Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

Οι μέρες σου

Κάθε βράδυ κούρδιζε το ρολόι του
στις έντεκα η ώρα ακριβώς ούτε 
λεπτό διαφορά.
Μια φορά ξέχασε να το κουρδίσει
Το πρωί οταν το αναζήτησε για να 
το φορέσει στο χέρι ανέλπιστα 
διαπίστωσε πως δεν είχε σταματήσει. 
Περίμενε φαίνεται κι αυτό την ώρα του 
θανάτου του να τον συντροφέψει στο 
ταξιδι να μην μείνει μόνος του στα 
ασφοδίλια χωρίς ίχνος ήχου που να τον 
παρηγορεί. 

*
Απαρηγόρητος την έκλαψε.
Του είπαν πως έφυγε πάνω στην 
άνθιση της κι αυτός συμπλήρωσε 
πως έφυγε ακριβώς την ίδια μέρα 
που στον κήπο τους έσκασε μπουμπούκι 
η αγαπημένη της εκατόφυλλη
τριανταφυλλιά από όπου μάζευε 
τα πέταλα για να φτιάξει το γλυκό
του κουταλιού. 

*
Το σπίτι ήταν σκαρφαλωμένο πάνω
σε έναν λόφο. 
Λίγο παραπάνω ξεκινούσε ένα πυκνό 
πευκοδάσος ως εδώ ερχόταν η ανάσα του. 
Εκεί στο πευκοδάσος εδώ και χρόνια 
είχαν στήσει τη φωλιά τους ένα ζευγάρι γερακιών.
Κατέβαιναν χαμηλά σχεδόν κάθε μέρα
για να αναζητήσουν τροφή. 
Τα έβλεπε να ζυγιάζονται στον αέρα και 
να κόβουν βόλτες πάντα μαζί. 
Πόσο τα ζήλευε η άδεια της αγκαλιά!
Πέρασε μια δεκαετία χωρίς τον ίσκιο του
κι όμως η πληγή νωπή εξακολουθούσε 
να είναι σαν το αί­μα του ενός από τα 
γεράκια που βρήκε μια μέρα στην πόρτα 
της μπροστά σκοτωμένο.
Λυπήθηκε το ταίρι του πιότερο. 




Ο χτύπος του ρολογιού

Σου 'δωσα πρώτη το φιλί 
μια μέρα που 'χε χιόνι 
ήμουνα άβγαλτο παιδί 
κι εσύ μικρό τρυγόνι

Σταθήκαμε για μια στιγμή
στη λεύκα αποκάτω 
γύρω σφύριζε ο βοριάς 
ο κόσμος άνω κάτω 

Με ζέστανε η ανάσα σου
μ' έθρεψε ο έρωτας σου
έγειρα στην αγκάλη σου
στην άσπρη φορεσιά σου 

Γενάρης ήτανε θαρρώ 
μεσάνυχτα με κρύο 
και το φεγγάρι φώτιζε 
το άγνωστο πεδίο 

Γύρω στην πόλη ερημιά 
χτύπησε το ρολόι 
κι εσύ πήρες τις πίκρες μου
χάντρα σε κομπολόι

Με ζέστανε η ανάσα σου
μ' έθρεψε ο έρωτας σου
έγειρα στην αγκάλη σου
στην άσπρη φορεσιά σου