Σε περίμενα αποβραδίς.
Είχα βάλει τα καινούργια μου λουστρίνια
κι εκείνο το πλισέ φόρεμα που αγοράσαμε μαζί.
Στο ραδιόφωνο έπαιζε Μπαχ.
Η γάτα κυνηγούσε ένα θεόρατο έντομο,
θαρρώ αράχνη πως ήταν ή ένας μεγαλόσωμος σκορπιός.
Η ζωή μου γέμισε ιστούς και υποδόριες δαγκωνιές.
Έμεινα να κοιτώ το κενό να ασπάζομαι μικρά χαλικάκια.
Μόνη χωρίς μια αγκάλη ζεστή.
Μια αδιάφορη ζωή σαν πληκτική ταινία παλιάς δεκαετίας.
Μπροστά μου ήσουν μα απουσίαζες στην ουσία.
Πλανιόμουν, άνοιγα τα χέρια σε έκταση.
Έφυγες ξαφνικά πριν σπάσουμε το ρόδι στο πάτωμα,
πριν ανοίξουμε την κασέλα με τα όνειρα κι είχαμε τόσα πολλά να μοιραστούμε.
Τυχερή δεν υπήρξα,
μόνο έναν κύκλο έκανα γύρω από τα παιδικά χαμόγελα,
μια περιστροφή γύρω απ' τον εαρινό ήλιο διέγραψα,
στη συνέχεια δόθηκα του φεγγαριού.
Μισή σκοτεινή μισή φέγγουσα.
Να αλλάζω μορφές και διαστάσεις επανειλημμένα.
Ανολοκλήρωτη σχεδόν πάντα τραβούσα με δύναμη την ουρά των αστεριών.
Τι να το κάνεις, ονειροπολούσα, χαριεντιζόμουν με τον φόβο.
Κοιμόμουν παρέα με άγουρα αγόρια,
καθάριζα το πρόσωπό μου με ροδόνερο,
έπαιρνα σκαλιστήρι και ξεχορτάριαζα της αγάπης τα ψιχία
Πάντα κάτι έκανα, αργόσχολη δεν υπήρξα.
Έφτιαχνα κόσμους ιδεατούς κι ακουμπούσα πάνω τους την πλάτη μου.
Ψύχραινε συχνά ο καιρός και δεν είχα ρούχο ζεστό.
Πάγωναν τα πέλματα.
Πάγωναν ασχημάτιστα τα χείλη μου.
Ριγούσε το στήθος, τρέμαν οι ρώγες.
Έπαιρνα μια μαύρη εσάρπα, τυλιγόμουν.
Σκάρωνα με το μισό του φεγγαριού ιστορίες με ιππότες και ξωτικά.
Έλειπαν τα παιδιά, οι μανάδες, τα αδέρφια.
Καρφίτσωνα τις ιστορίες μου στους κάκτους,
ίσως κάποιο σπουργίτι ή ένας σπίνος να τις καταδέχονταν.
Πού να προσφύγω;
Με κόβουν κι αυτά τα λουστρίνια και το πλισέ φουστάνι σαν να κόντυνε,
Κλείνω το ραδιόφωνο.
Κλείνω τα στόρια.
Μετράω απ' την αρχή, δεν μου βγαίνει σωστό το άθροισμα.
Πάντα μονά τα ψηφία.
Πάντα διπλή η μοναξιά.
Αν βγω στους δρόμους ίσως σε συναντήσω, αλλά δεν έχει φεγγάρι απόψε.
Κι αν γλιστρήσω ποιος θα με σηκώσει;
Ποιος θα συμπληρώσει το άλλο μου μισό;
Έφυγες και δεν άφησες ούτε ένα στοιχείο σου.
Πού να σε ψάξω;
Στα καφέ που σύχναζες κατέβασαν τα ρολά και τ' αστέρια αδιαφορούν.