Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Το μιλημένο δέντρο

Αποτέλεσμα εικόνας για Αγριοκερασιές

Αγριοκέρασα μάζεψε αν θες να τον πλανέψεις Βρίσκεται εκεί στο ύψωμα κοντά στη Χαλάστρα
Είναι η μια η μιλημένη η αγριοκερασιά
Είναι εκεί που οι βροχές -κάποιο Γενάρη- έσκαψαν το χώμα κι έσυραν στο ρέμα τρία πέτρινα
σπίτια μια καλύβα και μια στάνη Μεγάλο το κακό δεν γλύτωσε κανένας Ούτε άνθρωποι ούτε
ζωντανά Πάνε χρόνια
Ακόμα ακούμε τις φωνές τους κάθε που πιάνει μπόρα και κατακλυσμός τις μέρες του χειμώνα
Θα στα έφερνα εγώ αλλά δεν με κρατάνε πλιο τα πόδια Με σαραβάλιασαν οι αρθρίτιδες και οι
κιρσοί Απόκαμα μαθές κι από ανάσες κι αντοχές
Την άκουγα προσεκτικά και με μάτια όλη έκπληξη
Μην με κοιτάς έτσι απορημένα Τα αγριοκέρασα  αυτά μοιάζουν σαν το δίχτυ που πιάνει με την
πρώτη του έρωτα τη φτερούγα εντός του
Κάτι σαν ιστός να πεις Αν τα γευτείς ή έστω αν τα μυρίσεις μαγεύεται ηδονικά το αίμα
Ευωδιάζει το δέρμα κι άλλο δεν έχεις παρά να εγκλωβίσεις στην αγκαλιά σου το θήραμά σου
μια για πάντα
Στην αγριοκερασιά της Χαλάστρας να πας Εκεί στην τρίτη πεζούλα πριν την γκορτσιά Μόνο
αυτή γνωρίζει τα μαγικά Οι άλλες τριγύρω μυστικό δεν έχουν να σου πουν Χυμούς δεν έχουν
να σε κεράσουν Μόνο δάκρυα σταλάζουν οι κορμοί τους για εκείνη τη φονική βροχή
Τέσσερα τσαμπιά να κόψεις Ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα Μην ξεχαστείς Κακό θα σε
βρει μεγάλο αν λαθέψεις στο νούμερο
Τα ξέραμε καλά εμείς οι παλιές όλα αυτά Με αυτό τον τρόπο μάγεψα τον παππού σου που
ήταν χωρίς άλλο ο πιο αντρειωμένος του χωριού Κι από ομορφάδα ίδιος κουρσάρος
Λεβέντης σωστός που κάτω στο χώμα δεν καταδέχονταν να κοιτάξει Κι όμως τον πλάνεψα
μια βραδιά στο πανηγύρι του χωριού Έπεσε στα πόδια μου σαν αδύναμο κλαράκι Τσακίστηκε
σαν πετραδάκι κάτω απ' την ορμή του καταρράκτη Τον πλάνεψαν τα μαγικά της μιλημένης
Είναι λίγο απόκρημνα Αλλά εσύ έτσι νιούτσικη που είσαι δεν έχεις ναφοβηθείς τίποτα
Μόνο πρόσεξε όταν περάσεις κάτω από την αγριαγκαθιά να μην μιλήσεις καθόλου Θα
ακούσεις φωνές και λαρυγγισμούς Μην γυρέψεις να μάθεις ποιοι σε καλούν Θα σου πουν
τ' όνομά σου Θα σου πουν για τη μάνα σου Για τον κύρη σου θα ρωτήσουν Μην απαντήσεις
Άχνα μη βγάλεις
