σαν πλεούμενα δεν δείχνουν;
Καιρός να πούμε καλό κατευόδιο στους αθάνατους μέντορες
και που ξέρεις ίσως μας χαρίσουν εκείνη τη στήλη με τους χρησμούς.
Είναι φωτεινός ο κόσμος σήμερα.
Πλησιάζει η ώρα των αποκαλύψεων
κι εγώ φρέσκια κρατάω τη μνήμη μου σαν το χνούδι των νεοσσών πριν φτερουγίσουν!

Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Αδιέξοδα μονοπάτια

Αποτέλεσμα εικόνας για σημύδες

Έπρεπε να φροντίζω την καρδιά μου, να τη νανουρίζω νωρίς να κοιμάται.
Πετούν χαμηλά τα πουλιά σήμερα,
κάποιοι λένε πως είναι σημάδι μιας επερχόμενης βροχής,
μα εγώ λέω πως είναι προμήνυμα μιας ξαφνικής θλίψης.
Ξυπνάς το πρωί,
αποφεύγεις να κοιτάξεις τον ουρανό, ξέρεις πως κάπου εκεί ψηλά
κυκλοφορούν άνθρωποι με μαύρους μανδύες,
κυκλοφορούν φονικά μαχαίρια που ξέρουν που ακριβώς να χτυπήσουν.
Μη δίνεις σημασία στα λόγια μου,
άνοιξα τη φιάλη και στην αψάδα της παραδόθηκα

Κοίτα τα χέρια μου πως λέπτυναν,
κοίτα τα πόδια μου πόσα μονοπάτια χαιρετούν.
Είμαι εδώ και εχθρεύομαι το φρέσκο αέρα.
Χτες στο παρκάκι ένας τρελός μαστίγωνε τα δέντρα,
τους φράκτες, τα αδέσποτα και τα στεκάμενα νερά.
Φοβήθηκα να πάω κοντά του,
ένιωθα αδύναμη μπροστά στο βλέμμα του,
σαν να με χτύπησε ξαφνικά ένας θερμός στρόβιλος.
Παράμερα στο παγκάκι αφημένα δυο ζευγάρια γάντια,
θέλησα να τα φορέσω ή να τα πάρω μαζί μου,
μα ήταν αδύνατον να τα πιάσω ζεμάταγαν σαν καμένη σάρκα.
Έφυγα κι ήθελα να πάρω αυτόν τον τρελό μαζί μου,
μα πως να αρθρώσω λέξεις, πως να βρω ένα δεύτερο εισιτήριο,
άλλωστε τα σκαλοπάτια μου σε σπασμένες κλίνες οδηγούν.

Κρέμονταν οι εφημερίδες,
σαν μαύρα πολυχρησιμοποιμένα ρούχα,
μπροστά από τις στάσεις των λεωφορείων.
Κάποιοι τις κοιτούσαν, κάποιοι με μένος τις ξέσκιζαν.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να υπάρχεις,
αλλά λίγοι να σε χωρούν, άπειροι να σε συνθλίβουν.
Να, όπως ξεφλουδίζεις ένα ώριμο καλαμπόκι
κι αποκαλύπτεις πολλαπλάσια τα σάπια δόντια να σε απειλούν.

Βιάζεσαι να βρεθείς στο καπνισμένο σκηνικό,
φοράς το σακάκι σου ανάποδα,
γεμάτες οι τσέπες σου με παλιές μου επιστολές,
φοβόσουν μην τις δουν αδιάκριτα βλέμματα.
Μια προφύλαξη μόνο δεν πήρες, να σφραγίσεις καλά το φάκελλο
με τα ποιήματα τα που σου είχα γράψει
κι έφυγαν στα τρίστρατα άλλους να συντροφεύουν,
σε άλλους να δείχνουν το σκαμμένο τους πρόσωπο.
Εκείνες οι σταγόνες στα μαλλιά τους είναι τα δάκρυα μου που γκρεμίστηκαν.
Μην τα ψάξεις, στις ρίζες τους τα κρατούν οι σημύδες
κι 'όσο αν θέλεις να τα περιμαζέψεις μια στρατιά αγγέλων τα διεκδικεί.

