Έναν κύκλο σχημάτισες γύρω σου, έναν
κύκλο μικρής διαμέτρου κι ήρθε μια
πεταλούδα και σου έφερε λιχνιστό το φως.
Δες την πως χτυπιέται στα τοιχώματα
και λάμψεις σκορπάει σαν λαμπάδα δίμετρη
στο μανουάλι της άνοιξης.
Κοίταξε ακόμα πως λαμπυρίζει το σώμα
σου, αρμαθιά από πυγολαμπίδες στη χλόη
του Αυγούστου.
Μια πεταλούδα μόνο έφερε κοντά σου μια ολόκληρη ηλεκτρισμένη πολιτεία, μια δενδροστοιχία από λεύκες ντάλα στον ήλιο κατορθώνοντας με μια κίνηση των φτερών
να σκορπίσει μακριά τα όποια σκοτάδια.
*
Ο στρατώνας ήταν άδειος.
Όλοι είχαν καταλύσει στα γύρω μικρομάγαζα.
Ακούγονταν το τσούγκρισμα των ποτηριών
και τα τραγούδια.
Οι μόνοι που έμειναν πίσω ήταν οι φρουροί.
Έβλεπες να βγαίνουν καθρεφτάκια
από τις τσέπες, ξεδοντιασμένες χτένες,
νυχοκόφτες κι ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Η ώρα κυλούσε αργά.
Αυτοί απλοί φαντάροι απολάμβαναν την
μουσική που έρχονταν έως εδώ και ζήλευαν.
Μεθούσαν με το κρασί των άλλων κι όταν
πήρε να παίζει τις βεργούλες το χόρεψαν
αντρίκια μπροστά από τη σκοπιά τους.
Μαχαίρια δέν έλαμψαν, το θηκάρι ευτυχώς
παρέμεινε γεμάτο.
*
Αναθεμάτισε το φθινοπωρινό χαλί.
Μόλις είχε πέσει φαρδιά πλατιά στο έδαφος.
Λέρωσε το λευκό της παντελόνι και το φουλάρι
σκίστηκε στα δυο.
Σηκώθηκε με δυσκολία, τον ουρανό διέσχισε
μια αστραπή.
Έπρεπε να φτάσει στο αυτοκίνητο επειγόντως.
Εφτασε πώς θα οδηγούσε όμως που δεν μπορούσε;
Έβγαλε την κουβέρτα και κοιμήθηκε εκεί.
Χαράματα ήρθε ο σύντροφος της για να την
παραλάβει.
Ένα χαλί φθινοπωρινό έκανε μεγάλη ζημιά:
Τρία κατάγματα, ένα στραμπούληγμα και
μια πτώση σπονδύλου.
Μπαταρισμένη βγήκε από το χειρουργείο
και παρά το ότι ήταν ζαλισμένη έγραψε
πάνω στον γύψο έναν στίχο κάτι για πτώσεις
φύλλων και οστών μιλούσε.