Είναι οι λάμιες της ρεματιάς που κλέβουν τη φωνή κι όχι μόνο Κάποτε λένε μάλιστα πως
άρπαξαν έναν νέο με το άλογό του μαζί Μια ολόασπρη φοράδα ξακουστή στον τόπο μας
Κοίτα μπροστά Εκεί που είναι ο στόχος σου Κι όταν κοντα βρεθείς Μην απορήσεις αν δεις
ένα πουλί να στέκεται στα κλαριά της λυπημένο Είναι ένας γκιώνης που εδώ και χρόνια ζητά
τα παιδιά του Δως' του λίγα σποράκια να αποξεχαστεί
Την άλλη μέρα κίνησα πρωί πρωί Με το φανάρι της πούλιας συντροφιά Σίγουρα θα ήταν μια
πολύ ζεστή ημέρα Μέσα Ιουλίου με υγρασία συννεφιά και ζέστη Σκέτο συννεφόκαμα
Η φύση ξυπνούσε νωχελικά Είχα πάρει μαζί μου τα απαραίτητα υλικά Σποράκια για τον γκιώνη
ένα τέταρτο καρβέλι ψωμί γαλοτύρι και νερό για το δρόμο
Ξεπέρασα τις σειρήνες της αγριαγκαθιάς Τρίφτηκα στα χώματα και στους βράχους και με
μεγάλη προσπάθεια  έφτασα στο μιλημένο δέντρο και το θαύμασα Είδα τον γκιώνη να κάθεται
στα κλαδιά Άκουσα το αργόσυρτο μοιρολόι του Τον φίλεψα τροφή κι αυτός δειλά φτερούγισε
για λίγο σαν να με ευχαριστούσε και χάθηκε στη ρεματιά στους νεκρούς να φέρει το μήνυμα
Στο καλαθάκι που κράταγα στο δεξί μου χέρι έβαλα μέσα τέσσερα τσαμπιά ολοκόκκινα κεράσια      
Όσα η γιαγιά με συμβούλεψε Έκανα μια στάση αντικρίζοντας τη βαθιά χαράδρα Άνοιξα το δισάκι
με το προσφάι κι έφαγα Απορροφημένη από την αγριάδα του τοπίου δεν πρόσεξα τις ρίζες που
εξείχαν απ' το δέντρο Τις είδα μόλις έκανα να φύγω Με χέρια έμοιαζαν έτοιμα να δοθούν στη
μάχη Χέρια γυναικεία με μακριά βερνικωμένα νύχια στο χρώμα του μπλέ κοραλλιού Φοβήθηκα
Έκανα να φύγω τρέχοντας μα μια ισχυρή δύναμη με έδενε με το χώμα Τα χέρια ασχημονούσαν
μαζί μου Με βίαιες κινήσεις με τραβούσαν κοντά τους Και σαν σε εφιάλτη άρχισαν να μου μιλούν
επικριτικά:
-Πλήγωσες τη μνήμη των νεκρών
-Τράβηξες την καρδιά τους και την ξερίζωσες
-Πότισες μ' αρμύρα τους κήπους τους
-Στην πυρά έριξες τα ιερά βιβλία των θρήνων
Απεγνωσμένα προσπαθούσα να φύγω και τότε παρατήρησα πως μες το πανέρι μου αίμα έσταζαν
τα τέσσερα τσαμπιά κεράσια Αίμα κοχλαστό ορμητικό Αίμα αθώο σαν σπάργανο μωρού
Είχα ξεχάσει πως όταν έκοβα τα κεράσια εντυπωσιασμένη από το χρώμα τους πήρα και πέρασα
σαν σκουλαρίκι στ' αφτί μου ένα ολοπόρφυρο τσαμπί που τώρα κείτονταν στο χώμα μαζί μ' εμένα
απολησμονημένο κι άπνοο!

