ένα δέντρο της χαράς
φύτρωνε στο χώμα
της καρδιάς μου.
Οπωροφόρο ήταν είδος
και σε κανένα δεν έμοιαζε
άλλο δέντρο που η γη
στα σπλάχνα της τρέφει.
Νόστιμους και θρεπτικούς
μου έδινε καρπούς με
γλυκόξινη γεύση.
Αυτό με μεγάλωνε
και καμιά χρεία δεν
είχα άλλη για να ζήσω.
Τα κύτταρα μου πολλαπλασίαζε,
στις φλέβες μου έμπαινε
και στο πρόσωπο μου
ζωγράφιζε χαμόγελα.
Απαιτητικό δεν ήταν
μόνο λίγο αφράτεμα
που και που
οι ρίζες του ζητούσαν
και δροσιά πρωινή
για να ομορφαίνει
με τα κλαδιά του τα στήθη μου.
Χέρια άλλα δεν το άγγιζαν.
Πνοές άλλες δεν το θώπευαν.
Μάτια εχθρικά δεν το θωρούσαν.
Σμιχτά χείλη ποτέ
δεν το φίλησαν.
Αποκλειστικά για μένα
μόνο ζούσε και της φαντασίας
μου ανακάτευε την
ζωοδότρα πυρά.
Ανέγγιχτο, ωραίο, δυνατό
με αγκάλιαζε και με συντηρούσε.
Τα κουκούτσια του φύλαγα
στην τσέπη μου, κάποτε
στη γη το χαρμόσυνο
να φέρω μήνυμα.
Ώσπου μια μέρα ήρθες
εσύ και το βάτεψες και
το ξερίζωσες καθώς
λανθασμένα κλειδούχο
της καρδιάς μου σε όρισα.
Πέταξε μακριά η χαρά.
Λύγισαν τα γόνατα.
Στάχτη έγινε η πυρά
κι η φαντασία σαν αμνός
της γιορτής σφαγιάστηκε.
Χωρίς σκιά και μέθη έμεινα
να ακροπατώ στα κάστρα.
Όλα τα κατέλυσες μόνο
τα κουκούτσια δεν βρήκες.
Με αυτά στο μέλλον
θα ξανανθίσω και θα βγάλω
καρπούς και στέρεες ρίζες.
Στα παιδιά θα προσφύγω
το πλατύ να φέρουν χαμόγελο.
Στους ποιητές θα αποτανθώ
να σε στείλουν πάλι πίσω
στο έρεβος και στη λήθη.
Τριγμούς ακούω.
Σε νίκησα.
Το δέντρο αναγεννάται
σαν πυρπολημένος φοίνικας
και μακριά σε διώχνει
με των σπαθιών του
την κόψη.