Αγριοκέρασα μάζεψε αν θες να τον πλανέψεις Βρίσκεται εκεί στο ύψωμα κοντά στη Χαλάστρα
Είναι η μια η μιλημένη η αγριοκερασιά
Είναι η μια η μιλημένη η αγριοκερασιά
Είναι εκεί που οι βροχές -κάποιο Γενάρη- έσκαψαν το χώμα κι έσυραν στο ρέμα τρία πέτρινα
σπίτια μια καλύβα και μια στάνη Μεγάλο το κακό δεν γλύτωσε κανένας Ούτε άνθρωποι ούτε
ζωντανά Πάνε χρόνια
σπίτια μια καλύβα και μια στάνη Μεγάλο το κακό δεν γλύτωσε κανένας Ούτε άνθρωποι ούτε
ζωντανά Πάνε χρόνια
Ακόμα ακούμε τις φωνές τους κάθε που πιάνει μπόρα και κατακλυσμός τις μέρες του χειμώνα
Θα στα έφερνα εγώ αλλά δεν με κρατάνε πλιο τα πόδια Με σαραβάλιασαν οι αρθρίτιδες και οι
κιρσοί Απόκαμα μαθές κι από ανάσες κι αντοχές
Την άκουγα προσεκτικά και με μάτια όλη έκπληξη
Μην με κοιτάς έτσι απορημένα Τα αγριοκέρασα αυτά μοιάζουν σαν το δίχτυ που πιάνει με την
πρώτη του έρωτα τη φτερούγα εντός του
Κάτι σαν ιστός να πεις Αν τα γευτείς ή έστω αν τα μυρίσεις μαγεύεται ηδονικά το αίμα
Ευωδιάζει το δέρμα κι άλλο δεν έχεις παρά να εγκλωβίσεις στην αγκαλιά σου το θήραμά σου
μια για πάντα
Ευωδιάζει το δέρμα κι άλλο δεν έχεις παρά να εγκλωβίσεις στην αγκαλιά σου το θήραμά σου
μια για πάντα
Στην αγριοκερασιά της Χαλάστρας να πας Εκεί στην τρίτη πεζούλα πριν την γκορτσιά Μόνο
αυτή γνωρίζει τα μαγικά Οι άλλες τριγύρω μυστικό δεν έχουν να σου πουν Χυμούς δεν έχουν
να σε κεράσουν Μόνο δάκρυα σταλάζουν οι κορμοί τους για εκείνη τη φονική βροχή
αυτή γνωρίζει τα μαγικά Οι άλλες τριγύρω μυστικό δεν έχουν να σου πουν Χυμούς δεν έχουν
να σε κεράσουν Μόνο δάκρυα σταλάζουν οι κορμοί τους για εκείνη τη φονική βροχή
Τέσσερα τσαμπιά να κόψεις Ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα Μην ξεχαστείς Κακό θα σε
βρει μεγάλο αν λαθέψεις στο νούμερο
βρει μεγάλο αν λαθέψεις στο νούμερο
Τα ξέραμε καλά εμείς οι παλιές όλα αυτά Με αυτό τον τρόπο μάγεψα τον παππού σου που
ήταν χωρίς άλλο ο πιο αντρειωμένος του χωριού Κι από ομορφάδα ίδιος κουρσάρος
ήταν χωρίς άλλο ο πιο αντρειωμένος του χωριού Κι από ομορφάδα ίδιος κουρσάρος
Λεβέντης σωστός που κάτω στο χώμα δεν καταδέχονταν να κοιτάξει Κι όμως τον πλάνεψα
μια βραδιά στο πανηγύρι του χωριού Έπεσε στα πόδια μου σαν αδύναμο κλαράκι Τσακίστηκε
σαν πετραδάκι κάτω απ' την ορμή του καταρράκτη Τον πλάνεψαν τα μαγικά της μιλημένης
μια βραδιά στο πανηγύρι του χωριού Έπεσε στα πόδια μου σαν αδύναμο κλαράκι Τσακίστηκε
σαν πετραδάκι κάτω απ' την ορμή του καταρράκτη Τον πλάνεψαν τα μαγικά της μιλημένης
Είναι λίγο απόκρημνα Αλλά εσύ έτσι νιούτσικη που είσαι δεν έχεις ναφοβηθείς τίποτα
Μόνο πρόσεξε όταν περάσεις κάτω από την αγριαγκαθιά να μην μιλήσεις καθόλου Θα
ακούσεις φωνές και λαρυγγισμούς Μην γυρέψεις να μάθεις ποιοι σε καλούν Θα σου πουν
τ' όνομά σου Θα σου πουν για τη μάνα σου Για τον κύρη σου θα ρωτήσουν Μην απαντήσεις
Άχνα μη βγάλεις
ακούσεις φωνές και λαρυγγισμούς Μην γυρέψεις να μάθεις ποιοι σε καλούν Θα σου πουν