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Οι δρόμοι των ονείρων

Αποτέλεσμα εικόνας για Παλιό σκαρί

Κοιμήθηκα μ' ένα αστέρι απόψε,
ένα αστέρι που είχε αποδράσει
από τον καμβά ενός πίνακα του Μιρό.
Λαμπρό αστέρι ακτινωτό.
Είδα φεγγερά όνειρα:
ένα λιβάδι με ηλιοτρόπια, ένα ποδήλατο ασημένιο
και μια πλατεία πνιγμένη στο φως.
Υγρό το μαξιλάρι μου το πρωί.
Μόχθησα απ' τις τόσες πολλές διαδρομές.
Κάπου στα μισά συνάντησα κι εσένα,
ήσουν πάνω σε μια κληματαριά κι έκοβες σταφύλια
Μαύρα σταφύλια στο μέγεθός μιας μικρής ελιάς.
Δεν με κοίταξες, είχες τα μάτια γεμάτα θερινούς χυμούς
και στα χέρια κρατούσες λεπτό λεπίδι
κι έμοιαζε σαν να χαράκωνες της λήθης το σταχτόμαυρο κιούπι.

Το πρωί είχα στα μαλλιά μου ένα αθάνατο φως.
Συγύρισα τις δίχρωμες ορτανσίες,
ανέβασα στα σκαλοπάτια δυο άγουρα μήλα,
δρόσισα τα φύλλα της κλαίουσας με πρωινή δροσιά,
πήρα μια κορδέλα κι έδεσα τα μυστικά μου.
Από παιδί είχα πολλά μυστικά,
στο ημερολόγιο μου ζωγράφιζα τουλίπες, κρινάκια της άμμου
και λυγερές κληματσίδες.
Ακόμα υπάρχει αυτό το ημερολόγιο,
ποτέ δεν το ανοίγω, τυφλό το αφήνω να τρέχει στις νύχτες,
να σβήνει τα κεριά της εισόδου,
να παίρνει τη σκόνη απ' τα βιβλία μ' ένα χρυσό φτερό,
να εμπεριέχει άρρητα λόγια και οβάλ καθρεφτάκια
Αναμνήσεις θα μου πεις,
χρωματιστά χαρτάκια στο ξύλινο τέμπλο
μιας αλειτούργητης μνήμης που στο βάθος πονά,
μην το εξετάζεις.

Χτες το απόγευμα άπλωσα τα σεντόνια στο ερημικό σπίτι,
όχι για να καλύψω τα έπιπλα, ξέρω να συνομιλώ με τους νεκρούς,
χωρίς να φοβάμαι,είναι τόσο αθώοι.
Απλά θέλησα να βγάλω στην επιφάνεια το απεριόριστο των στιγμών μας.
Ευωδίαζαν λεβάντα και λιωμένη καραμέλα.
Γέμισε το σπίτι γλυκές νότες παιδικής επιδερμίδας.
Ύστερα τα άπλωσα στις κρεμάστρες της εισόδου
κι ήταν σαν να ταξίδευα με χίλια πλοιάρια ανοιχτά της θάλασσας.
Βρέθηκα σε νησιά ακατοίκητα, σε σπηλιές με χάλκινες γοργόνες,
σε ακρωτήρια με αφρισμένα τα μυώδη μπράτσα.
Πόσο θα ήθελα να βρω ναυαγούς ή έστω μια πειρατική λέμβο,
διαύλους να μου υποδείξουν
Ολομόναχη πήγαινα με αναρριχτό στους ώμους το σακάκι σου.
Αν κάποτε ρθεις θα σου μιλήσω γι αυτά τα ταξίδια,
μόνο μη ξεχάσεις να μου φέρεις εκείνο το κεχριμπαρένιο κομπολόι
που ταιριάζει με τα δάκτυλα μου.
Ξοπίσω στην αυλή έχω  κρύψει τα εισιτήρια κι ένα χάρτινο αστέρι,
μην ξεχαστείς.
Πένθησαν οι σελίδες μου απ' τα πολλά αγκυροβόλια.
Μόνο εσύ μπορείς με τα σκοτωμένα σου χέρια τα σκαριά μου να βυθίσεις. 