                                                                                                                                           

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Κρυφός κυνηγός

Αποτέλεσμα εικόνας για πηγάδι

Μη φοράς αυτό το μαύρο σάλι  Δεν σου πάει Τονίζει τις γωνίες του προσώπου 
σου Σκοτεινιάζει τα μάτια σου Φυλακίζει τις λεπτές φλεβίτσες του λαιμού σου
Δεν το βλέπεις; Γιατί Χαλιέσαι;
Φόρα αυτό το αχνοκίτρινο με τα ξεχασμένα σύμβολα Σου φωτίζει το πρόσωπο
Δένει με τα ξανθά μαλλιά σου Τώρα που το σκέφτομαι θα μπορούσε να σε έλεγαν
Χρυσηίδα έτσι ολόλαμπρη που γίνεσαι στην αγκαλιά μου Ή μήπως Ιφιγένεια 
να σε ποθούν οι ψιχαλιστές ματιές των εφήβων;
Όπως και να 'χει βγάλε αυτό το μαύρο σάλι Κάνε μου τη χάρη έστω γι απόψε
Τα χέρια μου τα βλέπεις; Μην τα αποπαίρνεις Μην τα αφήνεις στις μαύρες τους
σκέψεις Μην τα παραμελείς Σε πιστεύουν
Τα χέρια μιλάνε Αγκαλιάζουν Πονάνε Αστοχούν και Προσεύχονται Μην ακούς
τους επιλήσμονες που τα παραμελούν στα παλιά συρτάρια της πλάνης 
Έχεις ποτέ ακούσει πόσο δυνατά κραυγάζουν όταν αλυσοδένονται;
Έχεις ποτέ μιλήσει στα μικρά σταγονίδια του ιδρώτα τους όταν στον έρωτα δίνονται;
Γνώρισα κάποτε έναν άνθρωπο που τα είχε περί πολλού τα χέρια κι ήξερε
να τα διαφεντεύει Ιπτάμενος ήταν Μάγος ή Γητεύτης
Ήξερε πολλά ταχυδακτυλουργικά Ήξερε να κρατά αμέτρητα μπαλόνια στη μια
του μόνο χούφτα Αν θες να ξέρεις στο άλλο χέρι του αντί για δάκτυλα είχε
μαχαίρια Από εκείνα τα βαριά τα μαυρομάνικα Κι όμως ανάλαφρα πετούσε κάθε 
που τον αγκάλιαζε η γύρη των άστρων Ειδικά πριν το ξημέρωμα
Με συγχωρείς για όλη αυτή τη φλυαρία αλλά ξέρεις πόσο στα χέρια σου πιστεύω
Πόσο τροφοδοτώ τις φλέβες τους με εξωτικά αρώματα Πόσα πετράδια ακουμπώ
πάνω στην λεπίδα των νυχιών τους
Βγάλε πια αυτό το μαύρο ρούχο Μια βλαστήμια ξεστομίζει στα αλαβάστρινα
μπράτσα σου Δεν την ακούς; Εμένα με ακούς;
Φοβάμαι πως συνεχώς πενθείς εκείνα τα σκοτωμένα περιστέρια που μιαν Άνοιξη
απάγκιασαν στο μπαλκόνι σου Κάποιος πιτσιρικάς τα είχε λαβώσει θανάσιμα Τον
είχα δει Μάλιστα του άρπαξα το αεροβόλο Έφυγε κλαίγοντας και βρίζοντας με
Εσύ υποκρινόμενη μου είπες πως μόνη σου τα σκότωσες σε μια στιγμή κρίσης
Υποστήριξες πως σου έκοβαν τη θέα στο απέναντι σουβλατζίδικο και στη μουριά
που μικρό παιδί φύτεψες 
Ποτέ δεν έμαθα γιατί τον κάλυψες Ένα κακομαθημένο παιδί ήταν Μήπως κάτι
σου θύμιζε; Μήπως τον πατέρα σου που συστηματικά κυνηγούσε τρυγόνια;
Καιρός να τα ξεχάσεις όλα Μια βόλτα να πάμε στη θάλασσα Τώρα που οι μέρες
ανυπάκουες έγιναν κι όλο μας ξεχνούν Να καθίσουμε πάνω στις αρχαίες πέτρες
και ν' ατενίσουμε το ηλιοβασίλεμα Λιλά να βάφει τα μάτια σου Λιλά να στρώνει
σεντόνια Εκεί να πλαγιάσουμε Ένα να γίνουμε με τη γραμμή του ορίζοντα
Αλλά βγάλε αυτό το μαύρο σάλι Βάλε τα σανδάλια που δένουν στις κνήμες
Κι έλα να φύγουμε με απλωμένα τα χέρια μας σαν λευκά νυφιάτικα σεντόνια
Στα πελάγη να ανοιχτούμε με οδηγό το κάτοπτρο της μέδουσας κι όπου μας
βγάλει 
Οι καθρέφτες δεν λένε ποτέ την αλήθεια μόνο η θάλασσα μας γνωρίζει
πραγματικά
Μια νύχτα που θα κοιμάσαι θα σπάσω όλους τους καθρέφτες στο σπίτι Άλλο 
να μην σε ξεγελάνε και διάφανη σε δείχνουν
Δεν θα ακούσεις τίποτα καθώς θα σε περιτριγυρίζουν οι κυματισμοί του πελάγου
Κι έτσι όπως μες στο όνειρο θα είσαι τον μικρό ναυτίλο θα γνωρίσεις Εκείνον που
φωλιές φτιάχνει στα ψάρια Αυτόν που ποτέ του δεν κράτησε μολύβι και πινακάκι
Κι όμως τα φωτεινά βιβλία του κόσμου διαβάζει και μυστικά τ' ασπάζεται
Να ξεχάσεις επιτέλους εκείνο τ' άλλο παιδί που από χρόνια σε στοιχειώνει 
Το αεροβόλο του κοιμάται στο άδειο πηγάδι Ποτέ δεν θα το βρεις επιθετικά να
μιλήσεις μαζί του Και το παιδί πάνε μήνες που ξενιτεύτηκε Κάποιοι μου είπαν
πως πουλάει μαχαίρια μαυρομάνικα στις αγορές της ανατολής ξεχασμένο απ' τους
δικούς του θεούς 
Μην αργείς αχνοκίτρινο είναι τ' απόγευμα σαν το σάλι σου Και τα μαλλιά σου σαν 
ένα μπουκέτο ώριμα στάχυα Χαμογέλα στους θεριστάδες Περισσεύουν τα φιλιά τους 
σήμερα και σμίγουν με τα χαλκοκίτρινα χρώματα της δύσης
Α! πάρε μαζί σου και το σημειωματάριο Απόψε θα σου μάθω τη γλώσσα των πουλιών 

