Ετοίμασε τον καφέ της,
άναψε τσιγάρο. Απ' το παράθυρό της έβλεπε
ένα πανύψηλο φουγάρο
μιας άλλης εποχής.
Τίναξε τη στάχτη
στον νεροχύτη.
Το τασάκι πλυμένο
στράγγιζε.
Στον κάδο των σκουπιδιών
τα αποτσίγαρά του.
Ένα δεν είχε σβήσει.
Μύριζε νάιλον
και μουχλιασμένη αποθήκη.
Απ' όταν έφυγε
σταμάτησαν να χαμογελούν
τα τριαντάφυλλα.
Σκέφτηκε τον κόκορα
με τον κομμένο λαιμό.
Ίδιο χρώμα με τα τριαντάφυλλα
το αποτύπωμα του.
Καθαρές οι κουβέντες
στον κήπο
σαν τις λάμες των μαχαιριών
που λειαίνεις κάθε πρωί
πριν βάλεις το καπέλο
και χαθείς στων αστεριών το πλήθος.
σαν τις λάμες των μαχαιριών
που λειαίνεις κάθε πρωί
πριν βάλεις το καπέλο
και χαθείς στων αστεριών το πλήθος.