τ' όνομά σου Θα σου πουν για τη μάνα σου Για τον κύρη σου θα ρωτήσουν Μην απαντήσεις
Άχνα μη βγάλεις
Είναι οι λάμιες της ρεματιάς που κλέβουν τη φωνή κι όχι μόνο Κάποτε λένε μάλιστα πως
άρπαξαν έναν νέο με το άλογό του μαζί Μια ολόασπρη φοράδα ξακουστή στον τόπο μας
άρπαξαν έναν νέο με το άλογό του μαζί Μια ολόασπρη φοράδα ξακουστή στον τόπο μας
Κοίτα μπροστά Εκεί που είναι ο στόχος σου Κι όταν κοντα βρεθείς Μην απορήσεις αν δεις
ένα πουλί να στέκεται στα κλαριά της λυπημένο Είναι ένας γκιώνης που εδώ και χρόνια ζητά
τα παιδιά του Δως' του λίγα σποράκια να αποξεχαστεί
ένα πουλί να στέκεται στα κλαριά της λυπημένο Είναι ένας γκιώνης που εδώ και χρόνια ζητά
τα παιδιά του Δως' του λίγα σποράκια να αποξεχαστεί
Την άλλη μέρα κίνησα πρωί πρωί Με το φανάρι της πούλιας συντροφιά Σίγουρα θα ήταν μια
πολύ ζεστή ημέρα Μέσα Ιουλίου με υγρασία συννεφιά και ζέστη Σκέτο συννεφόκαμα
Η φύση ξυπνούσε νωχελικά Είχα πάρει μαζί μου τα απαραίτητα υλικά Σποράκια για τον γκιώνη
ένα τέταρτο καρβέλι ψωμί γαλοτύρι και νερό για το δρόμο
Ξεπέρασα τις σειρήνες της αγριαγκαθιάς Τρίφτηκα στα χώματα και στους βράχους και με
μεγάλη προσπάθεια έφτασα στο μιλημένο δέντρο και το θαύμασα Είδα τον γκιώνη να κάθεται
στα κλαδιά Άκουσα το αργόσυρτο μοιρολόι του Τον φίλεψα τροφή κι αυτός δειλά φτερούγισε
για λίγο σαν να με ευχαριστούσε και χάθηκε στη ρεματιά στους νεκρούς να φέρει το μήνυμα
μεγάλη προσπάθεια έφτασα στο μιλημένο δέντρο και το θαύμασα Είδα τον γκιώνη να κάθεται
στα κλαδιά Άκουσα το αργόσυρτο μοιρολόι του Τον φίλεψα τροφή κι αυτός δειλά φτερούγισε
για λίγο σαν να με ευχαριστούσε και χάθηκε στη ρεματιά στους νεκρούς να φέρει το μήνυμα
Στο καλαθάκι που κράταγα στο δεξί μου χέρι έβαλα μέσα τέσσερα τσαμπιά ολοκόκκινα κεράσια
Όσα η γιαγιά με συμβούλεψε Έκανα μια στάση αντικρίζοντας τη βαθιά χαράδρα Άνοιξα το δισάκι
με το προσφάι κι έφαγα Απορροφημένη από την αγριάδα του τοπίου δεν πρόσεξα τις ρίζες που
εξείχαν απ' το δέντρο Τις είδα μόλις έκανα να φύγω Με χέρια έμοιαζαν έτοιμα να δοθούν στη
μάχη Χέρια γυναικεία με μακριά βερνικωμένα νύχια στο χρώμα του μπλέ κοραλλιού Φοβήθηκα
Έκανα να φύγω τρέχοντας μα μια ισχυρή δύναμη με έδενε με το χώμα Τα χέρια ασχημονούσαν
μαζί μου Με βίαιες κινήσεις με τραβούσαν κοντά τους Και σαν σε εφιάλτη άρχισαν να μου μιλούν
επικριτικά:
-Πλήγωσες τη μνήμη των νεκρών
-Τράβηξες την καρδιά τους και την ξερίζωσες
-Πότισες μ' αρμύρα τους κήπους τους
-Στην πυρά έριξες τα ιερά βιβλία των θρήνων
Απεγνωσμένα προσπαθούσα να φύγω και τότε παρατήρησα πως μες το πανέρι μου αίμα έσταζαν
τα τέσσερα τσαμπιά κεράσια Αίμα κοχλαστό ορμητικό Αίμα αθώο σαν σπάργανο μωρού
Είχα ξεχάσει πως όταν έκοβα τα κεράσια εντυπωσιασμένη από το χρώμα τους πήρα και πέρασα
σαν σκουλαρίκι στ' αφτί μου ένα ολοπόρφυρο τσαμπί που τώρα κείτονταν στο χώμα μαζί μ' εμένα
απολησμονημένο κι άπνοο!