Φορούσε σχεδόν πάντα ένα κατακόκκινο
φόρεμα είχε και τα χείλη βαμμένα
με τρεις διαβαθμίσεις πιο βαθύ
κόκκινο χρώμα.
Όλοι την θαύμαζαν, ήταν η πανέμορφη
η ονειρική κι η ανεμοπαρμένη. .
Αποπλανούσε τους άνδρες και
τα μικρά αγόρια.
Κανείς όμως δεν την άγγιζε, τόσο
ιερή ήταν.
Μια μέρα την τσίμπησε ένα φίδι, οχιά
είπαν και κάποιοι άλλοι αστρίτης.
Δεν άντεξε, έφυγε ωραία και αμόλυντη.
Πολλοί διατείνονταν πως μετά
την αποδημία της την είδαν με τις
νεράιδες να λούζεται στον ποταμό
με σώμα κρουστό, αρχαγγελικό.
Οι γυναίκες έκρυβαν τους άνδρες
στη σοφίτα, πέταγαν μακριά τα κοντά
παντελονάκια των αγοριών και
τους φορούσαν μακριές σκελέες.
Μία μέρα, άνοιξη ήταν, ο μικρός
Μανώλης την συνάντησε στο ξωκκλήσι
του Άι Γιώργη θαμπώθηκε, δεν άντεξε
την άγγιξε και θέλησε να την φιλήσει.
Έτσι για την προσβολή που της έκανε
έμεινε για δέκα χρόνια μουγκός.
Μόνο μία λέξη πρόφερε κι αυτή όχι
πολύ καθαρά.
Το όνομά της: Μαρία.
Έβγαινε στις ρούγες και την φώναζε:
Μαγία, Μαγία.
Πουθενά καμία ανταπόκριση.
Δεν ξαναφάνηκε στο ποτάμι η πεντάμορφη.
Μόνο που κάποιο χειμώνα, τότε
που ξαναβρήκε τη μιλιά του ο Μανώλης
άντρας τώρα πια δύο τσοπάνηδες την είδαν
στο εκκλησάκι του Άι Γιώργη πρωί πρωί
να ψέλνει μαζί με τα πουλιά τον όρθρο.
Στο ποτάμι έκτοτε δεν ξαναφάνηκε
μόνο στις εκκλησίες και στα ξωκκλήσια
τριγυρνούσε.
Ο Μανώλης παντρεύτηκε και έκανε
μια μοναχοκόρη την βάφτισε Μαρία
Κανείς δεν σχολίασε το γιατί, όλοι
ήξεραν.
Μια αύρα ελαφριά εκείνη την ημέρα
στην εκκλησία τύλιξε όλο το εκκλησίασμα.
Ήταν αυτή η πεντάμορφη, η ονειρική
κι η ανεμοπαρμένη.
Το χωριό δεν την φοβόνταν πια,
την τίμησε και την ανακήρυξε Αγία παρά
τις αντιρρήσεις τοπικών αρχόντων.