Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Άγνωρος τόπος

Σε μια κρύπτη ψηλά στα βουνά κοιμόσουν.
Εκεί το φρούριο σου.
Εκεί ο απόρθητος χώρος σου.
Εκεί το περιφραγμένο υποστατικό σου.
Λευκά λινά σεντόνια σε σκέπαζαν και
πότε πότε κρουστά φτερά σου τα έκανες
και ταξίδευες στα αλπικά τοπία μαζί
με τους χρυσαετούς και τις γερακίνες.
Φιλιά απλόχερα χάριζες στις κορφές
κάθε που χάραζε κι αιμάτινες άπλωνες
γάζες ο κόσμος να ομορφαίνει σαν την
κόρη που κοκκινογάλαζα έχει μάγουλα
και χίλιους καθρέπτες στην τσέπη ο ήλιος
εκεί να λούζεται παίρνοντας μύρα απ' τα μαλλιά της.

Σε νερομάνες βουνίσιες έπλενες τα ρούχα σου.
Επιμελώς έβραζες την στάχτη καθάριος
κι όμορφος να βγαίνεις στα τρίστρατα.
Απόκοσμος σαν τους ωραίους νεκρούς
ψηλά ζούσες και λίθινη είχες πόρτα ληστές
ή βάρβαροι μην σου κλέψουν το φως που διαφέντευες.
Ολόκληρος μέσα στις λάμψεις και στης αστραπής
τις δέσμες έκοβες το ψωμί πάνω στην πέτρα
και το σκληρό κατσικίσιο κρέας για να γευματίσεις.
Αρωματικά είχες βότανα και με νερό
γάργαρο που έφερνες από τους καταρράκτες
έψηνες το ρόφημα σου.
Ζήλευαν οι αετοί κι εσύ τους απωθούσες
με τις σταυρωτές λόγχες των ελάτων.

Στους κάμπους δεν καταδεχόσουν να πας.
Εκεί τα έλη, τα τραυματισμένα ποιήματα,
τα γλυφά νερά και οι αθετημένες
υποσχέσεις.
Παρότι εσύ μακριά από τα ανθρώπινα
ζούσες εγώ με χάρτες μαγικούς
στο χέρι σε ξαναβρήκα περιχαρής.
Εύκολα εντόπισα την αναπνοή σου.
Εύκολα μυρίστηκα το αίμα σου.
Εύκολα λούστηκα το ανέσπερο φως σου.
Εδώ θα μείνω και των άστρων το βιλαέτι
θα εγκαταλείψω επηρμένη απ' τη δόξα
του έρωτα.
Οι αετοί σου με γνώρισαν κι οι γερακίνες
δρόμους στρωτούς μου άνοιξαν.
Μόνοι εμείς θα χτυπάμε τα σήμαντρα
του Αη Λια και στο πανηγύρι μαζί με
τις Ναϊάδες θα μαθαίνουμε καθαρά πως
λύνονται τα ξόρκια του αθάνατου νερού.