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

Αν θα...(χαϊκού)

Αποτέλεσμα εικόνας για χαϊκού

Δροσίζεται όταν
αλλάζει πουκάμισο
το φίδι;

Κομπάγιασι Ίσσα

Πώς να υφάνω
το άνθος της τουλίπας
χωρίς τ' άρωμα;

Στην κρεβατίνα
τσάμπουρα μαδημένα
με περιμένουν

Σιώπα τσιγγάνα
συνομιλεί τ' άγαλμα
με την ακρίδα

Σαν μπουμπουνητό
το κάλεσμα του βοδιού
έρχεται βροχή

Στην αλισάχνη
πνίγηκε το τοπίο,
νόμισμα ρίξε

Ξέσπασε βροχή
θυσίες θα πρόσφεραν
τα σαλιγκάρια!

Κυκλάμινο μου!
το ροζ καπελίνο σου
πόσο κοστίζει;

Στην καλαμωτή,
έπιασε το τζιτζίκι
διπλές βάρδιες

Στην πανσέληνο,
τα άνθη της μανόλιας
σαν σκουλαρίκια

Σιώπα τζίτζικα!
ν' ακούσω τα κύματα
πως 'σκαν στις ακτές

Μια πεταλούδα,
στο λουλούδι του κάκτου
αγκυλώθηκε

Λάμπουν στη χλόη,
απειρα φαναράκια
πυγολαμπίδων

Καθώς φωτίζει,
στη σούστα κορδωμένος
ένας πετεινός

Καθώς προχωρώ
αμέριμνος στο δάσος,
γλιστρά μια πέτρα

Δίπλα στις ράγες,
άτολμο χαμομήλι
κρύβει τη σκουριά

Κρυφοκοιτάζει
πίσω απ' τα σύννεφα,
ο χαρταετός

Μέσα στην πάχνη
ακόμα και οι πέτρες
διάφανες είναι

Μες το πέλαγος
ακυβέρνητη βάρκα
γλάροι την σέρνουν

                                                          

