Είχα το πιο καθαρό βλέμμα
κι ήρθες εσύ με τα
κακόφημα που σε κατοικούν
τοπία και μου το σκοτείνιασες.
Τώρα γύρω μου σκιές βαριές
σαν κουρτίνες βελούδινες
του Γενάρη περιορίζουν
την όραση μου σε μια μικρή
ακτίνα.
Κάνω να τις τραβήξω μα δεν
τα καταφέρνω, άσε που πίσω
σε αυτές καιροφυλακτεί
ένα τεράστιο αγκάθι
νύχι του διαβόλου, που
απειλεί να μου αδειάσει
τα μάτια και με χυμένα μάτια
πως θα περπατώ στους
δρόμους που σήμανση δεν
έχουν καμιά.
Μένω να ζω στις σκιές κι είναι
χειμώνας και κρυώνω.
Όσο και να το πεις η λάμψη των
ματιών μου με ζέσταινε κι
ήταν το μόνο που είχα
θερμαντικό μέσο.
Χάθηκε κι αυτό μαζί με τους
δρόμους που με πήγαιναν ίσα
στην άνοιξη γιατί σ' αυτούς
τους ολάνθιστους δρόμους
η μοίρα με έταξε να ζω
παιδιόθεν.