Γύρισε φύλλο η ζωή μετά από εσένα.
Κιτρινισμένοι τοίχοι, θολά τοπία,σκιεροί βράχοι,
περιχαρακώνουν τα μάτια μου.
Χτες πήγα να μαζέψω άγριες ορχιδέες,
απόκρημνος τόπος, πετρώδης.
Πρόσεχα τα βήματα μου λες και κάποιος
με είχε πάρει στο κατόπι.
Στα όνειρά μου βλέπω πως πάντα
κατεβαίνω ρεματιές γεμάτες οξιές.
Ονοματίζω με σπάνια ονόματα τ' άγνωστα άνθη,
Τα συλλέγω προσεκτικά και τα ακουμπώ στην ποδιά μου.
Έπειτα λαχταρώ να βρεθώ ξυστά στο δροσερό ρυάκι,
Γυμνώνω τα πόδια μου κι είναι σαν να διεισδύω στο άχρονο,
κρουστά νερά, απάτητες πέτρες αιχμηρές, παλλόμενες καλαμιές.
Ματώνω το φέρεμά μου, ματώνω την άγρια όψη της θλίψης.
Ξαναβρίσκω το νόμισμα τυλιγμένο σε μια εφημερίδα παλαιική.
Αγόρασα φτενά παπούτσια να σου αρέσουν,
Φόρεσα το καπνισμένο πουκάμισο της λήθης
Ευρύχωρο, απαλό σαν παιδικό χεράκι απλωμένο.
Έτσι σιγά - σιγά ξαναγυρίζω τις σελίδες σου.
Αποστηθίζω τα κεφάλαια της ζωής που σου άρεσαν,
(βουτιές στη μουσική, βουτιές στο περίπου)
Κρατώ την αναπνοή μου σαν να βρίσκομαι κάτω από το νερό.
Τα βράγχια μου είναι απαραίτητα.
Μια γοργόνα με κοιτά καχύποπτα.
Κι αν προσμένει μια ερώτηση καινούρια,
εγώ δεν έχω καμία να της πω.
Μόνο στα κοχύλια εμπιστεύομαι τις λέξεις.
Μεταφράζω ήχους, τα καταφέρνω
Στην επιφάνεια ζει ένας πληγωμένος ναυαγός.
Τον προσκαλώ στη γιορτή μου,
μου φέρνει δώρα και μια ακριβή ευχή.
Δεν θα στην αποκαλύψω.
Οι ευχές χάνουν την αξία τους,
αν τις ζυγιάζεις στα γυμνά μπράτσα του εφήμερου.
Ο πατέρας είχε πάντα δίκιο
κι αν έλαβε μέρος σε μάχες δεν λάβωσε κανένα.
Έκαψε το χέρι του το μπαρούτι,
πάντα σημάδευε προς τα μέσα,
ποτέ δεν υπήρξε δίβουλος.
Του άρεσε να οργώνει τις πεζούλες,
να κρύβει το στάρι στις αποθήκες των φτωχών,
να περνά στη βίβλο κομμάτια της ζωής του.
Όταν κάποτε με πήρε στην αγκαλιά του, του θύμωσα.
Είχε τραχιά χέρα και σκληρούς μυώνες
Αποτραβήχτηκα φοβισμένη αλλά είχα αρπάξει κρυφά μια φλογίτσα.
Δεν του το μαρτύρησα.
Από τότε μια ενοχή με ακολουθεί.
Μια αμφιβολία αν πραγματικά υπήρξε κι αν με άγγιξε ποτέ έστω για λίγο.
Κάθε βράδυ περιποιούμαι αυτή τη φλογίτσα
Μια μέρα μάλιστα την έκλεισα στα μάτια μου,
έλαμπα σαν βραδινός αστερισμός στην αυλή του πατρικού.
Μεγάλωνα κάθε μέρα κι από έναν χρόνο.
Πέντε χρονών κι είχα κιόλας άσπρα μαλλιά.
Ο πατέρας ποτέ δεν άσπρισε όπως κι εσύ άλλωστε.
Έτσι μπορώ να σε θυμάμαι νέο κι αρυτίδωτο,
σαν μια κορασίδα χωρίς ίχνη στα ακροδάκτυλα.
Μια σελίδα μόνο θα 'θελα δικιά σου ακόμα.
Εκεί να ακουμπήσω τον ώμο μου, αδειανό να αφήσω το ποτήρι
με το γλυκό λικέρ της αγάπης να με ζεσταίνει.
Καλησπέρα Ελένη μου,
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτσι, να απολαμβάνουμε τα όμορφα κομμάτια της λυρικής ψυχής σου μέσα στην κάψα του καλοκαιριού.
Την καλησπέρα μου.
Πλούσια η νέα σοδειά ποιημάτων σου Ελένη μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα γεμίζουν οι σελίδες της ψυχής μας με το απόσταγμα του λόγου σου.
Τι έγραψες πάλι!...
Τι έγραψες πάλι!!! αναφωνώ και εγώ Λενιώ μου ενώνοντας της Κανελλάκι τον θαυμασμό μαζι με τον δικο μου!!
ΑπάντησηΔιαγραφή"Εκεί να ακουμπήσω τον ώμο μου, αδειανό να αφήσω το ποτήρι
με το γλυκό λικέρ της αγάπης να με ζεσταίνει."
Γεμισες εικονες το σεντουκι της καρδιας μας.. για να χουμε να πορευομαστε! ευχαριστουμε μάτια μου..φιλω σε!!
Η ποιηση θα μεταφερει παντα στην αιωνιοτητα τους ποθους και τους καυμους μας
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια ότι δεν προλαβαμε να πουμε και να ζησουμε
Όλο το ποίημα ένα τεράστιο βιβλίο - λεύκωμα κι οι λέξεις σου ανάγλυφες εικόνες, που περνούν από πάνω τους τα δάχτυλά μας και κείνες εμφανίζονται ολοζώντανες μπροστά μας, έτοιμες να εκτυλιχθούν καρέ-καρέ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟλο το ποίημα είναι ένα αριστούργημα, αλλά αυτό το τρίτο μέρος
ΑπάντησηΔιαγραφήτόσο εσωτερικό!!! Μοναδικό!!
Φιλί αγάπης Ελένη μου!!!