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

μετέωρα βήματα (χαϊκού)

decoration, flowers, nature, pretty

Η ιτιά κι ο ατμός 
του τσαγιού
παρέα τρέμουν 

Κομπάγιασι Ίσσα

Ξύπνησα νωρίς
Κι είπα να ξεψαχνίσω
Αλλιώς τη μέρα

Γρατζουνισμένη
Η κοιλιά του σύννεφου
Ξεσπά σε βροχή

Χαροκαμένη
Γυρνά η χελιδόνα
Μ' άδειο το ράμφος

Στο υπόγειο
Κρεμασμένη υφαίνει
Το νυφικό της

Λάμψη αστραπής
Και τα μάτια της γάτας
Σωρεύουν πλούτη

Κρεμάς τα ρούχα
Και το συρματόσκοινο
Σ' ερωτεύεται

Στ' άσπρα σεντόνια
Έδεσε η πιρόγα
Τ' αποσπερίτη

Στόλοι αγκαθιών
Και γύρω τα μερμήγκια
Στρατοπεδεύουν

Πέταλο χρυσό
Μα η τύχη δεν θέλησε
Κλωστή να δέσει

Λυγερόκορμη
Περνάει η σελήνη
Φιδίσιο δρόμο

Την ομορφάδα
Φυλακίζουν τα ρόδα
Σ' αγκαθιού φωλιά                                  

Απόχες ρίχνει
Απόψε η σελήνη
Πάνω στο μνήμα

Μες στο ποτάμι
Επιπλέει η σπάθα
Του σκοτωμένου

Πάνω στα τείχη
Σκαρφάλωσε η φτέρη
Επιδέξια

Δροσοσταλίδες
Στα ροζ ροδοπέταλα....
Κάποια θα πέσει!

Σμήνη εντόμων
Πάνω από τη λίμνη
Ίδιο βουητό!

Φωνή του κούκου
Στην ερημιά του πάρκου
Ποιον να ξυπνήσει;

Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

O έρωτας του φεγγαριού

Αποτέλεσμα εικόνας για του Μαγιού φεγγάρι

Μια ριπή αγέρα διαπερνούσε απ' άκρη σ' άκρη την πόλη κάθε που έφτανε η ώρα
που το κορίτσι του κάστρου έβγαινε από το σπίτι του
Ψηλή λυγερόκορμη ελαφροπατούσα
ξεκινούσε τη βόλτα της προς την κατεύθυνση του παρακείμενου ποταμού
Κανείς δεν την είχε δει ποτέ Κανείς δεν την είχε πλησιάσει Κανείς δεν της είχε πάρει λόγο
Με τις νυχτοπεταλούδες μιλούσε με τις μυρτιές και τ' άγουρα στάχυα συναναστρεφόταν
Στο φως της μέρας ποτέ δεν έβγαινε  Ήλιου χάραμα δεν είχε δει Φιλήματα δεν ήξερε
Σαν μια μάγισσα του σκότους την φόβιζε πολύ το φως και τ' ανακάτεμα με τα επίγεια
την απωθούσε
Μόνο μία νύχτα κάθε που έβγαινε το ολόγιομο φεγγάρι του Μαγιού χάραζε την πορεία της
στον έξω κόσμο Μια φορά το χρόνο ξετύλιγε το νήμα μη και χαθεί Όλα τα φεγγάρια τα
αγαπούσε αλλά μόνο εκείνο του Μαγιού ήταν που την προσκαλούσε ερωτικά κοντά του
Περπατούσε αργά με τις πρέπουσες πάντα προφυλάξεις να μην πληγώσει το χώμα τις πέτρες
και τα ολάνθιστα ρόδα Ειδικά τα ρόδα που της έδιναν εκατόφυλλες ζωές κι ανάσες πολύχρωμες
Κάποιοι την αποκαλούσαν "κόρη του φεγγαριού" και κάποιοι άλλοι "αλλοπαρμένη" και "μάγισσα"
Μάλιστα τόσο μακριά έφτανε η φαντασία τους που την θεωρούσαν ικανή -με τις υπερκόσμιες
δυνάμεις της- να προξενήσει αναστάτωση στις μικρές καθημερινές τους στιγμές
Δονήσεις και ρήγματα βαθιά στις απρόσωπες σχέσεις τους να επιφέρει
Έκαναν τάματα στον Άγιο Έκαναν ολονυχτίες στην Παναγιά των Βράχων Σκόρπιζαν στάχτη
στα σταυροδρόμια Γέμιζαν τις στάμνες με αμίλητο νερό Μάζευαν τα παιδιά πριν πέσει
το δείλι στο σπίτι μην και τα πληγώσει
Κλειδαμπάρωναν τις πόρτες κι έβαζαν στα πόμολα αραχνοΰφαντα σκεπάσματα
διάφανα να γίνονται τα χάδια τους Μαγικά ανακάτευαν φίλτρα
Κακό να μην τους βρει Η ματιά της μην τους διαπεράσει Η δύναμη της μην τους τσακίσει
Αυτή τίποτα απ' τα παραπάνω δεν γνώριζε Με το νήμα στο χέρι περπατούσε
 Ένας ο προορισμός ένας ο πόθος της:
Ν' αγκαλιάσει το ολόγιομο φεγγάρι που στο ποτάμι πνίγονταν
Αχτίδες να μαζέψει στο προσκεφάλι της να τις φυλάξει
Να λάμπουν ονειρικά οι μακριές της νύχτες
Απόκοσμες ν' ακούει μελωδίες σαν εκείνες των γρύλων την ώρα της συνουσίας
Όλα κυλούσαν ομαλά σαν τα ατάραχα νερά της λίμνης Όλα προχωρούσαν τακτικά καθώς
η βούληση όριζε ώσπου ήρθαν οι ασημοκλωστές της βροχής πάνω στο κάδρο της φύσης
κι όλα τ' ανέτρεψαν
Χάθηκε το Μαγιάτικο φεγγάρι πίσω από τα σύννεφα Αγρίεψε ο ποταμός Κόπηκαν τα νήματα
Στιγματίστηκε ο έρωτας από μάτια ξένα Η περιπλάνηση μονομιάς διακόπηκε όπως βίαια και
κάθετα το νυστέρι τέμνει το σώμα στον πάγκο του νεκροτομείου
Αδήριτη έμοιαζε η φυγή
Εκείνη τη χρονιά αναβλήθηκε το ταξίδι Τα όνειρα μετακόμισαν στις ρίζες των δέντρων
κι η κόρη του κάστρου αμπαρώθηκε στην σκοτεινή της κάμαρα αποκαμωμένη μόνη
κι απογοητευμένη
Δεν άνοιξε τα παντζούρια Δεν πότισε το βασιλικό στο κεφαλόσκαλο Δεν μάζεψε σποράκια
για τα σπουργίτια Της έλειπε ο έρωτάς της
Απίστησε το φεγγάρι πρώτη φορά και δεν βγήκε χρυσοκλωστές να δέσει στα μαλλιά της
καλούδια να ακουμπήσει στα πόδια της
Πήρε λοιπόν κι άρχισε να υφαίνει τα σκοτεινά της υφαντά Που και που τα πλούμιζε με υγρά
φεγγάρια Μαγιάτικα ολόγιομα φεγγάρια που τον νου της έκλεβαν από παλιά
Εκείνα τα ψεύτικα
Ακούγονταν ο αργαλειός της απ' άκρη σ' άκρη σε όλη την πολιτεία
Ένας χτύπος αέναος σφυροκοπούσε τις μνήμες τα πάθη και τις απουσίες
Χάραζε στα παιδικά μάγουλα  μουσικές 
Τακ-τουκ όλες τις νύχτες να υφαίνει υγρά φεγγάρια
Να μην ξαποσταίνουν οι άνθρωποι
Να ακροάζεται το σκυλί με τεντωμένα τ' αυτιά και να αλυχτά
Να εγείρεται ο ουρανός και να σκορπιέται Να αμαρτάνουν οι ψυχές και να ξεχνιούνται άταφες
Τακ-τουκ με τη συνοδεία μιας ασίγαστης βροχής πάντα
Τακ-τουκ σι-σι στοίχειωναν εφιαλτικά όλο τον κόσμο
Περιέπαιζαν τις μοναξιές Ξεθώριαζαν τους μύθους
Εμπότιζαν τους κήπους με όξινα φιλιά
Πολλά τα υγρά φεγγάρια πολλά τα αινίγματα κι η κόρη του κάστρου στον υγρό της τάφο
να χαμογελάει γλυκόπικρα!