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Χωρίς ερώτηση

Αποτέλεσμα εικόνας για Σελίδα

Γύρισε φύλλο η ζωή μετά από εσένα.
Κιτρινισμένοι τοίχοι, θολά τοπία,σκιεροί βράχοι,
περιχαρακώνουν τα μάτια μου.
Χτες πήγα να μαζέψω άγριες ορχιδέες,
απόκρημνος τόπος, πετρώδης.
Πρόσεχα τα βήματα μου λες και κάποιος
με είχε πάρει στο κατόπι.
Στα όνειρά μου βλέπω πως πάντα
κατεβαίνω ρεματιές γεμάτες οξιές.
Ονοματίζω με σπάνια ονόματα τ' άγνωστα άνθη,
Τα συλλέγω προσεκτικά και τα ακουμπώ στην ποδιά μου.
Έπειτα λαχταρώ να βρεθώ ξυστά στο δροσερό ρυάκι,
Γυμνώνω τα πόδια μου κι είναι σαν να διεισδύω στο άχρονο,
κρουστά νερά, απάτητες πέτρες αιχμηρές, παλλόμενες καλαμιές.
Ματώνω το φέρεμά μου, ματώνω την άγρια όψη της θλίψης.
Ξαναβρίσκω το νόμισμα τυλιγμένο σε μια εφημερίδα παλαιική.

Αγόρασα φτενά παπούτσια να σου αρέσουν,
Φόρεσα το καπνισμένο πουκάμισο της λήθης
Ευρύχωρο, απαλό σαν παιδικό χεράκι απλωμένο.
Έτσι σιγά - σιγά ξαναγυρίζω τις σελίδες σου.
Αποστηθίζω τα κεφάλαια της ζωής που σου άρεσαν,
(βουτιές στη μουσική, βουτιές στο περίπου)
Κρατώ την αναπνοή μου σαν να βρίσκομαι κάτω από το νερό.
Τα βράγχια μου είναι απαραίτητα.
Μια γοργόνα με κοιτά καχύποπτα.
Κι αν προσμένει μια ερώτηση καινούρια,
εγώ δεν έχω καμία να της πω.
Μόνο στα κοχύλια εμπιστεύομαι τις λέξεις.
Μεταφράζω ήχους, τα καταφέρνω
Στην επιφάνεια ζει ένας πληγωμένος ναυαγός.
Τον προσκαλώ στη γιορτή μου,
μου φέρνει δώρα και μια ακριβή ευχή.
Δεν θα στην αποκαλύψω.
Οι ευχές χάνουν την αξία τους,
αν τις ζυγιάζεις στα γυμνά μπράτσα του εφήμερου.

Ο πατέρας είχε πάντα δίκιο
κι αν έλαβε μέρος σε μάχες δεν λάβωσε κανένα.
Έκαψε το χέρι του το μπαρούτι,
πάντα σημάδευε προς τα μέσα,
ποτέ δεν υπήρξε δίβουλος.
Του άρεσε να οργώνει τις πεζούλες,
να κρύβει το στάρι στις αποθήκες των φτωχών,
να περνά στη βίβλο κομμάτια της ζωής του.
Όταν κάποτε με πήρε στην αγκαλιά του, του θύμωσα.
Είχε τραχιά χέρα και σκληρούς μυώνες
Αποτραβήχτηκα φοβισμένη αλλά είχα αρπάξει κρυφά μια φλογίτσα.
Δεν του το μαρτύρησα.
Από τότε μια ενοχή με ακολουθεί.
Μια αμφιβολία αν πραγματικά υπήρξε κι αν με άγγιξε ποτέ έστω για λίγο.
Κάθε βράδυ περιποιούμαι αυτή τη φλογίτσα
Μια μέρα μάλιστα την έκλεισα στα μάτια μου,
έλαμπα σαν βραδινός αστερισμός στην αυλή του πατρικού.
Μεγάλωνα κάθε μέρα κι από έναν χρόνο.
Πέντε χρονών κι είχα κιόλας άσπρα μαλλιά.
Ο πατέρας ποτέ δεν άσπρισε όπως κι εσύ άλλωστε.
Έτσι μπορώ να σε θυμάμαι νέο κι αρυτίδωτο,
σαν μια κορασίδα χωρίς ίχνη στα ακροδάκτυλα.
Μια σελίδα μόνο θα 'θελα δικιά σου ακόμα.
Εκεί να ακουμπήσω τον ώμο μου, αδειανό να αφήσω το ποτήρι
με το γλυκό λικέρ της αγάπης να με ζεσταίνει.

Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

Λευκός καβαλάρης

Αποτέλεσμα εικόνας για μετά τη βροχή

Έγειρες στο χώμα και κοιμήθηκες.
Υγρό χώμα, με κακοτράχαλο κρανίο.
Μόλις είχε βρέξει.
Δυνατή βροχή, απρόβλεπτη.
Δεν φοβήθηκες τη λάσπη κι εκείνα το καρφάκια
της βροχής σιωπηρά τα αγνόησες.
Δίπλα σου περιπατητές με πολύχρωμες ομπρέλες,
σκισμένα αδιάβροχα και τσόχινα γάντια,
σε προσπερνούσαν χωρίς να σε δουν,
(κάποιοι μάλιστα κινδύνεψαν να σε πατήσουν)
Μακάριος ύπνος.
Ρίζες έβγαλαν τα χέρια σου
και τα μαλλιά σου γέμισαν γκριζογάλανες πεταλούδες
Κι εγώ λευκή αλκυόνα,
εμμονικά ψηλάφιζα το σφυγμό σου,
καθώς μια ζωή στους δρόμους σου πορεύτηκα
και στη σκιά των βλεφάρων σου είδα να ξεψυχούν λευκές οι νύχτες.

Έγειρες στο χώμα και κοιμήθηκες.
Χωρίς ένα στιλέτο στο χέρι,
χωρίς μια κραυγή στα μελανά σου χείλη.
Δεν άλλαξες πλευρό ούτε στιγμή.
Δεν σε ενοχλούσε ο βουερός κυκλώνας,
αγκίστρια είχες στην καρδιά μπηγμένα.
Στο άγνωστο βυθιζόσουν
κι εγώ φάρους σχεδίαζα στο κορμί σου.
Αχνογελούσες και ταξίδευες.
Πάντα ταξίδευες.
Κάθε μέρα κατακτούσες κι από μία άλλη πόλη.
Μεγαλουργούσες όπως μεγαλουργούν τα δέντρα το καλοκαίρι,
με τα χιλιάδες τζιτζίκια να το επιβεβαιώνουν.

Πλάι σου δυο βότσαλα αρμυρά.
Πόσο θα ήθελα πάνω τους να ζωγραφίσω:
έναν αρχαίο ξίφος, έναν κύκνο, μια γραμμή ονείρων
ή έστω ένα αγριοκυκλάμινο
από δύσβατο μονοπάτι πλάι στη θάλασσα.
Μακάρι να είχα χρώματα, διάθεση κι αντοχή.
Πονάει το πινέλο όπως πονάει το καμτσίκι
στα πλευρά του γέρικου αλόγου.
Γλιστρούν τα χρώματα και χάνονται,
αν δεν τα φυλάξει η μνήμη στις πάνινες τσέπες της.
Δεν σε ξύπνησα, δεν σου είπα τραγούδια.
Απλά σε απόθεσα στη γη γαληνεμένο.
Μου έφτανε πως ήσουν κοντά μου
και πως αξημέρωτα θα ξανοιγόσουν
στα αρχαία κτίσματα της πόλης ίδιος λευκός καβαλάρης.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Αντικλείδια

Αποτέλεσμα εικόνας για δέντρα

Ξεράθηκαν τα λουλούδια στους αγρούς
μικρή μου αγάπη, καλοκαίριασε.
Φόρτσα ο άνεμος σκίζει τα ιστία μας,
κουρελιάζει τα μαντήλια που αγαπήσαμε.
Που να απαγκιάσω;
Δεν βρίσκω τόπο απάνεμο.
Εσύ παράμερα να μου λες πως στο μουράγιο
οι φανοστάτες έστελναν διακριτικά σήματα στους νεκρούς
Μισώ τις ανούσιες αλήθειες!
Αγάπη του απερχόμενου χειμώνα.
Αγάπη των χαμηλωμένων ματιών.
Αγάπη με την ανεστραμμένη παλάμη
και το καλοσυνάτο χαμόγελο.
Δεν σε ξέχασα...
Στις ρωγμές του αντίχειρά σου χορεύω τα βράδια.

Θα 'ρθουν μέρες που με κομμένη ανάσα
θα ψάχνω έναν ίσκιο,
μια πλατωσιά να ρίξω τα ψίχουλα.
Τα πετεινά θα τσιμπολογούν αμέριμνα
κι εσύ αργοπορημένος
θα βουλιάζεις,
θα σκορπίζεσαι σαν ψιχίο,
θα περιπλανιέσαι στα αδιέξοδα
των μικρών διαψεύσεων,
μακάριος.
Αστερισμός που έχασε το φως του,
μικρό μαγνάδι που στο σκότος ξετυλίχτηκε,
ξεραμένο φύλλο στο φυτολόγιο του ερημίτη ξεχασμένο.
Σ' αναζήτησα στης γιορτής μου τη μέρα,
μα δεν ήρθες.

Καλοκαίριασε
κι εγώ στο συρτάρι μου κρατάω ζωντανό
ένα επιλήσμον φιλί.
Δες με σε κατοικώ.
Δες με ξεσκονίζω τα τοιχία.
Στο παλιό παγκάκι ο ζητιάνος
μου έδωσε μια αρμαθιά αντικλείδια
Η λεύκα με συντρόφευε.(Τι κορμοστασιά!).
Παράμερα εσύ ξιφουλκούσες μιαν απειλή,
πες μου ένα τραγούδι μου ψιθύρισες με συστολή.
Δεν υπάκουσα.
Άναψα ένα σπίρτο και σε πολιορκούσα.
Μην παίζεις κρυφτούλι...ξέρεις φαίνεσαι.
Στις ρωγμές του αντίχειρά σου παίζω ακορντεόν.
Βγάλε το καπέλο, μας χρωστάει ο κόσμος πολλά ψέματα ακόμα!

Στα όνειρά μου ζω το περίπου.
Περίπου γαλήνια,
Περίπου ωραία.
Περίπου ασφαλής.
Στα στέκια που συχνάζω σβήστηκαν οι αριθμοί:
Όλα στο άγνωστο να ζουν, όλα στο κατόπιν, όλα στο μεταξύ μας.
Τα ρούχα μου πάλιωσαν, η ζώνη μου με σφίγγει.
Βουτάω στα νερά, εξαγνίζομαι.
Αδειάζω το μπουκάλι με τα μύρα στο ποτάμι.
Θυμάμαι τα λόγια του ποιητή,
μάταια αναζητώ τη βιογραφία των ματιών του,
ποιος την υφάρπαξε;
Οι φοινικιές αρρώστησαν φέτος.
Στη Σαχάρα οι ιθαγενείς κοιμούνται σε ύπτια στάση.
Έλα!
Καμηλιέρης να προβάλεις μπροστά μου.
Μόνο ένα άγγιγμα σου μου φτάνει
για να πετάξω στις διάφανες πολιτείες,
εκεί που τα παιδιά ιερουργούν στις εκκλησίες.
Δεν θα μας νικήσουν.....